Αγγλιστί: half past late.
Τουρίστας:
- When will our flight leave?
- Half past late...
Αγγλιστί: half past late.
Τουρίστας:
- When will our flight leave?
- Half past late...
βλ. και σλανγκιές διαφημιστών
Got a better definition? Add it!
Είναι συνδυασμός του μετά και του αργότερα...
- Θα έρθεις τώρα;
- Όχι. Θα έρθω μετότερα....
Got a better definition? Add it!
Εις τους χαλεπούς καιρούς εις τους οποίους ζούμε, θα ήτο καλό να ενθυμούμεθα την γαλλικήν ίνα εκφραστούμε σλανγκικώς με στυλ και απόψεως! Τουτέστιν, μάλλον βάρβαρες εκφράσεις όπως: εις τα καπάκια, καπάκι, πώμα, φελλός κτλ παρακαλούνται όπως αντικατασταθούν με την λέξιν: καπακουάζ!
Εμπεριέχει την ευχρηστίαν της βάρβαρης λέξης «καπάκι» μετά γαλλικής φινέτσας! Très magnifique, non;
- Καυλαγόρας: «Σπεύδε Σταρχίδαμε! Το λεωφορείο αναχωρεί δι’ Ελευσίναν! Δεν θα προλάβουμε τη τελετή ενάρξεως των Ελευσίνιων Μυστηρίων!»
- Σταρχίδαμος: «Έρχομαι εν τω λόγω! Καπάκι!»
- Καυλαγόρας: «Και αργοπορημένος και βάρβαρος! Καπακουάζ λέγεται ούτη λέξη!»
- Σταρχίδαμος: «Μολών περδέ (μτφ: έλα να μας τα κλάσεις)!»
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αντικατάσταση της λέξης «νύχτα» από το σύνθετο «νυχτιάτικα» με τη λέξη «βράδυ».
- Έλα ρε φίλε πάμε για καμιά μπύρα;
- Δεν μας παρατάς ρε καρντάσι βραδυνιάτικα, έχει και μπάλα.
Bλέπε και πρωϊνιάτικα.
Got a better definition? Add it!
Άλλες δυο ζόρικες, εναλλακτικές εκφράσεις για το γνωστό χρονικό επίρρημα τότε.
-Τότενες πηγαίναμε όλοι μαζί για μπάνιο στα απολυμαντήρια
Got a better definition? Add it!
Μούρτσα = νωρίς το πρωί.
Σηκωθήκαμε μούρτσα - μούρτσα για να πάμε στη δουλειά.
Μη με ξυπνάς μούρτσα γιατί δεν έχω κοιμηθεί καλά.
Got a better definition? Add it!
Χρονικό επίρρημα το οποίο χρησιμοποιείται συνήθως ως μονολεκτική και αποστομωτική αρνητική απάντηση σε εντολές. Η προέλευσή του εντοπίζεται στον Ελληνικό Στρατό. Μια παραλαγή: «παλιά στο Τέξας».
- Πσστ, έλα 'δω που σε θέλω λίγο...
- Παλιά...
Got a better definition? Add it!
Ουδεμία σχέση με πυροβολισμούς, εκπυρσοκροτήσεις και όπλα. Το ζευγάρι αυτό των λέξεων, χρησιμοποιείται δίκην επιρρήματος, και σημαίνει τάχιστα, αμέσως, στο πι και φι. Αγνοείται -από τον υπογράφοντα τουλάχιστον- η προέλευση (ή μάλλον η έμπνευση) της φράσης, αν και η απλή λογική λέει πως, εφόσον υπάρχει κ η παραπλήσια έκφραση ''στο μπαμ'', πιθανώς υπαγορεύεται μια δεδομένη ταχύτητα, τέτοια που διαρκεί όσο ένα μπαμ (έκρηξης, πυροβολισμού, ό,τι θέλει ο καθένας).
συν. Στο φτερό, ατάκα (κι επί τόπου), (στο) τσακ-μπαμ, στο πιτς-φιτίλι.
Έλα ρε Βαγγέλη να το φτιάξουμε εδώ μπαμ-μπαμ, να τελειώνει!
Μπήκε μέσα φουριόζος, τους πέταξε μπαμ-μπαμ δυο γκολάκια και τέλειωσε το πανηγύρι...
Got a better definition? Add it!
Ταυτόσημο με την κλασσική έννοια χρονικό επίρρημα, αλλά στην καγκουριάρικη αργκό χρησιμοποιείται ευρέως αδόκιμα, από μαγκάκια που εξακολουθούν να τσιμπάνε λόγιες λέξεις δώθε-κείθε και τις σερβίρουνε όπου κι όπως λάχει (βλ. λήμμα στυλιανοπούλου).
- Τί έχεις σκοπό να κάνεις, μόλις απολυθείς;
- Φίλο, πιάνω δουλειά ακαριαία γιατί δε μου’ χει μείνει φράγκο!
- Έχεις τίποτε στα σκαριά;
- Με περιμένει ο θείος μου να δουλέψω στο μαγαζί του.
- Που λες, βλέπω χτες στο μαγαζί ένα γκομενάκι μούρλια, παραγγέλνω κάτι σφηνάκια να χωθώ και μέχρι να γυρίσω είχε φύγει ακαριαία...
- Φτου σου γκίνιαααα! Και τί έκανες;
-Τα κοπάνησα μόνος μου στην υγειά της, τί να κάνω;
Got a better definition? Add it!
Μερικές ακόμα μόρτικες κι αλανιάρικες εκφράσεις για τα γνωστά χρονικά επιρρήματα χθες, προχθές κλπ.
Got a better definition? Add it!