Αθλητική σλανγκιά για είδος αριστοτεχνικού σουτ ή πλασέ που περνάει πάνω από παίχτες και καταλήγει ακριβώς εκεί που θέλει ο μάστορας. Σλανγκίζεται κι ως σκαφτό, λόμπα, καντήλι και —στην υπέρτατα καγκουριάρικη μορφή του— λαμπρέτα.

Φυστικά παίζει και σε άλλα αθλήματα (μπάσκετ, μπιλιάρδο, κ.ά.)

1. Ψηλοκρεμαστό από τη σέντρα!!! Τα είδε όλα ο γκολκίπερ!

2. Το ψηλοκρεμαστό τακουνάκι του Ενγκμπακότο

Ψηλοκρεμαστός και με την κακή έννοια (από σφυρίζων, 03/04/13)Ψηλοκρεμαστή βάζει φωτιά στην Λεωφόρο. (από σφυρίζων, 03/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λεπόν, υπάρχουν τουλάστιχον τρεις μεγάλες κατηγορίες σκαφτού:

  • Στη μπάλα: είδος περίτεχνου ψηλοκρεμαστού σουτ από μικρή απόσταση: ο παίχτης κλωτσάει την μπάλα από πολύ χαμηλά, ωσάν να «σκάβει» το χόρτο.
  • Στο μπιλιάρδο: είδος πικέ όπου ο παίχτης χτυπά την μπίλια κάθετα με τη στέκα έτσι ώστε να εκσφενδονιστεί πάνω από τις μπίλιες του αντιπάλου με (συχνά) παράπλευρο θύμα την τσόχα (ασίστ: johnblack, βλ. παράδειγμα 2).
  • Έγχορδο οργανάκι του οποίο το βυζί «σκάβεται» από ένα κομμάτι ξύλου (συνήθως μπαγλαμαδάκι ή τζουράς).

    Αατα.

1. 39΄: Με ωραίο σκαφτό σουτ από το ύψος του πέναλτι ο Ζιώγας «έγραψε» το 2-0.

2. Υπάρχει επίσης και το σκαφτό χτύπημα ή σκαφτή: χτυπάς την άσπρη (στο αμερικάνικο βιλιάρδο συνήθως) με τέτοιο τρόπο ώστε να σηκωθεί στον αέρα, υπερπηδώντας τυχόν εμπόδια (μπίλιες του αντιπάλου) και να χτυπήσει το χρώμα που θες. Εννοείται πως σκαφτό παίζει μόνο σε συνοικιακά σεφαιριστήρια και πιο πολύ για το τζερτζελέ. Δε στέκει σαν επίσημος κανόνας. Το σκίσιμο τσόχας δύσκολα αποφεύγεται.

3. - Αφου υπαρχει σκαφτος μπαγλαμας και σκαφτος τζουρας, γιατι δεν υπαρχει και σκαφτο μπουζουκι; (η μηπως υπαρχει και δεν το ξερω;)
- Αν θυμάμαι καλά, το παλαιό μπουζούκι με την επιγραφή «ΑΚΡΟΝΑΥΠΛΙΑ» που ανήκει στη συλλογή Ηλία Πετρόπουλου στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη είναι σκαφτό. Το όργανο είναι πάρα πολύ βαρύ. Νομίζω πως αυτός μπορεί να είναι ένας αποτρεπτικός παράγοντας για σκαφτό μπουζούκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τέλη δεκαετίας '70, αρχές '80 απεκαλείτο ευρέως καρότσα η σπρωχτή (και όχι κοφτή και μονοκόμματη κομιλφό) στεκιά στο μπιλιάρδο, η οποία εθεωρείτο άκυρη και ζαβολιά.

Παρεμπίπταμπλυ, κορδόνι αποκαλείται το σύνολο των πως-διάολο-τα-λένε, αυτά μωρέ τα τρύπια που είναι περασμένα στον ειδικό άβακα για να μετράνε τις καραμπόλες. Νομίζω ήταν 25 σε κάθε σειρά, άρα 1 κορδόνι= 25 καραμπόλες.

Έχω να πιάσω στέκα από τότε που έπεσε εκείνος ο ρημαδιασμένος ο μετεωρίτης και δεν ενθυμούμαι πλέον ποίαν στεκιάν περιγράφαμε ως «μπρικόλα».

Ακούει κανείς ;

- Πετράκη, κερνάς τις μπύρες έτσι ; Είχα δεν είχα δύο κορδόνια σου 'ριξα στ' αυτιά.
- Άντε ρε μαλάκα, έτσι ξέρω κι εγώ. Αφού οι μισές στεκιές σου καρότσες ήτανε ρε απατεώνα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκμεταλλεύομαι κάποιον ή σκαρώνω σκευωρία σε βάρος κάποιου. Δηλαδή, τον βάζω να υποστεί τη δεινοπάθηση, να επωμιστεί το βάρος ή τις κυρώσεις/συνέπειες μιας πράξης ή κατάστασης κι εγώ καρπώνομαι τα οφέλη.

Για παράδειγμα, στον «Κόμη Μοντεχρήστο» του Αλ. Δουμά, οι τρεις συνωμότες Νταγκλάρ, Βιλφόρ και Μορέλο πήγαν να παίξουν μπιλιάρδο στην πλάτη του Εδμόνδου Δαντές και να του φάνε τη μεναγκό, χώνοντάς τον ταυτόχρονα στην ψειρού.

Συνήθως προφέρεται εν είδει ξεσπάσματος αγανάκτησης από τον παθόντα: «Μπιλιάρδο στην πλάτη μου, δεν θα παίξει κανείς!»

  1. από εδώ
    Οικονομολόγος δεν είμαι και, για να είμαι ειλικρινής, δεν καταλαβαίνω και όλους τους όρους που διαβάζω. Εκείνο που μπορώ να καταλάβω είναι ότι παρά τις προεκλογικές διακηρύξεις του Γιώργου ότι «υπάρχουν λεφτά», τέτοια όχι μόνο δεν υπάρχουν, αλλά οι δανειστές μάς «βάζουν» τα δύο πόδια σε μισό παπούτσι. Και όλοι παίζουν μπιλιάρδο στην πλάτη μας.

  2. κι από εδώ
    Όλοι οι ανίκανοι στο υπουργείο παίζουν μπιλιάρδο στις πλάτες των καπνοπαραγωγών χωρίς ντροπή.

Απαράδεκτοι, "Ποιητική βραδιά". Στο 23:03. (από patsis, 22/08/12)

Δες και δίνει πλάτη για τάβλι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτελώ την πρώτη στεκιά στο αμερικάνικο μπιλιάρδο, με σκοπό την διάσπαση του σχηματισμού των σφαιρών και τον διασκορπισμό αυτών επί της επιφάνειας του παιγνίου με απώτερο σκοπό την βύθιση τουλάστιχον μιας εξ αυτών.

- Ποιος σπάει;
- Ο Νίκος.
- Τρελός είσαι ρε, άσε να σπάσει κάνας άλλος, αυτός δεν χάνει στεκιά άμα αρχίσει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βολή στο μπιλιάρδο, επειδή γίνεται με τη στέκα.

- Πω πω τι στεκιά έριξα ο άτιμος! Έβαλα 4 μπάλες, μου φαίνεται ότι μετά θα πάω να παίξω τζόκερ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η καραμπόλα στο μπιλιάρδο που γίνεται με εύνοια της τύχης, αλλά και με εντελώς αδόκιμο τρόπο. Φάβα καραμπόλα έχουμε συνήθως μετά από κόντρα ή αναπήδηση της μπάλας.

  1. Έκανε σαράντα σερί με τρεις φάβες.

  2. - Μήπως πέρασες από την οδό Φαβιέρου, Νικολάκη;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Παίζω πάγκο» κάποιον: είναι όρος του μπιλιάρδου που σημαίνει πως όποιος χάσει θα πληρώσει για τον χρόνο χρήσης του τραπεζιού.

- Σε παίζω πάγκο ένα εννιάμπαλο.
- Όχι πάγκο ρε φίλε, θα με ξεφτιλίσεις και δεν έχω φράγκα. Μισά μισά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified