Further tags

Ο εκλεπτυσμένος φραγκοφονιάς. Ο τσίπης, που δεν αφήνει δεκάρα τσακιστή να του ξεφύγει.

- Και ρε φίλε όπως φεύγαμε, τον είδα που πήρε το πουρμπουάρ που είχα αφήσει στο τραπέζι! Ο γύφτος ο φραγκοκτόνος!

βλ. και φραγκοκίλερ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσιγκούνης σε υπερθετικό βαθμό, τόσο που σε έχουν πάρει χαμπάρι όλοι και σε κράζουν. Χρησιμοποιείται κυρίως όταν δεν είσαι μπροστά.

- Πήγατε χθες γήπεδο;
- Πού να πάμε μωρέ... Αφού ο Α. είναι ταλιροφονιάς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσιγκούνης του κερατά, αρχισπάγκος.

- Ο Ιορδάνης έχει καβούρια στις τσέπες. Όλα τα μετράει. Να φανταστείς, φώναξε ηλεκτρολόγο να βγάλει τα λαμπάκια από τον ηλεκτρικό πίνακα, για να ελαττώσει την κατανάλωση.
- Καλά, τόσο αυγοζύγης είναι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τσιγκούνης ολκής. Ο όρος επικράτησε από την ερμηνεία του Δήμου Σταρένιου στην τηλεοπτική μεταφορά του βιβλίου του Καζαντζάκη «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», όπου υποδύθηκε τον ρόλο του τσιγκούνη γερο-Λαδά.

- Ρε Σταρένιο, 80 χρονών είσαι, παιδιά σκυλιά δεν έχεις... Ζήσε λίγο τη ζωή σου. Μαζεύεις, μαζεύεις... Μαζί σου θα τα πάρεις;

ο ηθοποιός Δήμος Σταρένιος (1905-1983) (από allivegp, 21/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τσιγκούνης, ο σπάγκος, ο εξηνταβελόνης. Αυτός που συνήθως έχει χρήματα αλλά τα ξοδεύει με πολύ φειδώ. Η πλήρης έκφραση είναι «έχει καβούρια στις τσέπες», τα οποία όταν βάζει το χέρι να βγάλει και να δώσει κάνα φράγκον τον δαγκώνουν και αναγκάζεται να το τραβήξει και τελικά γλιτώνει τα περιττά έξοδα... Γνωστός στην ιστορία καβουράκιας είναι ο ήρωας των Comix Σκρουτζ Μακ Ντακ και ο ήρωας των γηπέδων και πρώην πρόεδρος του Παναθηναϊκού Καπετάνιος-Γιώργος Βαρδινογιάννης.

- Τον μαλάκα τόσες φορές έχουμε πάει για καφέ και ούτε μία φορά δεν έβαλε το χέρι στην τσέπη να πληρώσει. Καλά καβούρια έχει;
- Άσ' τον μωρέ τον τσιγκούναρο, τώρα θα τον μάθεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως ταλιροφονιάς χαρακτηρίζεται ο ταξιτζής. Ο χαρακτηρισμός δημιουργήθηκε επειδή οι ταξιτζήδες στρογγυλοποιούσαν το ποσό που έγραφε το ταξίμετρο προς τα επάνω κατά 5 δρχ. Αν έγραφε π.χ. 495 δρχ σου έλεγαν 500 δρχ!!!

Άντε ρε ταλιροφονιά θα ξεκινήσεις; Πράσινο άναψε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για άτομο που είναι μεγάλος τσιγκούνης, που η τσιγκουνιά του μπορεί να σκοτώσει και άνθρωπο, που δεν δίνει ούτε cent ακόμα και σε άτομα που πραγματικά χρειάζονται βοήθεια και κοιτάει πώς θα γεμίσει το πορτοφόλι του με όσο το δυνατόν περισσότερα.

Συνώνυμα: φιλάργυρος, σπαγγόραμα / σπαγγοραμένος.

- Ρε τον ματζιρόπουστα τον Άκη, του ζήτησα να μου δανείσει 1 ευρώ να πάρω τσιγάρα, και έκανε σαν υστερικός.
- Έτσι είναι φίλε, δεν είναι όλοι ανοιχτοχέρηδες σαν εμάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τσιγκούνης. Το λήμμα παραπέμπει και σε πιγκουίνο.

Λέγεται έτσι για να γίνει εμφατικό το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό. Βέβαια, το κεχαριτωμένο πτηνό δεν έχει αποδειχθεί, από ηθολογικές μελέτες, ότι αποθηκεύει τρόφιμα (αν και θα έπρεπε, με τις συνθήκες που ζει). Συνεπώς η συσχέτιση έγινε μόνον εξαιτίας ομοήχων στοιχείων των σημαινόντων. (Τσίγκου-Πίγκου).

— Θα πληρώσεις;
Μισό, να βρω το πορτοφόλι μου... πού το έχω βάλει;
— Άσε ρε τσιγκουίνο, πληρώνω εγώ πάλι.

(από perkins, 23/05/10)(από perkins, 23/05/10)(από perkins, 23/05/10)O Pingu - τόνος στη λήγουσα (από poniroskylo, 29/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τοπικός ιδιωματισμός από την Αρκαδία για τον τσιγκούνη. Για ιδιωματισμούς από την Αρκαδία δες εδώ. Για ενδιαφέρουσες υποθέσεις για την ετυμολογία του καρμίρης δες εδώ.

Πάσα (Δ.Π.): tzagos.

Δεν δίνει του αγγέλου του νερό ο καρμιροσάκκουλος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ τσιγκούνης που έχει καβούρια στις τσέπες του.

Σιγά μην κάνει ανακαίνιση στο σπίτι του. Αφού τον ξέρεις τι καβουροτσέπης που είναι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified