Η γκόμενα που έχει τόσο παχιά και προτεταμένα μουνόχειλα που παραπέμπουν σε πέοντα σε κατάσταση λήθαργου.
Η γκόμενα που έχει τόσο παχιά και προτεταμένα μουνόχειλα που παραπέμπουν σε πέοντα σε κατάσταση λήθαργου.
Got a better definition? Add it!
Κοινώς ο πουτσοκέφαλος.
Αυτός που έχει ανοιχτό το μουνοθηρευτικό του ραντάρ 24 ώρες το 24ωρο. Είναι ελληνάρας, λάγνα υστερόβουλος, ζει για να γαμάει, αναπνέει για να καβλαντίζει. Παραμένει ανάλγητος και απτόητος σε αποτυχίες και στραβοπατήματα, χαλάκι να γίνει θα το φτάσει στα άκρα για να μπει στην τρύπα που θέλει. Αντιπροσωπεύει επί το πλείστον εφήβους αμφισβητήσιμης νοημοσύνης οι οποίοι ενδίδουν στα φυσικά ζωώδη ένστικτά τους για ασύμμετρη συνουσία.
Σε αντιδιαστολή με τον πουτσοκέφαλο ο οποίος χρησιμοποιείται σε ευρύτερες φράσεις εντός πλαισίων χαβαλέ, ο ψωλοδορυφόρος αποτελεί μια σπανιότερη υποκατηγορία η οποία εμφανίζεται αποκλειστικά σε τετ-α-τετ ανδρικές συζητήσεις για ένα μουνί, ΤΟ μουνί, το οποίο έχει καθηλώσει ολόκληρη ομάδα από πουτσοκέφαλους, μεν σκόπιμα, δε απουσίας προφανούς σκοπιμότητας, τους δουλεύει όλους ψιλό γαζί.
- Έχω τρελαθεί με τη Μόνικα. Χτες στέλναμε όλη μέρα μηνύματα. Λες να ψήνεται;
- Μην είσαι χαζός. Θα σε κάνει μπαλάκι της η καριόλα. Αυτές το μόνο που θέλουν είναι 10 ψωλοδορυφόροι πάνω απ' το κεφάλι τους...
Got a better definition? Add it!
Ψευδοαρχαίος σλανγιωτατισμός που σημαίνει αυνανίζομαι.
Πεοταλαντώνει ενδοπαλαμικώς καθ' εκάστην ο μάλαξ.
Got a better definition? Add it!
Μεταφορά για το πέος.
Δεν τον βλέπω πουθενά τον μικρό, μάλλον καθαρίζει το μονόκαννο. (Δες).
Got a better definition? Add it!
Μεταφορά για το πέος.
Το έχει κατσιάσει το σελφοκόνταρό του από το πολύ τάκα-τάκα.
Got a better definition? Add it!
Σλανγιωτατισμός για τον αυνανισμό.
Η Τζέσικα πεομαλάσσει στο πριβέ με ένα εξτραδάκι.
Got a better definition? Add it!
Φανταστικό προϊόν, εν είδει υπερβολής και χλευασμού.
- Ο Κώστας μου είπε ότι είστε επιχειρηματίας. Τι ακριβώς εμπορεύεστε;
- Χαλβαδόπουτσες, είμαι αποκλειστικός εισαγωγέας.
Got a better definition? Add it!
Σεξιστική λέξη παλαιάς κοπής για τη γυναίκα που έχει πολλούς εραστές και θεωρείτο εύκολη και ανυπόληπτη, για την ψαροκασέλα, ψωλαποθήκη κ.τ.ό. Ως ψωλοκασέλα εννοείται ειδικότερα το μουνί, η ψωλότσεπη, αλλά μετωνυμικώς και η όλη γυναίκα.
Τι ήτανε; Μια ψωλοκασέλα ήτανε, αλλά από όταν τύλιξε τον Τιμόθεο μπήκε στα σαλόνια της καλής κοινωνίας.
Got a better definition? Add it!
Συνώνυμο των πουτσοσκάμπιλο, πουτσοχάστουκο, ψωλοχάστουκο, ψωλοσκάμπιλο, προς τιμήν του δημάρχου του Βόλου Αχιλλέα Μπέου που έδωσε χαστούκι σε ψηφοφόρο του.
Έρωτας απ' το πρώτο μπεοχάστουκο. (Φέισμπουκ).
Got a better definition? Add it!