Βήτα συστατικό της καθομιλουμένης και της αργκό, που σχηματίζει ουσιαστικά θηλυκού γένους.

Η κυριότερη σημασία που προκύπτει είναι η «μπόχα», η «(δυσάρεστη) μυρωδιά» που αναδίνει το πρώτο συστατικό, είτε στην κυριολεξία της (αρχιδίλα, μουνίλα) είτε και μεταφορικά (πιχί κορεκτίλα). Συνηθισμένη χρήση στην καθομιλουμένη είναι και η «απόχρωση» με βάση το πρώτο συστατικό (κοκκινίλα, κιτρινίλα), που και πάλι μπορεί να χρησιμοποιηθεί μεταφορικά (μαυρίλα για την «κακή διάθεση»). Οι μεταφορικές χρήσεις είναι τόσο συχνές, που ο Τριαντά πολύ σωστά απομονώνει ως κύρια σημασία και τη «δυσάρεστη κατάσταση» (στην αργκό πιχί τσατίλα, ψοφιμίλα), που εμένα τουλάχιστον μου φαίνεται να προέρχεται από τη σημασία της μπόχας.

Μ' αυτήν την έννοια η σημασία είναι κατά κανόνα μειωτική, καθώς οι συνδηλώσεις είναι συχνότατα μπόχας και βρομιάς, παρά απόχρωσης. Στο βαθμό δε που η βρομιά στην αργκό απενοχοποιείται*, μπορούμε φυσικά να μιλάμε και για θετικές χρήσεις (καφρίλα, σαπίλα), αυθεντικά αργκοτικές.

Άλλες χρήσεις, σε συνδυασμό ή και όχι με τα προηγούμενα, είναι η επίταση (αφαγία -> αφαγανίλα, τζάμπα -> τσαμπίλα, χέσιμο -> χεσίλα, δες και παράδειγμα 3), η περιληπτική (δες πιχί τη ρατσιστίλα εδώ), και είτε ο εξελληνισμός ξένων δανείων (εϊτίλα, τουματσίλα, χαρντκορίλα, δες και παράδειγμα 2) είτε γενικότερα η ουσιαστικοποίηση κατά τ' άλλα δυσουσιαστικοποίητων(!) άλφα συστατικών (θεΐλα, δες και παράδειγμα 5) –παράβαλε και την αντίστοιχη χρήση του -ιά (καμενίλα και καμενιά).

Παράγωγο: -ίλας, για πρόσωπο που χαρακτηρίζεται απο την αντίστοιχη -ίλα (κορεκτίλα -> κορεκτίλας, δες και παράδειγμα 6, όπου το βρομίλας, με έλξη βέβαια απο το βρομύλος, εδώ ωστόσο προέρχεται απο τη βρομίλα).

Λίγες πίπες για τα συστατικά στην αργκό

Με το -ίλα συμβαίνει αυτό που συμβαίνει κατακόρον με επιθήματα και άλλα συστατικά της αργκοτικής: τα ονόματα που σχηματίζονται είναι πολύ συχνά προσωρινά, χωρίς αξιώσεις παγίωσης στη γλώσσα, προορισμένα να υποστηρίξουν μόνο και μόνο τη διατύπωση της στιγμής.

Το φαινόμενο παρατηρείται ήδη στην καθομιλουμένη –βλέπε τη χρήση του ξε- στη σημασία IV του ορισμού εδώ– και στην αργκό ίσως περισσότερο· χαρακτηριστική η περίπτωση του ψιλο-, το οποίο είναι τόσο ισχυρό συστατικό ώστε να έχει αυτονομηθεί ως επιρρηματικό.

Θα το έθετα λοιπόν ως εξής: στην αργκό υπάρχει αυξημένη τάση, μορφολογικά συστατικά να αυτονομούνται συντακτικά. Την αυτονομία αυτή την καταλαβαίνει κανείς αν αναλογιστεί το μάταιο στο να λημματογραφηθεί σε ένα λεξικό κάθε (καταγραμμένη) χρήση τέτοιου συστατικού –το λεξικό του Τριανταφυλλίδη θα έπρεπε τότε να έχει περίπου άλλο μισό λημματολόγιο μόνο και μόνο λόγω του ξε-...

(Το θέμα σηκώνει παραπάνω και συστηματική κουβέντα, ντάξει. Σταϋπόψη...)


* Για την αλλαγή προσήμου της βρομιάς στην αργκό, λέω κάτι χαζά εδώ στα σχόλια.

  1. Παραδείγματα που ήδη υπάρχουν στο σάιτ: ανετίλα, ανιωθίλα, αντρίλα, ανωτερίλα, αριστερίλα, αρχιδίλα, αυνανίλα, αφαγανίλα, βαλκανίλα, βαρβατίλα, βουτυρίλα, διχρονίλα, δωματίλα, εϊτίλα, επικίλα, καινουργίλα, καμενίλα, κατρουλίλα, κλανίλα, κομμουνίλα, κορεκτίλα, κορίλα / χαρντκορίλα, κωλίλα, μαντσίλα, μαυρίλα, μεϊνστριμίλα, μεταχειρίλα, μουνίλα, μπακαλιαρίλα, μπεκρίλα, μπουρντίλα, μπριζολίλα, ξεραΐλα, ουρδίλα, παπαρίλα, πατίλα, περιπτερίλα, πιουρίλα, πουτσίλα, προποτζίλα, σαπίλα, σατανίλα, σκατίλα, σκοτεινίλα, σπαρίλα, τουματσίλα, τραγίλα, τρενιχίλα, χεσίλα, χορτασίλα, ψαρίλα, ψοφιμίλα

  2. Όπλα, επιχειρηματίες που διαπρέπουν στον “αθλητικό χώρο”, συνδεση με την αστυνομία, παράνομες ελληνοποιήσεις, πλαστογραφίες με παρανόμως κτηθείσες αστυνομικές σφραγίδες, ματσίλα και εμφανής σεξουαλική στέρηση: η διάσπαση του πυρήνα της Χρυσής Αυγής στην Κεφαλονιά μάς ανοίγει μια τρύπα για να θαυμάσουμε το στερέωμα του φασιστικού υπονόμου. (από εδώ)

  3. Βαρειά κουβέντα; Για να φανταστείς πόση ανοητίλα τους δέρνει σου λέω το εξής απλό: Εφήυραν και επέβαλλαν την λέξη ανταγωνισμός Αν το καλοεξετάτάσεις θα δείς ότι είπαν πως το μηδέν είναι το άπαν. Πως την πατήσαμε εμείς; Μα οι περισσότεροι θεωρώντας ότι ο καθένας κάνει την δουλειά του σκύβαμε το κεφάλι και δουλεύαμε. Αυτοί το λοιπόν εύρισκαν ευκαιρία και μας ….. Τώρα που άνοιξε ο μάτης να τους δώ τους ξυπνοπουλάκηδους. (εδώ)

  4. — Είχα πάει που λες στην Όταβα, την ομοσπονδιακή πρωτεύουσα του Καναδά.
    — Τι μου λες!
    — Ναι παιδί μου, λούσα, ωραία πόλις, περιποιημένη. Πολλή αγγλίλα όμως βρε παιδί μου. Απαπα! Λες και ήμουν στο Λίντς ή στο Μάντσεστερ ή στο Μπέλφαστ.
    (εδώ)

  5. By the way λόγω τη φύσης του επεισοδίου αυτή ήταν η πρώτη φορά που μου έλειψε ο τρομερός Pierce...η χλαπατσίλα του στο πρώτο D&D ήταν η απόλυτη στιγμή του...στο 2ο D&D ο Dean ήταν απλά επικός...τρομερά δυνατό επεισόδιο (εδώ)

  6. Ο μικρούλης μου είπε 5 ετών και τελευταία παρατήρησα ότι μυρίζει η μασχάλη του!!! Δεν είναι σε φάση που μυρίζει ας πούμε όταν περνάει από δίπλα σου ,αλλά μία μέρα όπως τον πήρα αγκαλίτσα κάτι μου μύρισε και σκέφτομαι, μπα δεν είχαμε σήμερα κεφτεδάκια για φαγητό , τι μυρωδιά είναι αυτή... Και όπως κολλάω τη μύτη μου στη μασχαλίτσα του ...ωχ...μποχίτσα.. [...] Μίλησα με την παιδίατρο και με ρώτησε αν έχει τρίχες στο πουλάκι του ή κάτι τέτοιο , είπα ΟΧΙ.Ε μην ανυσηχείς είναι το δέρμα του τέτοιο , έτσι μου είπε. Εχετε παρατηρήσει κάτι τέτοιο στο μικρό σας; Πω πωωωωωωωω , λέτε να μου γίνει βρομίλας;;;; (αγωνιών γονιός, εδώ)

(από σφυρίζων, 06/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα από τα πιο παραγωγικά και ενδιαφέροντα προθήματα της ελληνικής αργκό, από το ρήμα γαμάω.

Σημασίες

α) Το γαμο- χρησιμοποιείται κυρίως μειωτικά: μπορεί να εκφράζει από ελαφρά υποτίμηση ή απαξία, έως εκνευρισμό, αγανάκτηση και εχθρότητα. Μάλιστα, σε κατάσταση θυμού, χρησιμοποιείται με υπεραυξημένη συχνότητα, εντελώς ανεξάρτητα από το ποιο μπορεί να είναι το δεύτερο συνθετικό.

Με τη σημασία αυτή, ίσως να πρόκειται για την επίσης πολύ συνηθισμένη μετοχή γαμημένος, που κατέληξε για λόγους συντομίας σε πρόθημα. Με την ίδια μειωτική σημασία χρησιμοποιούνται και τα κωλο-, σκατο- και βέβαια η ίδια η μετοχή γαμημένος (συγκρίνετέ τα με το fucking των αγγλικών).

Σχετικές λέξεις που έχουν καταγραφεί στο σάιτ: γαμοπαίδι, γαμοπερίπτωση, γαμόπουστας, γαμόφλαρος (δείτε και στο παράδειγμα).

β) Μπορεί επίσης να παίρνει τη σημασία του από την κυριολεξία του γαμάω και να αναφέρεται δηλαδή στη συνουσία. Στην περίπτωση αυτή μπορεί να αντικατασταθεί κάποιες φορές από το (σαφέστερο) γαμησο-.

Παραδείγματα: γαμογελώ (αμφίβολης χρήσης), γαμολεβιές, γαμοτζάζ, γαμοπιλώθω, γαμοχέρουλα.

γ) Μπορεί τέλος να κληρονομεί δευτερεύουσες σημασίες του ρήματος: γαμοσείρι (γαμάω ως «φέρνω σε δύσκολη θέση»), γαμοσπέρνω (γαμάω ως «είμαι πολύ καλός, ικανός»).

Εξαίρεση στις πάνω περιπτώσεις βλέπω να αποτελεί το γαμωσταυρίδι (και τα συναφή, γαμώχριστοι, γαμωπαναγίδια...), το οποίο μάλλον προέρχεται από απευθείας συμφυρμό του γαμώ και σταυρός από την κλασική υβριστική φράση γαμώ το σταυρό σου –και δέν πρόκειται δηλαδή για προσδιορισμό του σταυρός από το γαμάω (συγκρίνετε με τις επάνω περιπτώσεις).

Φετιχιστικά

Όπως έγραφα και στα σχόλια της γαμοπερίπτωσης, δεν είναι πολλές οι σύνθετες λέξεις στα ελληνικά που ξεκινάν από ρήμα. Στην αργκό ειδικά έχουμε το γλείφω (γλειφομούνι, γλειφοκώλι, γλειφοπούτσι...), το μαδάω (μαδομούνι), το σπάζω/έσπασα (σπαζαρχίδης/σπασαρχίδης, σπασικαύλιος, σπασοκλαμπάνιας), έχουμε και το λαχταράω (λαχταροψώλα) που σχηματίζουν σύνθετα, αλλά σίγουρα όχι πολλά άλλα. (Μπορεί να ισχυριστεί κανείς οτι το κλαψομούνης βγαίνει όχι από το κλάψα, αλλά από τον αόριστο του κλαίω, έκλαψα, αλλά ίσως να το τραβούσε απ' τα μαλλιά.)

Όπως και να 'χει, η περίπτωση του γαμάω, η «γαμοπερίπτωση» αν θέλετε, είναι σίγουρα η πιο καραφλιαστική, μια και στην πράξη συνδυάζεται χωρίς ενδοιασμούς με οτιδήποτε, πολύ πιο εύκολα και από κάθε αντίστοιχο ρήμα στα τυπικά ελληνικά (φιλώ, φέρω, φεύγω/έφυγον, ...).

Και γαμώ τις περιπτώσεις, έτσι;...

ΛΟΥΛΗΣ (βλέπει μάτς με την εθνική): Λούλα;
ΛΟΥΛΑ: ...
ΛΟΥΛΗΣ: Λούλα;... Τί έγινε βρε με το παστίτσιο; Πείνασα!
ΛΟΥΛΑ: ...
ΛΟΥΛΗΣ: Λούουλα;...
ΛΟΥΛΑ: ...
ΛΟΥΛΗΣ: Ρε Λούλα!
ΛΟΥΛΑ: ...
ΛΟΥΛΗΣ: 'Μώ το κέρατό της για γυναίκα, τ' αφτιά της τα πέτσινα μέσα... (Σηκώνεται απ' τη βαθιά αναπαυτική πολυθρόνα στο σαλόνι και πάει προς την κουζίνα. Η ΛΟΥΛΑ λύνει σουντόκου.) Ρε Λούλα, σου μιλάω ρε άνθρωπε του θεού, δέν ακούς;
ΛΟΥΛΑ: Μ;
ΛΟΥΛΗΣ: Τί κάνεις εκεί;!...
ΛΟΥΛΑ (ψιθυρίζει): ...χί σύν ψί, επί μείον χί, μόντουλο εννιά... ίσον... χμ... αχά... α όχι...
ΛΟΥΛΗΣ: Πάναγία μου! Πάλι μ' αυτά ασχολείσαι; Ξέχασες τι είπε βρε ο γιατρός;! Φτού, γαμώ τα γαμοσταυρόλεξά μου μέσα, γαμογιαπωνέζοι κερατάδες κι' εσείς και τα γαμοϋφάσματά σας και το γαμογιέν σας. Φέρ' το εδώ! (Της αρπάζει το περιοδικό απ' τα χέρια και αρχίζει να το τρώει.)
ΛΟΥΛΑ (έκπληκτη): Τ- τί;.. Μή Λούλη! Μή!
ΛΟΥΛΗΣ: Γκνάμ-νιάμ-γκμ-γκνιάμ...
ΛΟΥΛΑ (ξαφνικά, χαμογελάει λυσσαλέα): Τώρα θα δείς! (Ορμάει στον ΛΟΥΛΗ αστραπιαία, και με μία κυκλωτική κίνηση νίντζα τον αρπάζει με τα πόδια απ' το λαιμό, λυγίζει προς τα πίσω, στηρίζεται με τα χέρια στο πάτωμα και τον αναποδογυρίζει· ο ΛΟΥΛΗΣ σωριάζετ' ανάσκελα πάνω στο κιλίμι-προίκα απ' την πεθερά που πάντα μισούσε απ' τα τρίσβαθα της ψυχής του και πέθανε μόλις πέρυσι, οπόταν κι' άρχισε η μανία της ΛΟΥΛΑΣ με τα «σταυρόλεξα»· του κάθεται το σουντόκου στο λαιμό. Σε λίγο, μελανιασμένος, ξεψυχάει. Η ΛΟΥΛΑ κάθεται στο στήθος του και τον παρατηρεί.) Πέθανες;
ΛΟΥΛΗΣ: . –
ΛΟΥΛΑ: Μάλιστα. (Χώνει τα χέρια της στο στόμα του και βγάζει το μασημένο περιοδικό. Το ξετσαλακώνει, το καθαρίζει απ' τα σάλια σκουπίζοντάς το πάνω στη ρόμπα της, και το εξετάζει. Χαλαρώνει τη λαβή απ' το λαιμό του ΛΟΥΛΗ και σηκώνεται.) Μού 'φαγε το μισό σουντόκου ο γαμομαλάκας. Ευτυχώς τα έχω όλα στο μυαλό μου... Χμ... ναί... λοιπόν... μόντουλο εννιά... χί μόντουλο εννιά... όχι-όχι, μ ε ί ο ν χί μόντουλο εννιά... χμμ... (Απ' την τηλεόραση στο σαλόνι ακούγεται ο εκφωνητής ενθουσιασμένος· η Ελλάδα προηγείται.)

(Μίμηση Δανιήλ Χάρμς)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα σύνθετα επίθετα και ουσιαστικοποιημένα επίθετα σε -όβιος, -όβια, με δεύτερο συνθετικό το αρχαίο βίος (η ανθρώπινη ζωή ως κατάσταση, διάρκεια, τρόπος, στάση, πορεία) είναι πολύ δημοφιλή ως προσδιορισμοί που θέλουν να χαρακτηρίζουν συνολικά τον ποιόν του ανθρώπου.

Επηρεασμένη προφανώς από την ορμή της επιστημονικής αργκό, η οποία χρησιμοποίησε την κατάληξη κυρίως για την κατάταξη των ζωντανών οργανισμών σε κατηγορίες ανάλογα με τον τόπο και τρόπο ζωής τους –πχ. δενδρόβιος, υδρόβιος, αμφίβιος, λιμνόβιος, δασόβιος, αερόβιος (αυτός που μεταβολίζει με οξυγόνο) κλπ–, η σλανγκ έδωσε μερικά πολύ χαρακτηριστικά επίθετα και ουσιαστικά.

Προκαταβολικά να σημειώσουμε ότι: αν και έχουν περάσει στη σλανγκ, οι χαρακτηρισμοί αυτοί, επειδή με μια λέξη ξεμπερδεύουν με έναν ολόκληρο άνθρωπο, με τα λάθη του και τις αντιφάσεις του, τα καλά του και τα στραβά του, με τα κείνα του και με τ' άλλα του, έχουν μάλλον μικροαστική προέλευση και όχι πεζοδρομιακή, αφού η τελευταία, αν και γλώσσα στακάτη και σαφής, είναι και αγαπησιάρα και συγχωρητική για τον άνθρωπο με τα χιλιάδες λάθη του και τις μυριάδες αντιφάσεις του κλπ. Εξάλλου, πολλοί χαρακτηρισμοί σε -όβιος, λόγω μάλλον της κόσμιας εμφάνισής τους, έχουν καταγραφεί και στα επίσημα αντίστροφα λεξικά, ένα από τα οποία (Αναστασιάδη–Συμεωνίδη) με συμβούλεψε.

Πέραν λοιπόν των μπαρόβιος, πορνόβιος και τσοντόβιος, που ήδη έχουν καταγραφεί στο παρόν site, μπορούμε να συμπληρώσουμε και άλλα, η σημασία των οποίων εύκολα συνάγεται με τη βοήθεια του ρήματος ξημεροβραδιάζεται ή τη βγάζει σε/με:

  • καφενόβιος, μπουζουκόβιος, ντισκομπουζουκόβιος (το δίνει το αντίστροφο λεξικό που λέγαμε, προφανώς αναφέρεται στους «καρεκλάδες» εκείνης της εποχής), αλητόβιος (περνά τη ζωή του στην αλητεία), ταρατσόβιος (το δίνει το αντίστροφο λεξικό, δεν δίνει όμως τη σημασία, όποιος/α γνωρίζει ας γράψει), ταβερνόβιος, μηχανόβιος.
  • Το αντίστροφο λεξικό δίνει επίσης το οχετόβιος, που αν και δεν απαντά στη σλανγκ, μάλλον θα μπορούσε (για χαμηλής υποστάθμης άτομα, αφού αυτό το -χε- προσφέρεται).
  • Επίσης το λαθρόβιος όχι ως λήμμα αλλά ως σημασία είναι πολύ δημοφιλές στη σλανγκ: πέρα από το σχεδόν συνώνυμο περιφραστικό τζάμπα ζω, βλ. και τα λήμματα καβατζόπουστας, καβατζώνομαι, κροκόδειλος, του Κούτρα η μάνα δεν έκλαψε ποτέ.
  • Αξίζει επίσης να σημειωθεί το λήμμα νυκτόβιος, το οποίο στην επιστήμη σημαίνει το ζώο που είναι ξύπνιο τη νύχτα, ενώ στη σλανγκ (ως νυχτόβιος) τον άνθρωπο που λίγο-πολύ είναι όλα τα παραπάνω σε -όβιος, -όβια που καταγράψαμε –καμιά φορά και τον άνθρωπο που δουλεύει νύχτα, χωρίς να έχει σχέση απαραίτητα με τη Νύχτα.
  • Γενικά, ιδιοσυγκρασιακοί νεολογισμοί και λεξιπλασίες σε -όβιος είναι πολύ συνηθισμένα, ειδικά όταν η δεξαμενή σλανγκ κάποιου έχει στερέψει, ή αντιμετωπίζει μια νέα πρόκληση. Ωστόσο, αυτά είναι βραχύβια, ξεφυτρώνουν διαρκώς αλλά δεν διαδίδονται, είτε επειδή έχουμε άλλες πιο στρωτές λέξεις (πχ σίγουρα μπορούμε να πούμε ψωλόβια, αλλά έχουμε τόσες άλλες λέξεις) είτε –κυρίως– επειδή η λέξη ξεφεύγει ως προς τις συλλαβές (πχ. στοιχηματόβιος, κωλομπαρόβιος, ιντερνετόβιος). (Σημ.: Άλλες καταλήξεις της σλανγκ, όπως το , και το -ιά ή και το -ού για θηλυκά δεν έχουν τέτοιο πρόβλημα καθώς προσθέτουν μία μόνο συλλαβή.)
  • Η πιο κοντινή και κάπως απαρχαιωμένη σλανγκ κατάληξη με την ίδια με το -όβιος σημασία, που επίσης έχει τη χάρη να προσθέτει μόνο μία συλλαβή, είναι το -άκιας, όπως στα πρεζάκιας, κοκάκιας, ξιδάκιας, χαπάκιας, ματάκιας, τηλεορασάκιας, τσαντάκιας, καλοπερασάκιας, εξυπνάκιας, βολεψάκιας, αλλά και διαδρομάκιας (φοιτητοπατέρας που τη βγάζει στους διαδρόμους της σχολής), αποδυτηριάκιας (ο αρουραίος των αποδυτηρίων και γνωστή αθλητική στήλη), ή και κωλομερακλάκιας.
  • Να σημειωθεί επίσης η κλασική λέξη εξωλέμβιος, που σημαίνει τη γυναίκα με ωραίο, πεταχτό και μεγάλο κώλο (από το: αυτή έχει «έξω λέμε όλο της το βιος»).

— Ω ρε ένα εξωλέμβιο που περνά.
Κωλάρα η λόγκο!

(από vikar, 01/06/12)(από dryhammer, 01/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντί της κλητικής, κύριε.

Προσφώνηση για άντρες, κυρίως αγνώστους, όχι ιδιαίτερα ευγενική αλλά ούτε και εντελώς απρεπής. Χρησιμοποιόταν από παλιά για να εκφράσει μια συγκρατημένη ενόχληση, σε συνδυασμό όμως με την τήρηση των αποστάσεων. Δεν είναι τόσο οικεία ώστε να υπονοεί πρόκληση σε καβγά, αλλά δε λέει όχι και σε μια μικρή λογομαχία. Σχετικά αντίστοιχο για γυναίκες είναι το «μαντάμ» ή «μανδάμ».

Σήμερα πλέον το «κύριος» το λένε ακόμη και μαθητές προς τον καθηγητή, χωρίς κατ' ανάγκην πρόθεση πρόκλησης.

Κατ' αναλογίαν έχει βγει και το «φίλος» (=φίλε), που μπορεί να είναι απολύτως κόσμιο και φιλικό.

Σημείωση: Γενικά η χρήση ονομαστικής αντί κλητικής, που εκ των πραγμάτων μπορεί να γίνει μόνο σε αρσενικά, εκφράζει μια απόσταση. Χρησιμοποιείται κατά κόρον στο στρατό, π.χ. «Νέος! Παπαδόπουλος! Λοχίας!»

  1. Άντε ρε κύριος, μια ώρα στο φανάρι!

  2. Κύριος, να πάω τουαλέτα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη σαβούρα έχει στην αργκό δύο κυρίως σημασίες: «άσχημη γκόμενα» και «πτώση φαρδύπλατη στο έδαφος», πεζή ή από δίκυκλο. Σε τυπικά ελληνικά σημαίνει «έρμα» (πλοίου), «σκουπίδια, σωρός από αχρείαστα καλαμπαλίκια» και «ευτελούς αξίας και ποιότητας».

Η τρίτη αυτή σημασία, της «ευτέλειας» (απ' όπου και η σαβουρογκόμενα άλλωστε), είναι ίσως η πιο συνηθισμένη, και σίγουρα η πιο ενδιαφέρουσα συγκεκριμένα για την αργκό. Καταρχήν, η ευτέλεια μπορεί είναι οικονομικής, κοινωνικοπολιτικής ή πολιτιστικής φύσης, συνεπώς η σαβούρα περιγράφει πράγματα της κοινωνίας που συγγενεύουν με την ασχήμια, το περιθώριο, την αρρώστια, τη βρομιά, και έτσι τροφοδοτούν και στηρίζουν διάφορες μορφές υποκουλτούρας –πάνω κάτω δηλαδή, αυτό που οι αμερικάνοι αποκαλούν τρας (trash, δείτε και την τρασιά του Βράστα).

Το ακόμη πιο όμορφο μ' αυτήν –και το θέμα του παρόντος λήμματος– είναι ότι στην καθομιλουμένη, και ειδικά στην αργκό, συνδυάζεται πάρα πολύ εύκολα με ουσιαστικά και ρήματα ως πρώτο συνθετικό: σαβουρ- + -ο- (ενωτικό) + όνομα ή ρήμα. Η σύνθετη λέξη που σχηματίζεται διατηρεί τη βασική σημασία του δεύτερου συνθετικού, περιορισμένη όμως αποκλειστικά στο βαθμό που αυτή αναφέρεται σε «ευτελή αξία ή ποιότητα»: σαβουρογάμης, αυτός που γαμεί μεν, ευτελείς γκόμενες δε, σαβουροψήφης, αυτός που ψηφίζει μεν, ανάξιους πολιτικούς δε, και ούτω καθεξής.

«Η μεγάλη συνδυαστική ευχέρεια της λέξης σαβούρα στα ζώντα ελληνικά –κοινωνικές και πολιτισμικές προεκτάσεις», προσφέρεται ως θέμα διδακτορικής διατριβής διατμηματικού προγράμματος που συνδιοργανώνουν κορυφαία πανεπιστημιακά ιδρύματα της αλλοδαπής –θα τηρηθεί αυστηρή σειρά προτεραιότητας.

Ετυμολογικά

Η λέξη με τις τυπικές σημασίες της προέρχεται από το λατινικό saburra (ήδη ναυτικός όρος για το έρμα). Με τη σημασία της πτώσης, προέρχεται φαίνεται από τη σαβούρντα και το σαβουρντίζω, τα οποία ο Τριανταφυλλίδης ετυμολογεί από το τούρκικο savurd(i), τρίτο ενικό αόριστου του ρήματος savurmak (ο τέως, βήτα έκδοση, δεν το λημματογραφεί καν).

  1. Οπως σαβουρο-τρώμε, ετοιματζίδικα, προκάτ και ομοιόμορφα, έτσι σαβουρο-βριζόμαστε, με προκατεψυγμένες, ετοιματζίδικες, σελφ-σέρβις βρισιές. (από ισοπεδωτικό άρθρο της Α. Πολίτη στον τύπο, μ' ενδιαφέρον τουλάχιστον θέμα)

  2. Πέραν της διαπίστωσης [...] για την «ευκολία» της τηλεόρασης μετά από 8, 10 και 12 ώρες δουλειάς, με την οποία θα συμφωνήσω, θα πρόσθετα [...] πως και στην αγορά του βιβλίου υπάρχει πολύ πολύ μεγάλο ποσοστό σαβούρας. Μια σαβουρο-εκπομπή από ένα σαβουρο-βιβλίο δεν νομίζω πως έχει διαφορά. (από ιστολόι)

  3. Ρε πολύ καλή σαβουρο-ταινία για γέλιο....καλή φάση αλλα στυλ υποκουλτούρας για να γελάς οχι τπτ σοβαρό. (από συζήτηση σε φόρουμ πάνω στην ταινία «Αυστηρώς κατάλληλο» των Ρέππα και Παπαθανασίου)

  4. Επιχειρηματίες της νύχτας, εργολάβοι, εκβιαστές, χορεύτριες με σπαθιά, παντός είδους λαμόγια που μύρισαν χρήμα και έσπευσαν να βάλουν το δάχτυλο στο μέλι, είναι οι πρωταγωνιστές της πιο φαιάς πτυχής του σκανδάλου του Βατοπεδίου που μας απασχολεί μέρες τώρα [...]. Ενα DVD αρκεί για να γίνει η πολιτική, σαβουρο-πολιτική, ένα ακόμη «κύμα σκουπιδαριού», που κάνει να υποχωρήσουν δραματικά τα όρια αυτού που μπορεί να γίνει ανεκτό. Είναι ο καθρέφτης μας, λένε, που αντανακλά αυτό που αληθινά είμαστε. Στην πραγματικότητα είναι ο καθρέφτης της ισοπέδωσης, της κοινοτοπίας, του βαθμού μηδέν, που εξολοθρεύει περιεχόμενα και προθέσεις. (από άρθρο της Τ. Καραϊσκάκη στον τύπο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραγωγικότατο βήτα συνθετικό της αργκό και της καθομιλουμένης, το οποίο συνδυάζεται κυρίως με ουσιαστικά ή επίθετα και σχηματίζει θηλυκά προπαροξύτονα ουσιαστικά που χαρακτηρίζουν πρόσωπο. Ακούγεται και ως -φατσας σε αρσενικό γένος.

Σημασιολογικά, αναφέρεται είτε κυριολεκτικά στην εμφάνιση του χαρακτηριζόμενου προσώπου, πιχί αγγλόφατσα για κάποιον που εμφανισιακά φέρνει σε άγγλο, ή, λιγότερο κυριολεκτικά, σε συνδηλώσεις που προκαλεί η εμφάνιση του προσώπου στον ομιλητή, πιχί μπουρδελόφατσα για κάποια που φέρνει σε πόρνη λόγω ντυσίματος ή μέικ-απ, ή για κάποιον που ο ομιλητής εκτιμά οτι συμπεριφέρεται σα μπουρδελιάρης.

Κατεπέκταση όμως, το -φατσα λειτουργεί και ως ελαφρά ειρωνική ή και απαξιωτική, πολλές φορές και υβριστική μετωνυμία για το πρόσωπο ενγένει, πιχί αριστερόφατσα για έναν αριστερό ή αγγλόφατσα για έναν όντως άγγλο, αλλά και γαμόφατσα, σκατόφατσα και λοιπά.

Άλλα μετωνυμικά συνθετικά: -ψώλης, -μούνα, -μαν

  1. Φάτσες που έχουν ήδη καταγραφεί στο σλανγκ τζι αρ: αγγαρειόφατσα, γκαυλόφατσα, εκφυλόφατσα, καμπανόφατσα, μουνόφατσα, μπατσόφατσα, μπουγελόφατσα, πουτανόφατσα, σκατόφατσα, ταβερνόφατσα, χριστιανόφατσα. Ακόμη: τρεντυφατσουλάκι, τσόντα-face.

  2. Βρε παιδιά, εγω έτσι όπως τον είδα τον Kensei, ήταν εντελώς γιαπωνεζόφατσα. Πως στο καλό ο σουηδόφατσας θα κάνει τον γιαπωνέζο; lol (από δω)

  3. Οταν ημανε μικρος στο σπιτι του θειου μου πρωην ναυτικου υπηρχαν 2 βαλσαμωμενα πιρανχας. Μιλαμε για την απολυτη σατανοφατσα. Τα σιχαινομουν και με τραβουσαν ταυτοχρονα. (από φόρουμ)

  4. Κλασσικη πιποφατσα κλασσικης πορνοταινιας... (σχόλιο στο γιουτιούμπ για χιποχοπογκόμενα –λέξη-γλωσσοδέτης, αν και όχι όπως αυτό)

  5. Τα πλανα που εχεις απο τη συναυλια, αναμεικτα με το ρεπορταζ της ΕΡΤ του 83, απο ποτε ειναι και που εγινε, γιατι αναγνωρισα κανα δυο μουσικοφατσες εκει μεσα. :-) (από φόρουμ)

  6. Το παραλήρημα μιας δεξιόφατσας (περιγραφή σε βίντεο γιουτιούμπ)

  7. ΑΙ ΡΕ ΠΑΛΙΟΣΙΧΑΜΕΝΟΙ ΜΑΣ ΕΧΕΤΕ ΚΑΝΕΙ ΚΑΙ ΔΕΝ ΘΕΛΟΥΜΕ ΚΑΝΕΝΑ ΜΕΤΑΝΑΣΤΗ...ΜΑΚΑΡΙ ΝΑ ΓΙΝΟΥΝ ΦΑΣΑΡΙΕΣ ΝΑ ΤΕΛΕΙΩΝΟΥΜΕ...ΚΙ ΕΓΩ ΣΟΥ ΛΕΩ ΠΩΣ ΑΜΑ ΔΩΣΟΥΝ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΤΗΣ ΠΟΥΤΑΝΑΣ ΤΟ ΚΑΓΚΕΛΟ ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑ ΘΑ ΔΩΣΟΥΜΕ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΣΕ 1.000.000 ΠΑΡΑΝΟΜΟΥΣ;;ΑΙ ΣΙΧΤΙΡ ΑΡΙΣΤΕΡΟΦΑΤΣΕΣ! (φωνακλάδικο σχόλιο σε ιστολόι)

  8. ΤΡΟΜΠΕΣ ΓΑΜΙΕΣΤΕ ΕΣΕΙΣ ΚΙ ΟΛΟ ΣΑΣ ΤΟ ΣΟΙ ΠΑΠΑΡΟΦΑΤΣΕΣ
    ΖΩΑ ΟΡΘΙΑ ΜΑΛΑΚΕΣ ΧΡΥΣΑΦΙ ΝΑ ΠΙΑΝΕΤΕ ΚΑΙ ΣΚΑΤΑ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΝΑ ΣΑΣ ΚΑΕΙ ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΚΑΙ ΝΑ ΣΑΣ ΤΕΛΙΩΣΟΥΝ ΟΙ ΜΠΑΤΑΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΔΟΝΗΤΗ ΠΟΥ ΒΑΖΕΤΕ ΣΤΟΝ ΚΩΛΟ ΣΑΣ ΚΑΙ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΚΑΙ ΤΑ ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΡΚΕΤ ΑΠΕΡΓΙΑ (άλλος φωνακλάς από δω)

  9. Παιχνιδιάρα μου γατούλα / με την ροκ εντ ρολ μυτούλα / αθωόφατσα γλυκούλα / με παράνοια Καλιγούλα. (Σάκης Μπουλάς, Τα κεφτεδάκια, 1985)

Fachούλα... (από MXΣ, 26/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντί «ενός». Από επιρροή του «μιανής» (μίας), πράγμα ενδιαφέρον... Γι΄αυτό και το ξεχώρισα από το καθενού, αυτουνού κλπ.

Πρώτα του λαού, μετά της λογοτεχνίας και τώρα για να κάνουμε πλάκα.

  1. Ήθελα να ρωτήσω τους Έλληνες εδώ για τις λέξεις σαν το αυτουνού, αυτηνής, ποιανού, αυτόνε, πιόνε, αυτουνούς, τόνε, τήνε, κτλ. Λέγονται αυτές οι λέξεις στη επίσημη γλώσσα (ξέρω ότι δεν γράφονται) ή θεωρούνται σάν λάθη; Ευχαριστώ.

Επισήμως είναι λάθος. Θα τις ακούσεις όμως συχνά αν και θεωρούνται κάπως «βάρβαρες» εκτός από το «ποιανού» που είναι πολύ συχνή η χρήση του. Ούτε κι αυτό θα το ακούσεις όμως όταν κάποιος βγάζει λόγο π.χ.

Ανεπισήμως όμως (και νομίζω θα συμφωνήσουν και οι υπόλοιποι) ακούγονται πολύ συχνά, όχι μόνο αυτές αλλά και άλλες όπως «μιανού»(ενός δηλαδή) «μιανής», «καμμιανού», «καμμιανής», «καθενού»... συνήθως τις λένε συμπατριώτες μας δίχως ιδιαίτερη μόρφωση, χωρίς αυτό να αποκλείει και κάποιο τοπικό ιδίωμα πιστεύω.

Ευχαριστώ. Έστι νόμιζα, ότι ήταν «λάθοι.» Αλλά το «μιανού» δεν τό 'χω ακούσει ποτέ, αλλά μου αρέσει έτσι που ανακατώνει τα γένη.

από εδώ

  1. Nα υπενθυμίσω στους μεγαλοπαράγοντες που μας τίμησαν με την παρουσία τους, πως η Kαλλιμασιά γενέτειρα δύο οικουμενικών πατριαρχών, μιανού που η Aθήνα του Kοτζιά φωταγωγήθηκε να τον υποδεχτεί πολυνίκη, μιανού που θυσιάστηκε για την ιδέα μιας ενωμένης Eυρώπης με ίσες ευκαιρίες για τους λαούς της, μιανού εκδότη - ποιητή που θέλησε να μάθει στους Έλληνες το καλό και το φτηνό βιβλίο, μιανού γιατρού που θυσίασε την καριέρα του για να γλιτώσει τους χωματάνθρωπους της μαστίχας από τους εκμεταλλευτές του ιδρώτα τους, μιανού μπροστάρη εκπαιδευτικού που τόλμησε να μάθει τα παιδιά τη γλώσσα των γονιών τους, η Kαλλιμασιά τέλος που ξεχώριζε πριν λίγα χρόνια, TA EΔΩΣE OΛA ΓIA TA NEAPA BΛAΣTAPIA THΣ.

από εδώ

  1. «Χατήρ' τ' μιανού, χατήρ' τ' αλλ'νού,
    άφ'σα τουν άντρα μ' χουρίς πιδί»

  2. ό,τι μαλακία του κατέβη του κάθε μιανού τη φτιάχνει τόπικ. θα ληφθούν μέτρα διότι η αμετροέπεια παράγινε...

(από jesus, 04/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτά τα πολύ συνηθισμένα συμφύματα επιθέτων των ελληνικών, καθώς και άλλα, χρησιμοποιούνται για να σχηματίσουν όνομα από λέξη που κατά τον ομιλητή χαρακτηρίζει πρόσωπο στο οποίο θέλει να αναφερθεί.

Ο ομιλητής μπορεί να εκμεταλλευτεί το γεγονός ότι κάθε σύμφυμα φέρει παραδοσιακά συγκεκριμένες πληροφορίες (κυρίως καταγωγής), αλλά δεν είναι απαραίτητο. Εξάλλου η εκάστοτε τέτοια λεξιπλασία στοχεύει να δημιουργήσει την εντύπωση ότι, τόσο χαρακτηρίζεται το εν λόγω πρόσωπο από την συγκεκριμένη ιδιότητα, ώστε θα άξιζε να φέρει και το αντίστοιχο επώνυμο.

Στα παραδείγματα, λέξεις που υπάρχουν ήδη σε λήμματα του σλανγκ τζι αρ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για εναλλακτική προστακτική του σκύβω.

Παιδία, λέγαμε σγούψε στους φρεσκοκουρεμένους συμμαθητές μας πριν τους δώσουμε το απαραίτητο σκαμπιλάκι.

Με την απώλεια της αθωότητας που επιφέρει ο μπαμπέσης χρόνος, το σγούψε ευλογημένε/η μοιραίως αποκτά σεξουαλική χροιά.

  1. Α ΚΑΙ ΠΡΙΝ ΦΥΓΕΙΣ... ΣΓΟΥΨΕ ΑΛΛΗ ΜΙΑ... ΦΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΠΠΠΠΠΠΠΠΠΠΠ.

  2. «Και τώρα οι δυο μας. Σγούψε να σ' τον γκαγκώσω». «Βρε λύσσα κακιά!».

  3. Σγούψε ευλογημένη, στριμώξου για την «ιερή ταπείνωση».

(Από διάφορες φοράδες.)

βλ. και σκύψε ευλογημένη

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified