Εκ των βαζελίνη και Έλληνας ή Ελλάδα αντιστοίχως.

  1. Ο Έλληνας του οποίου ο μεν τράχηλος «ζυγό δεν υπομένει», ο δε κώλος υπομένει πολλά και διάφορα. Αν και κρατάει μία υψηλή εθνική υπερηφάνια υπόκειται σε πολλούς εξευτελισμούς και διασυρμούς, και ως ομορφάντρας βάζει διάφορες σως για να γλυστράει. Η έκφραση δηλώνει ακραία αυτοκριτική για το πώς εντέλει αποτελούμε χώρα γαμιόμαστε, πλην όχι ασάλιωτα, αλλά μέσω διαφόρων εξωραϊσμών, που λειτουργούν ως βαζελίνη.

Ήδη το 1985 ο Χάρρυ Κλυνν είχε τιτλοφορήσει παράστασή του στο Δελφινάριο «Βαζελληνίδες, Βαζέλληνες» (δες εδώ) τρέποντας το «Ελληνίδες, Έλληνες» του Κωνσταντίνου Καραμανλή θείου, οπότε η έκφραση υπάρχει τουλάχιστον από τότε και πιθανόν από παλιότερα.

  1. Χρησιμοποιείται μειωτικά για τους παίκτες ή οπαδούς του Παναθηναϊκού, τους βάζελους. Ενίοτε με την σημασία ότι η Αθηνέζικη ομάδα φτάνει να εκπροσωπήσει όλη την Ελλάδα, ή κυριαρχεί με πλάγιες μεθόδους στο ελληνικό στερέωμα, ως μη όφειλε. Χρησιμοποιείται κυρίως από Ολυμπιακούς.

  2. Σχετικό και το Βαζελλάδα. Έχει κυρίως αθλητική σημασία ως αντώνυμο του κοκκαλιστάν. Δηλαδή σημαίνει λ.χ. μια Εθνική ομάδα που κυριαρχούν παίκτες του Παναθηναϊκού, ως μη έδει, ή το σύστημα μιας ολόκληρης χώρας που ευνοεί τον Παναθηναϊκό. Μπορεί βεβαίως και να μην αναφέρεται στον Παναθηναϊκό, αλλά να δηλώνει απλώς μια ξευτιλισμένη ξεβρακωμένη Ελλάδα.

Επίσης, υπάρχει και το Βαζελλήν, και καλά μάρκα βαζελίνης made in Greece.

  1. Αυτό είναι αλήθεια! Το δροσερό καλομαίρι και ο ήπεος χειμώνας, (που συνιστούν ένα εύκροτο κλίμα) σε συνδυασμό με τους φαλλόξενους κατοίκους και τη Μεσοργειακή διατροφή (λάδι, λαχανητά, φασ Ολη, ρεΒύθη, σπόρδο κ.α.) αναδεικνύουν τους βαζΕΛΛΗΝΕΣ σε ομ φαλλό του κώ…σμου! (Λεξιπλαστικό όργιο σε σχόλιο στο γουορντπρέσι του Πάνου 1962).

  2. α. oi vazellines maxairwsan paidakia,tin epomeni apla de... vrikan ton dromo gia to gipedo! (Εδώ).

β. Σε τρείς βδομάδες, που θα 'ναι μαζί μας κι ο Τζολε και η ομάδα θα ρολάρει καλύτερα και τότε δεν θα έχουν τύχη οι βαζελληνες ;) (Εδώ).

γ. Εμπρός γενναίοι Βαζέλληνες! (Εδώ).

  1. Eγω (αν μου πεφτει λογος) ελπιζω αυτο το πραμα που θα εκπροσωπει το σιχαμα που λεγεται ελληνικο μπασκετ, να διασυρθει κ να φαει 30αρες. Σκατα στη βαζελλαδα του βασιλακοπουλου. (Εδώ).

Ομφαλός της γης. (από Khan, 20/04/12)(από Khan, 05/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά το «Ελλαδιστάν», χρησιμοποιείται για να περιγράψει την Ελλάδα ως τριτοκοσμική χώρα που κυβερνιέται από τη μαφία του επιχειρηματία (και προέδρου του Ολυμπιακού) Σωκράτη Κόκκαλη. Και δεν έχουν και άδικο δηλαδή, αφού ο Σωκράτης διαθέτοντας επιχειρήσεις κάθε είδους (τηλεπικοινωνίες, τυχερά παιχνίδια, Μ.Μ.Ε., ποδοσφαιρική ομάδα και δεν συμμαζεύεται) έχει καταφέρει να γίνει αμύθητα πλούσιος με διάφορες μεθόδους, ανάμεσα στις οποίες η μίζα και η κομπίνα φιγουράρουν στην πρώτη θέση.

Η λέξη Κοκκαλιστάν χρησιμοποιείται κατεξοχήν στον χώρο του ποδοσφαίρου από τους μη γαύρους οπαδούς. Βέβαια το παράπονό τους περιορίζεται στο ότι η ομάδα τους δεν παίρνει πρωτάθλημα εξαιτίας της μαφίας του Κόκκαλη, κατά τ' άλλα όμως το ότι αυτός κατακλέβει το δημόσιο ταμείο κάνοντάς τα πλακάκια με τους πολιτικούς, λίγο τους ενδιαφέρει. Άλλωστε η πλειοψηφία του κόσμου τελικά όταν λέει «αγοράζω εφημερίδα» εννοεί «αγοράζω αθλητική εφημερίδα». Τι να περιμένει κανείς...

Σχετικά: Λαμπρακιστάν, Βαρδινογιαννιστάν, Αγγελοπουλιστάν.

  1. (Από εδώ)
    «Πού εργάζονται τώρα οι δύο καλοί δημοσιογράφοι; Η αποπομπή τους επιβεβαιώνει ότι στο Λαμπρακιστάν-Κοκκαλιστάν οι αντιφρονούντες “εξοντώνονται” ποικιλοτρόπως.»

  2. (Από σχόλιο για την κατασκευή του γηπέδου του Παναθηναϊκού στον Βοτανικό)
    «Η χώρα προοδεύει και εισέρχεται σε νέα περίοδο: από το Κ (Κοσκωτιστάν & Κοκκαλιστάν) ανεβαίνουμε στο επίπεδο Β (Βγεναυνανιστάν & Βωβολαντ).

Και εις ανώτερα!»

  1. (από εδώ)
    «Ανάλογη «σκηνή» και λίγα λεπτά μετά όταν ο Θανάσης Γιαννακόπουλος έφτασε στο γήπεδο και μετά τις δηλώσεις του στα ΜΜΕ, και κατευθυνόμενος να μπει στην αίθουσα, ακούστηκε πάλι η ίδια φωνή να λέει: «Σταματήστε το Κοκκαλιστάν. Για δέκα χρόνια δεν πρόκειται να πάρουμε πρωτάθλημα. Πάρτε πρωτοβουλίας και μπείτε στην ΠΑΕ».»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μιζών ελληνικό λεξικό: (Από το Inbox του ταχυδρομείου μου και την επικαιρότητα)

Μιζοσκόταδο (το): Προσπάθεια συσκότισης και συγκάλυψης της αλήθειας στην υπόθεση της Siemens. Π.χ. Η δικαιοσύνη ψάχνει τους ενόχους στο μιζοσκόταδο.

Mιζοκακόμοιρος (ο): πολιτικός για τον οποίον υπάρχουν ενδείξεις ότι εμπλέκεται στο σκάνδαλο με τις μίζες, αλλά παριστάνει τον κακόμοιρο προκειμένου να πείσει για την αθωότητά του. Π.χ. Διάβασες τις δηλώσεις που έκανε ο Τ. βγαίνοντας από τον ανακριτή; Τον εγκατέλειψε το κόμμα του, λέει ο μιζοκακόμοιρος.

Μιζοτιμής (επίρρημα): Ελάττωση της τιμής της μίζας κατά το ήμισυ, σε περιόδους όπου υπάρχει μεγάλος αριθμός πολιτικών πρόθυμων να εμπλακούν. Π.χ. Εκεί που τα είχαμε βρει και ήμασταν έτοιμοι να συμφωνήσουμε, μπλέχτηκε και ο Κυριάκος και μας έκανε χαλάστρα. Η συμφωνία έκλεισε μιζοτιμής.

Μιζεκλίκι (το): πρόγευση /μικρή προκαταβολή μίζας. Π.χ. Ο εξοπλισμός του πολιτικού γραφείου του με καινούργιο τηλεφωνικό κέντρο ήταν το μιζεκλίκι της υπόθεσης. Τα χοντρά λεφτά δόθηκαν αργότερα.

Mιζονέτα (η): πολυτελής κατοικία που αποκτήθηκε ως αντάλλαγμα πολιτικής εκδούλευσης. Π.χ. Είδες την μιζονέτα του Aκη στο Πανόραμα; Έχει ένα wc λιγότερο από την βίλα του Μητσοτάκη.

Μιζανπλί (το): προϊόν συναλλαγής που αποδίδεται εις είδος, συνήθως με μορφή κοσμημάτων ή άλλων τιμαλφών, σε συζύγους, ερωμένες ή κόρες πολιτικών. Π.χ. Βλέπεις την κοτρόνα που φοράει στο χέρι το τσουλί; Μιζανπλί του υπουργού από την υπόθεση του OTE είναι.

Μιζολιθική εποχή: Χρονικά συμπίπτει με περιόδους όπου εξαγγέλλονται μεγάλα έργα, μεγάλες διοργανώσεις, μεγάλες αγορές του αιώνα κλπ. Και πέφτουν οι μεγάλες μίζες. Π.χ. Γαμώ την ατυχία μου. Τώρα βρήκαμε να είμαστε έξω από τα πράγματα; Τώρα που είναι η μιζολιθική εποχή και τρώει η μίζα σίδερο;

Μιζολαβητής (ο): παρένθετο πρόσωπο που μεσολαβεί στο δαιδαλώδες σύστημα διακίνησης της μίζας, μέσα από εμβάσματα, off-shore εταιρείες κλπ, προκειμένου να χαθούν τα ίχνη του μαύρου πολιτικού χρήματος. Π.χ. Ισχυρίζεται ότι τον έμπλεξαν χωρίς να το θέλει. Θα τη γλιτώσει φτηνά όμως. Ένας απλός μιζολαβητής ήταν.

Μιζάνοιχτος (ο): πολιτικός που εντέχνως αφήνει να διαρρεύσει σε επιχειρηματικούς κύκλους ότι είναι ανοιχτός σε προτάσεις συναλλαγής. Π.χ. Εκλογές έρχονται. Τα έξοδα πολλά. Δηλώνω μιζάνοιχτος σε υποψήφιους χορηγούς.

Απομιζώ: σύγχρονη γραφή του ρήματος απομυζώ. Το ρήμα 'απομυζώ' που σημαίνει 'αναρροφώ, βυζαίνω, αποσπώ συνεχώς χρήματα, μετατρέπεται σε 'απομιζώ' όταν ο ενεργών είναι πολιτικό πρόσωπο. Π.χ. Απομίζησε τους πάντες επί υπουργίας του. Να φανταστείς ότι τον αποκαλούσαν ο μίστερ 2%. Τόση ήταν η προμήθειά του.

τα παραδείγματα παραπάνω:)

(από Galadriel, 10/04/09)(από Khan, 12/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Άρειος πάγος είναι το ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης της Ελλάδας.

Πήρε το όνομά του από το πρώτο δικαστήριο εγκλημάτων φόνου, που ιδρύθηκε μεταξύ 1500 και 1300 π.Χ. και είχε έδρα τον βραχώδη λόφο του Άρεως (Εκεί έγινε η πρώτη «φονική δίκη», κατά την οποία οι δώδεκα Θεοί του Ολύμπου δίκασαν τον Άρη). Από εκεί, ο Απόστολος Παύλος, κήρυξε για το Χριστιανισμό προς τους Αρεοπαγίτες.

Το 1834 ιδρύθηκε το Ανώτατο Δικαστήριο του ελεύθερου Ελληνικού Κράτους, που ονομάστηκε επισήμως Άρειος Πάγος από το ομώνυμο αρχαίο δικαστήριο.

Ως «παπάρειο πάγο» (άρειο πάγο gtp, δηλαδή) θεωρούμε υποτιμητικά:

  1. Δικαστήρια που με τη συμβολή διάφορων λαμογιώντου δικαστικού βίου (πρόεδροι δικαστηρίων, εισαγγελείς, λοιποί δικαστές, ανακριτές, κ.λπ.) εκδίδουν προαποφασισμένες ετυμηγορίες με στόχο να εξυπηρετηθούν ορισμένα συμφέροντα. Κάποιοι εξ αυτών μπλέκονται, σε μεγάλα δικαστικά σκάνδαλα, με πρόσφατο χαρακτηριστικό παράδειγμα την Κωνσταντίνα Μπουρμπούλια, που με όσα έκανε της άξιζε να φάει το γιούχα της αρκούδας (με την έννοια που δίνει σε σχόλιο ο tractioner), στα Πατρινά Μπουρμπούλια. Αλλά στη χώρα του Γκρέκο Μασκαρά τέτοια....

  2. Επιτροπές που αποφασίζουν παράνομους διορισμούς δικαστικών λειτουργών δυναμιτίζοντας έτσι την αξιοπιστία, τη διαφάνεια και το κύρος της Δικαιοσύνης.

  3. Ακροατήρια δημοσιοκαφρίστικων πάνελ, που λειτουργούν ως υποκατάστατα της δικαιοσύνης και που, με τις ευλογίες κάποιου δημοσιοκάφρου, (Εισαγγελάτου, κ.λπ.) και με τη στήριξη κάποιων έγκριτων δικαστικών (π.χ.: Τράγκα, Κακακουνακη, κ.λπ.) και των λοιπών ενόρκων (επιλεγμένων παραθυράκηδων), δικάζουν οποιοδήποτε άτομο για οποιοδήποτε θέμα ως ξερόλες και λειτουργούν ως ανακατώστρες, προσελκύοντας στο βωμό του εύκολου εντυπωσιασμού τις κάθε λογής κατίνες, περμαθούλες και τους λοιπούς κουτσομπόληδες με στόχο την άνοδο της τηλεθέασης του σταθμού και το κέρδος (βλ.παραθυρομουρμούρα).

  4. Οποιοδήποτε άτομο, ή γκρουπ ατόμων, κρίνει με ανεπαρκή δεδομένα κάποιο άτομο ή κάποια κατάσταση, ή όταν υπάρχουν λόγοι συμφέροντος, εμπάθειας, προκατάληψης, κ.λπ., για μια προαποφασισμένη άποψη.

Ο Πέτρος έχει αποσβολωθεί παρακολουθώντας στις ειδήσεις, θέματα σχετικά με ατασθαλίες του δικαστικού βίου που σκάσανε μαζεμένα.(παρακολουθεί διάφορα κανάλια, διάφορες ώρες της μέρας). Η γυναίκα του η Βέρα, που δεν μπορεί να ανεχθεί άλλο την κατάσταση του λέει:

-Ρε Πέτρο, σε έχει σιχαθεί η καρδιά μου.Νισάφι πια. Το σπίτι θυμίζει δικαστήριο. Μέχρι το επόμενο δελτίο θα αρχίσεις σαν το Θανάση Βέγγο σε μια ταινία, να κάνεις το δικαστή (βλ. σχετική φωτό).

-Ρε Βεράκι μόλις τελείωσαν οι ειδήσεις. Πάει τέλειωσαν. Μπήκε ταινία τώρα. Τι κατάλαβες που φώναζες; Ενημερώνομαι. Να μην ενημερωθώ;

-Τι να ενημερωθείς ρε ηλίθιε; Παρακολουθείς δικαστικά σκάνδαλα, δικαστές του κώλου, που μέχρι χθες υποστήριζες και σπαταλάς το χρόνο σου, βλέποντας να απονείμουν δικαιοσύνη, ποιοι παρακαλώ; Δημοσιογραφικά λαμόγια και λοιπά παραθυρικά ψωνισμέναυποκείμενα. Και αργότερα θα πας με την παρέα και θα αρχίσετε πάλι να δικάζετε και εσείς όλα αυτά που ακούσατε λες και δε σας απασχολεί τίποτα άλλο. Σύνελθε. Έχεις καταντήσει παπαρεοπαγείτης που δουλεύει στον παπάρειο πάγο, ενώ είσαι ψαράς τρομάρα σου και δουλεύεις στη Βαρβάκειο αγορά (ψαραγορά) παγώνοντας τα ψάρια στον πάγο.

-Σταμάτα... έβαλε έκτακτο δελτίο.

-Βαρέεεεεεεθηκα!!!

Λόφος Αρεος (θέση Αρείου πάγου στην αρχαιότητα) (από GATZMAN, 19/02/09)Θέμιδος Μέλαθρον (τωρινή θέση στέγασης Αρείου Πάγου) (από GATZMAN, 19/02/09)

Ο παπάρειος πάγος θέλει τον Εισαγγελάτο του (από GATZMAN, 19/02/09)Βέγγος:Επαιζε τον καφετζή που ήθελε να γίνει δικαστής. Ο χώρος εργασίας του θυμιζε καφεδικαστήριο. (από GATZMAN, 19/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το «βάλτος» και την «Μονή Βατοπαιδίου». Με αφορμή το γνωστό σκάνδαλο. Χρησιμοποιείται και ευρύτερα για όλες τις δυνάμεις αδρανείας που βαλτώνουν την Ελλάδα και δεν την αφήνουν ν' αγιάσει, ή έστω να προοδεύσει.
Λέγεται και «βαλτοπαίδιο» ή και «βαλτοπέδιο» κατά το «ναρκοπέδιο».

Και νά 'τανε μόνο ένα το βαλτοπαίδι, στο οποίο έχουμε βαλτώσει!

Τι έπαθε ο Hitler απ\' τη Μονή Βατοπαιδίου (από Hank, 01/01/09)Μον-αχ-όπολη (από poniroskylo, 05/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χώρος όπου κανονίζονται ρουσφέτια με αντάλλαγμα ψήφους, χρήματα ή άλλα ρουσφέτια. Μπορεί να είναι το πολιτικό γραφείο βουλευτή, τα τοπικά γραφεία κόμματος ή κάποιο Υπουργείο ή δημόσια υπηρεσία. Μπορεί, κατά συνεκδοχή, να αναφέρεται και σε έναν ολόκληρο πολιτικό σχηματισμό, ειδικά όταν βρίσκεται στην εξουσία και προβαίνει π.χ. σε συλλήβδην διορισμούς ημετέρων.

Ρουσφετοπώλης είναι αυτός που κάνει ή μεσολαβεί για τα ρουσφέτια.

Σχετικά λήμματα: δόντι, βύσμα, κονέ

- Τους έχει σιχαθεί η ψυχή μου όλους ... Βάλανε τους πρασινοφρουρούςσε όλα τα πόστα οι μεν, ήρθανε οι άλλοι και μας άλλαξαν τα φώτα στο bluetooth ... Δεν είναι κόμματα αυτά, ρε ... ρουσφετοπωλεία έχουν καταντήσει ...

Βλ. και χαυλιόδοντας, bluetooth

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified