Selected tags

Further tags

Η εξουσία που ασκεί ο γκέης. Κατά τα «νταηλίκι», αλλά και «πουστρηλίκι». Με λίγα λόγια το γκεϊλίκι είναι το νταηλίδικο πουστρηλίκι, ή το πούστικο νταηλίκι, όπως προτιμάτε, προσωπικά πιστεύω το πρώτο.

Με μια λέξη: Βαλλιανάτος (όπου το γκεϊλίκι σχηματίζεται και κατά το «προεδριλίκι»).

Με περισσότερες λέξεις: Είναι ο γκέι που δεσμεύεται να μην αποτελέσει πουστρίγκο, αλλά αντιθέτως πούσταρχο! Γκέιλορντ! Πανηγυρίζει το γκεϊλίκι του με τις τελευταίες επιταγές της gay pride και gay celebration, κάνει την παρελασούλα του. Είναι υπέρ της Μυκόνου και των ελεύθερων σχέσεων, αλλά άμα λάχει πάει και στην Τήλο να διαδηλώσει το δικαίωμα των γκέι στον γάμο, ακόμη κι αν αυτός δεν πρόκειται να παντρευτεί ποτέ, ακόμη κι αν επιτευχθεί η νομοθετική ρύθμιση. Στρατεύεται στην ΛΟΑΤ και συχνάζει στα παραθύρια για να ταπώνει με το χιούμορ, ευφυία και ντρίπλες του τους ομοφοβικούς.

- Τον είδες τον Βαλλιανάτο στην «Ζούγκλα»! Τους τάπωσε όλους! Μια χαρά το πάει το γκεϊλίκι!

Αρκετά ντεσιμπέλ πιο ακραίο γκεϊλίκι ασκεί ο Παναγιώτης Χατζηστεφάνου (στο τελευταίο λεπτό του βίντιο) (από Hank, 16/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σύστριγκλο που απαρτίζεται από γκέι. Ή από τελειωμένες γυναίκες που εικάζουμε ότι φοράνε στριγκ. Είναι μάχη εκ του συστάδην. Τον όρο χρησιμοποιεί ο Λάκης Λαζόπουλος.

Κάλεσε χτες ο Τριανταφυλλόπουλος για το θέμα των γκέι γάμων, Βαλλιανάτο, Χατζηστεφάνου απ' τη μία, Παπαργυρόπουλο και Ιατρόπουλο απ' την άλλη, και τον Ανευλαβή για διαιτητή. Έγινε το σύστριγκο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Kάνω σαν μουρλή που με παράτησε η γκόμενα, συνήθως με μουσική υπόκρουση βαριά λαϊκά ή Γαλάνη. Nα τονιστεί ότι λεσβαλαντώνουν και οι γκέι, αλλά εκείνοι προτιμούν Mαρινέλλα.

Πηγή: Λέο Καλοβυρνάς

- Λεσβαλάντωσε η Σαπφώ, που την άφησε η μικρούλα για τον γκόμενο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσπαθώ να καταλάβω αν η κοπέλα που μου αρέσει το πάει το γράμμα ή είναι απλώς άνετη, αν είναι λέσβω ή στρέιτ.

Πηγή: Λέο Καλοβυρνάς

-Τη λεσβολιδοσκόπησα και μου φάνηκε μια χαρά!
-Πρόσεχε μην γίνεις λεσβοχωρίστρα !!

(από patsis, 07/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Aυτή η φράση λέγεται, όταν θέλουμε να πούμε ότι κάποιος είναι πούστης.

Εμπνεύστηκε από την πετυχημένη σειρά πρίζον μπρέικ, όπου, στην φόξ ρίβερ, τα αγοράκια που γαμούσε ο τι-μπαγκ του έπιαναν την τσέπη.

- Τους βλέπεις αυτούς τους δυο εκεί;
- Ναι ρε μαλάκα και έχω φρίξει με τον ξανθό!
- Του κρατάει την τσεπούλα από ό,τι φαίνεται...
- Σίγουρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διαδικασία τύπου κλύσμα, η οποία πραγματοποιείται πριν την παραφύσιν συνεύρεση, με σκοπό την απομάκρυνση τυχόν υπολειμμάτων κοπράνων και άλλων αδρανών υλικών από την υποδοχή (σούφρα). Ξεβιδώνουμε το τηλέφωνο του μπάνιου, εφαρμόζουμε το καλώδιο με το τρεχούμενο –χλιαρό κατά προτίμηση– νερό στην τρύπα, κι όλα παίρνουν μετά το δρόμο τους. Γνωστή στους gay κύκλους.

Ιωσήφ: Ρε συ Τζέφρυ, μου ανάβεις λίγο το θερμοσίφωνα;
Τζέφρυ: Οκ, αλλά κάνε γρήγορα και μη χαλάσεις όλο το νερό, γιατί κατά τις οχτώ θα έρθει από δω ο Πέτρος και πρέπει να κάνω μια γκαζόζα στα γρήγορα!!!

Υπονοούμενα... (από Hank, 20/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άκρως επιθετικός και υποτιμητικός χαρακτηρισμός του νταή νεοέλληνα, με αποδέκτη αγεληδόν το σύνολο του ομοφυλόφιλου πληθυσμού.

Ο συγκεκριμένος τύπος συναντάται συχνά (π.χ. κατιναριό, πουταναριό, καραπουτσαριό) και εκφράζει ένα ομοιογενές σύνολο με αρνητική χροιά.

  1. Επιθετικότατου χαρακτήρα διαδικτυακό σχόλιο:

Πούστηδες... Πουσταριό! Αδερφάρες, κωλομπαράδες... Κίναιδους, ξετσίπωτους και αυθεντικούς πούστηδες. Αγριόπουστες και όχι αξιοπρεπείς πούστηδες... Μιλάμε για πολύ πούστηδες... Σιχαμερό πουσταριό...Τη φωτογραφία τη βλέπετε;

  1. Ένας blogger ανοίγει την καρδιά του και εκφράζει τις ανησυχίες του:

Μπορείτε να φανταστείτε, πόσο πολύ βραχυκυκλώνει όλο αυτό το ξεφωνημένο πουσταριό (όπως λέει και κάποια ψυχή...), τον έφηβο που βρίσκεται στην αναζήτηση της ταυτότητάς του -σεξουαλικής και γενικότερης-, και πόσο εκβιαστικά τον σέρνει στην επιλογή που του ορίζει, μέσα από τη διαρκή προβολή και επανάληψη ;
Δεν είμαι ... ομοφοβικός, όπως ορίζει ο καινούριος πιασάρικος και αμερικανόφερτος όρος (ένας από τους καλύτερούς μου φίλους είναι ομοφυλόφιλος , μια φιλία, που κρατά από το στρατό...), απλά, βιώνω τον εσωτερικό πόλεμο της απόρριψης ή της αποδοχής, μέσα από τα μάτια του έφηβου γιου μου.

  1. Σχόλιο σε forum με θέμα την στρατιωτική θητεία:

Anyway, το 90% του πληθυσμού που πήγε στρατό δεν είναι στρατόκαυλοι -ούτε και έγιναν στην πορεία- πήγαν γιατί πριν απο αυτούς πήγαν οι πατεράδες και τα αδέρφια τους.Αλλά αυτό δεν κάνει κάποιον πρόβατο, τον κάνει νομοταγή και τίμιο απέναντι στους συνανθρώπους του. Αντίθετα αυτός που δεν πάει είτε γιατί είναι «μάγκας» και πληρώνει για να μην πάει -βλέπε Παπακαλιάτη και λοιπό πουσταριό- είτε γιατί είναι ανδρίκελο -άνοιξε λεξικό να δεις τι σημαίνει αυτό, το wiki δεν νομίζω να το έχει- ανίκανο να έχει δική του σκέψη και το μόνο που ξέρει να κάνει είναι copy paste μανιφέστα των «πατερούληδων».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ζιγκόλι ειδικευμένο σε γκέι πελάτες. Συνήθως ψιλο-μπάι γιατί άμα τύχει πάει και με γυναίκες. Τα κάνει όλα, γι αυτό λέγεται και πασπαρτού (όπως το κλειδί).

- Εκείνο το πουστροζιγκόλι τον Χ. τον είχανε γαμήσει στο Γυμνάσιο.

Εργασία και χαρά  (από Marco De Sade, 14/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψευδο-καθαρευουσιάνικη εκφορά του «παλιόπουστας», με υπεραστισμό, κατά το «παλαιοκρασάς» κ.τ.ό. Τον όρο υποστήριξε ο ηθοποιός Μιχάλης Ιατρόπουλος σε εκπομπή της «Ζούγκλας».

(Από μνήμης):
Μάκης Τριανταφυλλόπουλος: Την λέξη «πουστιά» προσωπικά δεν την χρησιμοποιώ για ομοφυλόφιλους, αλλά για δικηγόρους, πολιτικούς, δημοσιογράφους...
Μιχάλης Ιατρόπουλος: Κοιτάξτε, υπάρχουν πολλά είδη ομοφυλοφίλων. Υπάρχει και ο λεγόμενος «παλαιόπουστας»...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά το «εργατοπατέρας», ο πούστης, κατά κανόνα γερομπινές (με την καλή έννοια) που είναι πούσταρχος και διατηρεί ολόκληρη πουστωδία από νεαρότερα στην ηλικία πουστράκια, τα οποία ενισχύει, επιβοηθεί, προωθεί και γενικά παγιώνει στην δέσμευση και στράτευσή τους στο πουστρηλίκι.

Ίσως και ο πούστης που υιοθετεί παιδί (στο εξωτερικό πιο πολύ συμβαίνει μέχρι αποδείξεως του εναντίου).

Ασίστ: Μάρκο ντε Σαντ.

Ύστερα από τον γάμο στην Τήλο μαζευτήκανε όλοι οι πουστοπατεράδες και συνεδριάζανε πώς να ενισχύσουν τον Τήλιο δήμαρχο που βάλλεται.

Ψηλά τις σημαίες, κορίτσια ! (από Marco De Sade, 19/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified