Όλο και κερδίζει έδαφος τούτο το σκατολογοπαίγνιο (σκατολογικό λογοπαίγνιο, δεν αναφέρομαι στην ποιότητά του) για την «Σέχτα Επαναστατών», τη νεόκοπη αυτή ομάδα «αντάρτικου πόλης» ή «τρομοκρατική οργάνωση» ή, σύμφωνα με τα γραφόμενά της, «ευρύτερης συνιστώσας που συναντιούνται όλες οι αντάρτικες αποκλίνουσες τάσεις που δεν συμμορφώνονται με τη τεχνική της πολιτικής αντιπαράθεσης, ούτε με τα κλασσικά ορθόδοξα επαναστατικά δόγματα».

Το λογοπαίγνιο με viral τρόπο (κυρίως γραπτό λόγο στο διαδίκτυο) προέκυψε μετά το τελευταίο χτύπημα μάλλον ως εξής

σέχτα > σ(χ)έστα [ή (σ)χέστα] κι άστα > [i]χέστα
[/i]
Το λογοπαίγνιο υιοθετούν κυρίως όσοι αναρχικοί και αριστεροί δε συμφωνούν με τη δράση της και έχει την πλέον ευρεία διάδοση σε sites που κατά την ίδια την οργάνωση θα χαρακτηρίζονταν ως απεύθυνσης «Λ.μ.Α.Τ.» (λούμπεν μικροααστική τάξη - προτείνω το μικρό «μ» για να δηλώνει το «μικροαστική» και να διακρίνεται από το «Μ» = μεγαλοαστική« τάξη) όπως το tvxs.gr. Αλλά αν και η προέλευση του όρου σίγουρα πρέπει να εντοπιστεί στην πλευρά της εξ αριστερών κριτικής, την χρησιμοποιούν πλέον και εθνικο-δεξιοί (είναι το επίπεδο λογοπαιγνίων που «πιάνουν»).

Τη γράφω δε με κεφαλαία τη ΧΕΣΤΑ διότι, στο κλίμα τρομοκρατίας που καλλιεργούν ευρύτατοι κύκλοι αμόρφωτων-με-αυτοπεποίθηση συμπολιτών μας, δεν είναι λίγοι εκείνοι που θεωρούν ότι ίσως κάπου κάπως να είναι αρκτικόλεξο, γεγονός που εξηγεί και την κλίση «η σέχτα, της σέχτα» κ.λπ. αυτής της από χρόνια εξελληνισμένης λέξης.

Οι Χεστα γαζωσαν τον Αλτερ...εδω που τα λεμε δεν ηταν δελτιο ειδησεων αυτο ... (από εδώ)

Είναι οι ίδιοι, αυτοί που κρύβονται πίσω από τις Χέστες Επαναστατών και από τους Κλανοπορδικούς Αγώνες (από εδώ)

Από την ακραία πτέρυγα του ΕΛΑ τα μέλη της Σέχτα (από εδώ)

Και όπλο της ΣΕΧΤΑ στην επίθεση κατά του αστυνομικού (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόθημα που αντικαθιστά το φιλο- στις λέξεις φιλολογία, φιλοσοφία και τα ομόρριζά τους.

Πρόκειται για λογοπαίγνιο με τον φελλό, που όπως είναι γνωστό σημαίνει στην καθομιλουμένη τον επιφανειακό, αναξιόπιστο, επιπόλαιο και βλάκα άνθρωπο.

Γράφεται (εσφαλμένα) και με ένα λάμδα.

  1. Ποιος ήταν εκείνος ο αρχαίος φελλόσοφος, ο οποίος αργόσχολος ων είχε παρατηρήσει τούς κύκλους που κάναν οι σοδειές στο χωριό του και νοικιάζοντας μισοτιμής τα χτήματα παραμονές «παχιών αγελάδων» χέστηκε μεν στο τάλιρο, τάπωσε δε και τούς συγχωριανούς του που τον έβριζαν ανεπρόκοπο...; (από φόρουμ)

  2. Παρεξηγημένος φΕλόσοφος ίσως είναι ο Νίτσε. Όχι όμως και φιλόσοφος... (από φόρουμ)

  3. Οχι αρνουμαι να γραψω σε greekglish τωρα που εχω τν δυνατοτητα να γραφω με ελληνικους χαρακτηρες.Οχι τιποτα αλλο ειχα αρχισει να κανω τρελα ορθογραφικα φελλολογος ανθρωπος. (σχόλιο σε ιστολόι)

  4. Φιλοσοφίες και «Φελοσοφίες»: Διότι οι φιλοσοφίες σώζουν αλλά ξεχνιούνται, ενώ οι «φελοσοφίες» πάντα επιπλέουν!!
    (ιστολόι)

  5. Οι φελόλογοι μένουν στην επιφάνεια (από ελληνική ιστοσελίδα αργκόσχολων)

(από Vrastaman, 26/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι λέγονταν τα παραπαίδια στα μαγαζιά χασάπικα, μανάβικα κ.α.

Τα παιδάκια λοιπόν αυτά ετών από 12 έως 20 είχαν εκτός από το σκούπισμα και το κουβάλημα από την αποθήκη στο μαγαζί εμπορευμάτων, και την αποστολή των αγαθών στα σπίτια των πελατών.

Και εδώ παίζει το παίγνιον τότε που ο αέρας ήτο καθαρός και ο έρωτας βρώμικος. Τα παιδάκια αυτά τα χρησιμοποιούσαν οι πελάτισσες (εκτός από την μεταφορά των εμπορευμάτων) για ικανοποίηση των σεξουαλικών ορέξεων τους με το ανάλογο χαρτζιλικάκι. Στα πεταχτά και γρήγορα γινόταν η δουλειά και με τα στραβά μάτια και την ανοχή του μαγαζάτορα, διότι και ο πιτσιρικάς ήταν σε ηλικία εφήβου και έπρεπε να αδειάζουν οι αδένες του τακτικά αλλά και οι κυρίες ήταν τακτικότερες πελάτισσες στο μαγαζί του.

- Έλα Ματίνα μου πάρε τηλέφωνο τον κυρ Τάσο το χασάπη και πέσ’ του να σου στείλει δυο κιλά αρνάκι.

- Έλα μωρή είναι καλό το χασαπάκι; πιο καλό από το μαναβάκι ;

- Πάρε Ματίνα μου πάρε που σου λεω 17 χρόνων μπουμπουκάκι σου λεω πάρε τηλέφωνο...

(από dryhammer, 27/05/14)(από Khan, 27/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για λεξικογραφημένες χρήσεις βλ. π.χ. εδώ.

Τραπεζική και επιχειρηματική αργκό. Σημαίνει ότι η τράπεζα σφραγίζει ως «ακάλυπτες» επιταγές που έχω εκδώσει και συνεπώς η ευθύνη μου πια εκτός από αστική (χρηματική) είναι και ποινική. Η τράπεζα αναγγέλλει την σφράγιση στον Τειρεσία, μέσω αυτού ενημερώνονται όλες οι Τράπεζες και, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, αποκλείουν τον εκδότη από άμεση ή έμμεση πιστοδότηση. Σε δεύτερο επίπεδο ενημερώνονται οι πελάτες των τραπεζών που προμηθεύουν τον εκδότη με αγαθά και πράττουν αναλόγως, δηλαδή αρνούνται να αποδεχθούν επιταγές του, κάτι που οδηγεί στο να μην μπορεί αυτός να προμηθευτεί τίποτα αν δεν έχει μετρητά. Και αν είχε μετρητά δεν θα είχε σφραγίσει.

Η σφράγιση είναι η ώρα μηδέν για τον επιχειρηματία. Όλη η προσπάθεια σε μια δοκιμαζόμενη επιχείρηση είναι να μην χάσεις την φερεγγυότητά σου. Και τίποτα δεν φωνάζει πιο δυνατά και ταυτόχρονα πιο απλά και συνοπτικά στην πιάτσα «αφερέγγυος» από την οριστική αδυναμία σου να καλύψεις μια επιταγή.

Για να προλάβω τις δικαιολογημένες αντιρρήσεις στην καταχώρηση του λήμματος, διευκρινίζω το εξής: Το λεξικογραφικό ενδιαφέρον έγκειται στην ενεργητική φωνή και στην παράλειψη του αντικειμένου. Όταν λέω «σφραγίζω», εγώ δεν σφραγίζω τίποτα, ούτε εμένα σφραγίζει κανείς. Σημαίνει σφραγίζουν επιταγές μου. Και μάλιστα χρησιμοποιείται κυρίως ο ενεστώτας για να καταδείξει αυτήν την φάση στην οποία βρίσκεται η επιχείρηση για την οποία μιλάμε.

Συμβολικό ενδιαφέρον υπάρχει στον παραλληλισμό «σφραγίζω» και «σταμπάρομαι», τα οποία συγγενεύουν νοηματικά.

  1. Κλασικός τηλεφωνικός διάλογος μεταξύ τραπεζικών υπαλλήλων της ίδιας ή διαφορετικής τράπεζας:

- Καλημέρα, ο τάδε είμαι από τάδε Τράπεζα, πληροφορίες για έναν πελάτη σας θα ήθελα...
- Ο διευθυντής είμαι, λέγε όνομα...
- Σκορδομπούτσογλου Σταμάτης, εξοπλισμοί καφετερ...
- Σφραγίζει.
- Τι;
- Σφραγίζει. Τέλος. Πάπαλα. Τρία τεμάχια χθες από το γραφείο συμψηφισμού και δύο του σφράγισα εγώ ο ίδιος στο Κατάστημα.
- Ευχαριστώ... Α ρε Παναή, πάλι δολάρια Λιμνούπολης σου πασάρανε...

  1. - Έλα ρε, από Λάρισα σε παίρνω, να κάνουμε έναν έλεγχο στον Τειρεσία;
    - Δημήτρη αυτά τα πράματα δεν γίνονται από το τηλέφωνο, φυλακή θα με βάλεις καμιά μέρα. Θά ’ρθει επιθεώρηση της Τράπεζας της Ελλάδος και θα με ρωτάει για τα ΑΦΜ που ψάχνω. Τεσπά, ακούω, λέγε.
    - Ταδόπουλος Α.Ε., βιομηχανία ζωοτροφών...
    - Ο Γιώργος ή ο Γιάννης;
    - Ο Γιώργος.
    - Δεν χρειάζεται να το ψάξω καν. Άμα είναι ο Γιώργος είσαι οκ, λίρα εκατό. Μόνο πρόσεξε να είναι ο Γιώργος γιατί ο άλλος σφραγίζει. Πόσα;
    - Είκοσι με εξάμηνες.
    - Απ’ τ’ ολότελα...

  2. [Σε παρελθοντικό χρόνο]
    - Τι θα γίνει με τον θείο σου; Θα τον βάλεις στο μαγαζί ρε άχρηστε;
    - Και τι να τον κάνεις; Σφράγισε κι αυτός, πάει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για εναλλακτική προστακτική του σκύβω.

Παιδία, λέγαμε σγούψε στους φρεσκοκουρεμένους συμμαθητές μας πριν τους δώσουμε το απαραίτητο σκαμπιλάκι.

Με την απώλεια της αθωότητας που επιφέρει ο μπαμπέσης χρόνος, το σγούψε ευλογημένε/η μοιραίως αποκτά σεξουαλική χροιά.

  1. Α ΚΑΙ ΠΡΙΝ ΦΥΓΕΙΣ... ΣΓΟΥΨΕ ΑΛΛΗ ΜΙΑ... ΦΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΠΠΠΠΠΠΠΠΠΠΠ.

  2. «Και τώρα οι δυο μας. Σγούψε να σ' τον γκαγκώσω». «Βρε λύσσα κακιά!».

  3. Σγούψε ευλογημένη, στριμώξου για την «ιερή ταπείνωση».

(Από διάφορες φοράδες.)

βλ. και σκύψε ευλογημένη

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη σαβούρα έχει στην αργκό δύο κυρίως σημασίες: «άσχημη γκόμενα» και «πτώση φαρδύπλατη στο έδαφος», πεζή ή από δίκυκλο. Σε τυπικά ελληνικά σημαίνει «έρμα» (πλοίου), «σκουπίδια, σωρός από αχρείαστα καλαμπαλίκια» και «ευτελούς αξίας και ποιότητας».

Η τρίτη αυτή σημασία, της «ευτέλειας» (απ' όπου και η σαβουρογκόμενα άλλωστε), είναι ίσως η πιο συνηθισμένη, και σίγουρα η πιο ενδιαφέρουσα συγκεκριμένα για την αργκό. Καταρχήν, η ευτέλεια μπορεί είναι οικονομικής, κοινωνικοπολιτικής ή πολιτιστικής φύσης, συνεπώς η σαβούρα περιγράφει πράγματα της κοινωνίας που συγγενεύουν με την ασχήμια, το περιθώριο, την αρρώστια, τη βρομιά, και έτσι τροφοδοτούν και στηρίζουν διάφορες μορφές υποκουλτούρας –πάνω κάτω δηλαδή, αυτό που οι αμερικάνοι αποκαλούν τρας (trash, δείτε και την τρασιά του Βράστα).

Το ακόμη πιο όμορφο μ' αυτήν –και το θέμα του παρόντος λήμματος– είναι ότι στην καθομιλουμένη, και ειδικά στην αργκό, συνδυάζεται πάρα πολύ εύκολα με ουσιαστικά και ρήματα ως πρώτο συνθετικό: σαβουρ- + -ο- (ενωτικό) + όνομα ή ρήμα. Η σύνθετη λέξη που σχηματίζεται διατηρεί τη βασική σημασία του δεύτερου συνθετικού, περιορισμένη όμως αποκλειστικά στο βαθμό που αυτή αναφέρεται σε «ευτελή αξία ή ποιότητα»: σαβουρογάμης, αυτός που γαμεί μεν, ευτελείς γκόμενες δε, σαβουροψήφης, αυτός που ψηφίζει μεν, ανάξιους πολιτικούς δε, και ούτω καθεξής.

«Η μεγάλη συνδυαστική ευχέρεια της λέξης σαβούρα στα ζώντα ελληνικά –κοινωνικές και πολιτισμικές προεκτάσεις», προσφέρεται ως θέμα διδακτορικής διατριβής διατμηματικού προγράμματος που συνδιοργανώνουν κορυφαία πανεπιστημιακά ιδρύματα της αλλοδαπής –θα τηρηθεί αυστηρή σειρά προτεραιότητας.

Ετυμολογικά

Η λέξη με τις τυπικές σημασίες της προέρχεται από το λατινικό saburra (ήδη ναυτικός όρος για το έρμα). Με τη σημασία της πτώσης, προέρχεται φαίνεται από τη σαβούρντα και το σαβουρντίζω, τα οποία ο Τριανταφυλλίδης ετυμολογεί από το τούρκικο savurd(i), τρίτο ενικό αόριστου του ρήματος savurmak (ο τέως, βήτα έκδοση, δεν το λημματογραφεί καν).

  1. Οπως σαβουρο-τρώμε, ετοιματζίδικα, προκάτ και ομοιόμορφα, έτσι σαβουρο-βριζόμαστε, με προκατεψυγμένες, ετοιματζίδικες, σελφ-σέρβις βρισιές. (από ισοπεδωτικό άρθρο της Α. Πολίτη στον τύπο, μ' ενδιαφέρον τουλάχιστον θέμα)

  2. Πέραν της διαπίστωσης [...] για την «ευκολία» της τηλεόρασης μετά από 8, 10 και 12 ώρες δουλειάς, με την οποία θα συμφωνήσω, θα πρόσθετα [...] πως και στην αγορά του βιβλίου υπάρχει πολύ πολύ μεγάλο ποσοστό σαβούρας. Μια σαβουρο-εκπομπή από ένα σαβουρο-βιβλίο δεν νομίζω πως έχει διαφορά. (από ιστολόι)

  3. Ρε πολύ καλή σαβουρο-ταινία για γέλιο....καλή φάση αλλα στυλ υποκουλτούρας για να γελάς οχι τπτ σοβαρό. (από συζήτηση σε φόρουμ πάνω στην ταινία «Αυστηρώς κατάλληλο» των Ρέππα και Παπαθανασίου)

  4. Επιχειρηματίες της νύχτας, εργολάβοι, εκβιαστές, χορεύτριες με σπαθιά, παντός είδους λαμόγια που μύρισαν χρήμα και έσπευσαν να βάλουν το δάχτυλο στο μέλι, είναι οι πρωταγωνιστές της πιο φαιάς πτυχής του σκανδάλου του Βατοπεδίου που μας απασχολεί μέρες τώρα [...]. Ενα DVD αρκεί για να γίνει η πολιτική, σαβουρο-πολιτική, ένα ακόμη «κύμα σκουπιδαριού», που κάνει να υποχωρήσουν δραματικά τα όρια αυτού που μπορεί να γίνει ανεκτό. Είναι ο καθρέφτης μας, λένε, που αντανακλά αυτό που αληθινά είμαστε. Στην πραγματικότητα είναι ο καθρέφτης της ισοπέδωσης, της κοινοτοπίας, του βαθμού μηδέν, που εξολοθρεύει περιεχόμενα και προθέσεις. (από άρθρο της Τ. Καραϊσκάκη στον τύπο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο αριθμός που χρησιμοποιείται για να αναφερθεί κάποιος για τον οποίο τρέφουμε κατά βάθος περιφρόνηση. Δεν είναι «πολιτικά ορθό» να τον βρίσεις στα ίσα ή να τον τοματιάσεις / γιαουρτώσεις φωνάζοντας «όοοοοοοοοοοοοοα!», και τέλος πάντων μπορεί να μην τον μισείς κιόλας, απλά να ήπιες κανα ποτήρι παραπάνω και να ειπώθηκε και καμιά πικρή κουβέντα. Οπότε τον πολλαπλασιάζεις και βράζεις στο ζουμί σου.

  1. Ρητορικό, ποτισμένο με τσίπουρο, ερώτημα:
    «Τι να μας πουν εμάς,οι μυστακίδηδες και οι φριτζήλες...»

  2. τυπικός διάλογος:
    - Τι λέει, πού πήγατε χτες;
    - Στο τροπικάνα.
    - Και; Είχε κόσμο;
    - Μπα... κάτ' αθηνόδωροι και κάτι περικλήδες ήταν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια ειδική περίπτωση του σλανγκικού αυτού σχήματος θα βρείτε στο λήμμα λίγο πιο χαζός και πεθαίνεις. Εδώ θα αναφερθούμε γενικά (χωρίς πολύ ανάλυση, μη σας κουράσω τώρα πρώτη μέρα).

Πρώτα τα παραδείγματα :
[I]
- Και να σου πω, αυτός ο φίλος σου ο Γαβριήλ είναι γκέι;
- Όχι απλά γκέι, πιο γκέι πεθαίνει.

- Καλά ε, μεγάλος μαλάκας ο Αλέξανδρος, από τότε που χωρίσαμε μου στέλνει καθημερινά 460 sms και βάλε.
- Εγώ στα 'λεγα ότι είναι μαλάκας και δεν άκουγες. - Πιο μαλάκας πεθαίνει σου λέω...

- Για πάρε το σφίχτη εκεί που κορδώνεται.. Πιο σφίχτης δεν πάει, μετά πεθαίνει.
[/I]
Μιλάμε λοιπόν για κάποιον που έχει μια ιδιότητα σε υπερβολικό βαθμό. Τόσο που δεν πάει άλλο -η μόνη περίπτωση να πάει κι άλλο είναι και καλά να πεθάνει...

Εντός ορισμού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη ξένης καταγωγής ,άγνωστης προς το παρόν προέλευσης (πιθανολογώ ρωσικά η άλλη σλαβικής γλώσσας) Πατσανης η αλλιώς πατσανι είναι ο αδερφός ,ο μπραταν, ο οποίος είναι δίπλα σου στις μαύρες τις δουλειες

-Ε τον ξέρεις το Ανδρέα καλό παιδί είναι ;

-Τον ξέρω, δικό μας πατσανι είναι

Got a better definition? Add it!

Published

Ουσιαστικοποιημένο ρήμα, όπως τα ο σκοτώνω, ο σκοτώνω και δεν πληρώνω, ο γαμώ και δέρνω. Δηλώνει τον άνθρωπο που έχει μεγάλη αίσθηση του δύνασθαι, που δεν μασάει την πούτσα του. Οι τοιούτοι είναι συχνά ακαταμάχητοι στις γυναίκες.

Πάσα: Χότζας.

- Πώς την έχει δει ο κοντοστούπης που την πέφτει στο θεόμουνο; - Γιατί, έχεις πρόβλημα; Αφού είναι ο μπορώ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified