Κάτι που θα είμαι στο μέλλον και για κάποιους διαφορετικούς λόγους από αυτόν που αναφέρει το ρήμα στον χρόνο αυτό
Την παρασκευή θα είμαι άρρωστος. Εννοεί πως θα πάει διακοπές τριήμερο.
Κάτι που θα είμαι στο μέλλον και για κάποιους διαφορετικούς λόγους από αυτόν που αναφέρει το ρήμα στον χρόνο αυτό
Την παρασκευή θα είμαι άρρωστος. Εννοεί πως θα πάει διακοπές τριήμερο.
Got a better definition? Add it!
Σχηματική φράση που εμφανίστηκε στην κρίση και αναφέρεται στα χρόνια πριν το 2009, όταν και υποτίθεται ότι περνούσαμε όλοι όμορφα και ωραία πριν έρθει η κρίση και γίνουμε φτωχοί. Γράφεται και "π.κ." κατά το προ Χριστού και προφέρεται "που-κου".
1) π.κ., δηλαδή προ κρίσης, όταν ζητούσαν την άποψή μου για τα κοινά, έσπευδα να την εκφράσω με ζέση (από εδώ)
2) Καλά βγαίνεις κάθε μέρα στα μπουζούκια; Αυτό είναι τόσο π.κ.!
3) Θυμάμαι ότι π.κ. εδώ γινόταν χαμός στο πανηγύρι (εμπνευσμένο από εδώ)
4) Έχω κρατήσει ένα καλό κοστούμι από π.κ.
Got a better definition? Add it!
Published
σκ, σουκού, σου κου
Tο σαββατοκύριακο. Είναι αργκό που λέγεται πολύ μεταξύ των φαντάρων κυρίως για να δηλώσουν αν έχουν άδεια ή όχι το σαββατοκύριακο. Αντίστοιχα και πσκ για Παρασκευο-σαββατοκύριακο.
Επιτέλους πήρα σκ έξω.
Got a better definition? Add it!
Αγγλιστί: half past late.
Τουρίστας:
- When will our flight leave?
- Half past late...
βλ. και σλανγκιές διαφημιστών
Got a better definition? Add it!
Ημέρα που βγαίνουν όλες οι άσχημες γκόμενες (βλ. σαύρα).
Πάλι Σάββρατο βγήκαμε!
Got a better definition? Add it!
Σαββατοκύριακο-τριήμερο με την γκόμενα, για τον πούτσο... Η έκφραση αυτή χρησιμοποιείται όπως το πουσουκού (παρρασκευοσαββατοκύριακο)!
- Θα κάνουμε ρε τίποτα αύριο;
- Μπα δεν θα μπορώ ρε, θα φύγω για πουτσουκού...
- Ααα, κατάλαβα... τα λέμε!
Got a better definition? Add it!
Είναι συνδυασμός του μετά και του αργότερα...
- Θα έρθεις τώρα;
- Όχι. Θα έρθω μετότερα....
Got a better definition? Add it!
after + ελληνική κατάληξη επιρρήματος. Πιο μετά, υστερότερα.
Άσ' το αυτό τώρα! Θα το κάνουμε αφτερότερα που θα είναι πιο ήσυχα.
Got a better definition? Add it!
Όρος της νεοελληνικής μεταγραμματικής. Ο χρόνος που χρησιμοποιούμε όταν αναφερόμαστε σε γεγονότα που συνέβησαν πρόπερσι, και πιο γενικά στο απώτερο παρελθόν.
Ξεσκότα μας μωρέ με τις ιστορίες σου, μας έχεις πεθάνει στον προπερσυντέλικο. Γέρασες και σου μείναν περασμένα μεγαλεία απ' όταν έκανες καφρίλες.
Got a better definition? Add it!
Στα Λαρισαϊκά, ο Μάρτιος.
Σε φροντιστήριο αγγλικής, στη Λάρισα.
Καθηγητής: - Ο Γενάρς λέγεται January, ο Φλεβάρς February, o Μαρτς ώς έχει.
Got a better definition? Add it!