Γαμήσου αμέσως. Από το σαλτάρω (= κάνω άλμα), κάτι που γίνεται πολύ γρήγορα.

*.

-Σάλτα και γαμήσου λίγο παρακάτω, που' χει και άπλα να κάνεις τα τρελά σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιομοδίτικο, αλλά εν χρήσει.
α. σα να λέμε: «του πούστη».
β. συμπληρώνει και ενισχύει τα υβριστικά επίθετα

α. - Πήγα πάλι από κει και ήταν κλειστό. Ε, του κερατά, δεν ξαναπάω.

β. - Αυτός, είναι μια παλιόπουστα του κερατά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ άσχημη γυναίκα. Σε πιο χυδαία μορφή, να μασάς σκατά και να φτύνεις.

Παναγία μου, η Παρθενόπη δεν βλέπεται! Είναι να μασάς κουκιά και να φτύνεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλαιός χαρακτηρισμός για οπαδούς του ΚΚΕ (εσ.) και αργότερα του Συνασπισμού, προερχόμενο κυρίως από οπαδούς του ΚΚΕ (εξ.). Εκ του οπορτουνιστής.

- Α ρε οπορτούνα, θέλεις και τον σκύλο χορτάτο και την πίτα ακέραιη!
- Ούστ ρε Σταλινικό φυτό!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σταύρωση ως γνωστόν ήταν τρόπος θανατικής καταδίκης και αντιπροσωπεύει το μαρτύριο του Χριστού που ήταν πολύ οδυνηρό, όμως επειδή ο Χριστός είχε όχι απλό δόντι αλλά χαυλιόδοντα, κατάφερε μετά το ξεσταύρωμά του να αναστηθεί και να δώσει ελπίδες στον κάθε ταλαίπωρο πως, ό,τι μαρτύριο και να περνάει, θα καταφέρει να βρει λύτρωση.

Επίσης. είναι τοις πάσι γνωστόν ότι ο κλασσικός έλληνας (δεν γνωρίζω για τις άλλες εθνότητες) είναι ο γαμιάς της γειτονιάς και μπορεί να γαμάει τους πάντες και τα πάντα χωρίς εξαίρεση και φυσικά δεν εξαιρούνται ούτε τα θρησκευτικά πιστεύω. Σ' αυτόν τον τομέα δε, έχει ιδιαίτερη αδυναμία, ξεκινώντας από τους αντιπροσώπους επί γης του θεού που πιστεύει ο καθένας και φτάνοντας μέχρι την κορυφή της ιεραρχίας, συμπεριλαμβανομένων και των αξεσουάρ (καντήλια, πετραχήλια κλπ.). Αυτό δε, υποδεικνύει πολύ μεγάλη πίστη. Ναι ναι, πολύ μεγάλη πίστη, το έχω διασταυρώσει από γυναίκες του κύκλου που λένε ότι αυτός που υβρίζει την Παναγία και το Χριστό τους αγαπάει πάρα πολύ, γιατί προτιμάει να καλέσει τα θεία παρά τον ακατονόμαστο!

Όταν γαμεί κάποιου το ξεσταύρι, δηλώνει μεγάλη απειλή και ότι θα τον κάνει να μαρτυρήσει της μάνας του το γάλα. Όταν γαμεί το δικό του ξεσταύρι, αναθεματίζει το μαρτύριό του και ελπίζει στη λύτρωσή του.

  1. Ρε γαμώ το ξεσταύρι σου, δεν το είδες το στοπ; Κατέβα ρε, αν τιμάς τα παντελόνια που φοράς!!

  2. Βάζει το κλειδί στη μίζα, το γυρίζει... γρρρρ, γρρρ, γρρρ... ξανά και ξανάμανά, μέχρι που η μπαταρία ξελιγώνεται. Γαμώ το ξεσταύρι μου μέσα! Άντε τώρα να δούμε πώς θα βρω ταξί! Θα το βάψω μπλε να τελειώνω!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρόλο που θα ήτανε το προφανές, το λήμμα αυτό δεν έχει άμεση σχέση ούτε με το κοινό ραδίκι (ή ραδίκη του βουνού ή αγριοράδικο ή Taraxacum officinale), ούτε με ασθενείς από φυματίωση (turbeculosis).

Τα άτομα αυτά δεν πάσχουν ντε και καλά από χτυκιό, ούτε και είναι έτοιμα να δουν τα ραδίκια ανάποδα (αν και κατά έναν μυστήριο τρόπο τα δύο συνδέονται! Tuber στα ξένα σημαίνει βολβός, δηλαδή υπόγειος καρπός!)

Αναφέρεται σε άτομα αρρωστιάρικα, χλωμά και χλεμπονιάρικα, αλλά και μικροκαμωμένα. Συνήθως ο όρος έχει μια ειρωνική διάθεση, όταν αυτού του είδους άτομα κάνουν κάτι που μας εκπλήσσει.

- Βρε την μισοριξιά, το φυματικό ραδίκι! Όχι μόνο το έριξε το γκομενάκι, αλλά έμαθα ότι και το Λίλιαν τον γουστάρει! Μετά από αυτό, είμαστε να μας κλαίν κ’ οι ρέγγες!
- Σιγά ρε Beau Brummel, θα σκίσεις κανά καλτσόν! Εντάξει, είναι λίγο μπασμένο το άτομο, αλλά έχει λεφτά αισθήματα!

(από BuBis, 27/05/09)(από BuBis, 27/05/09)(από BuBis, 27/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απόσπασμα από εδώ:

Tο είδος otus scops της οικογένειας Strigidae. Μικρή κουκουβάγια με μήκος σώματος περίπου 20 εκατοστόμετρα. Οι βορειότερες φυλές είναι μεγαλύτερες με αχνότερους χρωματισμούς από τις νοτιότερες. Το όνομά του οφείλεται στη μονότονη κραυγή του: «Γκιον!».

Και ιπτάμενος και νυκτόβιος. Άρα, αν θέλεις να τον κλάσεις, χέσε ψηλά κι αγνάντευε.

Επομένως... το κλάσε μου το γκιώνη είναι συνώνυμο με το κλάσε μας τα αρχίδια. Ακριβέστερη απόδοση είναι κλάσε μου τον πούτσο. Χρησιμοποιείται συνήθως από επαρχιώτες και ιδίως από πελοποννήσιους. Ο λόγος για τον οποίον χρησιμοποιείται το συγκεκριμένο πτηνό και όχι κάποιο άλλο είναι αδιευκρίνιστος. Κάλλιστα θα μπορούσε να είναι κλάσε μου τον δρυοκολάπτη ας πούμε.

- Πανάγο. Με τις μαλακίες που κάν'ς η εφουρία θα σι σκίσ'.
- Άει 'σα πέρα ρε. Θα μι κλάσ' του γκιών'.

(από dimitriosl, 20/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εγώ τον πιάνω / έπιασα, εσύ τον πιάνεις / έπιασες, αυτός τον πιάνει / έπιασε μαλάκα.

Εμείς τους πιάνουμε / πιάσαμε εσείς τους πιάνετε / πιάσατε, αυτοί τους πιάνουνε / πιάσανε μαλάκες.

Επ' ουδενί δεν πρέπει να αποδοθεί στη φράση η έννοια του αγγίζειν. Διότι εκτός του ότι τον μαλάκα δεν τον πιάνει τίποτα, η φράση χρησιμοποιείται ως εναλλακτική απόδοση του «πιάνω κορόιδο», αλλά με πολύ μεγάλη έμφαση στο κορόιδο. Δηλαδή τόσο κορόιδο, ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΜΑΛΑΚΑΣ.

Άπειρα τα παραδείγματα ....
1. Μας πιάσανε μαλάκες και τους ψηφίσαμε.
2. Καλά ρε, έδωσες 4000€ γι' αυτό το κλαστήρι; Μαλάκα σε πιάσανε φίλε. 3. Μωρή, αφού πιάστηκα μαλάκας και σε παντρεύτηκα, καλά μου κάνεις. 4. Κάποιον θα βρω να πιάσω μαλάκα να του πασάρω το οικόπεδο πριν φουσκώσει το ρέμα και γίνει ποτάμι. 5. Ρε αφού είναι άσχετοι. Πιάστε τους μαλάκες και πουλήστε τους τις φούσκες. 6. Πιάστηκα μαλάκας φιλενάδα και το πλήρωσα για Chanel κ.ο.κ.

(από dimitriosl, 22/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατ’ αρχήν βαριά και αποτελεσματική βρισιά. Τα μούτρα είναι κάποιου άλλου από αυτόν που μιλά. Βλ. και σκατά να φας. Η κατ’ ιδέα μίανση του προσώπου έχει ύψιστη συμβολική σημασία: επεκτείνεται σε όλην την ύπαρξη του φέροντος.

Όταν τα μούτρα είναι του ομιλούντος, η έκφραση αλλάζει σημασία και δείχνει συνειδητοποίηση του λανθασμένου των επιλογών μας, μιας πλάνης στην οποία βρισκόμασταν, του γεγονότος ότι είμαστε άξιοι της μοίρας μας. Μερικές φορές είναι απόλυτο συνώνυμο του «τρομάρα μου» ή του «(έτσι νόμιζα) ο μαλάκας».

  1. Από εδώ:

Σκατά στα μούτρα του κάθε λακαμά που βγάζει την εξάτμιση του αυτοκινήτου του και βάζει στη θέση της ένα μπουρί. Όχι ρε ζώον, το κωλάμαξό σου δεν πρόκειται ποτέ να γίνει Porsche, όσο θόρυβο κι αν κάνει.

  1. Από εδώ:

ΦΤΑΙΝΕ ΠΑΛΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ; Ε; ΓΙΑ ΔΕ ΜΙΛΑΤΕ ΡΕ; Τώρα να βγούμε στους δρόμους; Σκατά στα μούτρα μας. Οχτώ χρόνια εγκατέλειψα τη χώρα που με γέννησε. Οχτώ. Σκατά και στα δικά μου μούτρα. Τα δικά σου τα κοίταξες τελευταία;

  1. Από εδώ:

αναρχικέ (τί «αναρχικός» και παπάρια δηλαδή,τέλος πάντων)συνέχισε να γράφεις και να λές μαλακείες.έτσι βλέπει ο κόσμος τί σκατά «αναρχικούς» διαθέτει η Ελλάδα. Ψευτόμαγκες, τσαμπουκάδες του κώλου, χαπάκηδες και τα συναφή, νταήδες με συντρόφους που πιάνει ο ένας το κώλος του άλλου, άπλυτοι και βρωμιάρηδες, φτηνοί και τιποτένιοι.ικανοί μόνο για να κλαίνε πριν ακόμα φάνε το πρώτο χαστούκι απο αστυνομικό που θένε λέει να κάψουν ζωντανό,σκατά στα μούτρα τους.

  1. Από εδώ:

Εγω στα 15 μου επαιζα ακομα με την Μπιμπιμπο....Την θυμαστε η παλαιοτερες ,κατι σε μπαρμπιε για της νεοτερες... Και ασε που δεν βυζακια.... Και δεν ασχολιομουν κιολα...Δηλαδη δεν καταλαβαινα και πολλα.... Και οταν καταλαβα... Σκατα στα μουτρα μου,τεσπα!

  1. Από εδώ:

Ήμουν Βερολίνο την προηγούμενη εβδομάδα ... Όλοι καπνίζουν έξω .. Κανείς δεν διαμαρτύρεται ... Εδώ δεν καπνίζουν οι Άγγλοι (!!!) στις pubs .... Αλλά ο Έλληνας, είναι Έλληνας ..... Σκατά στα μούτρα μας που θέλουμε να λεγόμαστε και Ευρωπαίοι πολίτες ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ετυμολογικά σχετίζεται με το χάρχαλο.

Ουσιαστικά είναι συνώνυμο με το χαρχάλα.

1. Όταν πρόκειται για γυναίκα χρησιμοποιείται (πολύ συχνότερα απ’ ότι το χαρχάλα) μειωτικά και σαν βρισιά (συχνότατα πακέτο με το «μωρή»)και σημαίνει:

  • την άσχημη γεροντοκόρη, αυτή με τα πλαδαρά μάγουλα, την πουτάνα,
  • (κυρίως) την κουτσομπόλα, αυτήν που ανακατώνεται και φέρνει αναστάτωση όπου χώνεται, την κότα (ως προς τη χαζομάρα, την πουτανιά, τόσο κυριολεκτικά όσο και μεταφορικά), την άχρηστη που το παίζει κάποια.

    2. Όταν πρόκειται για κάποια μηχανή (συνήθως αυτοκίνητο, μοτοσικλέτα και όχι μόνο) σημαίνει ό,τι ακριβώς τα χάρχαλο, χάρβαλο και (κατά μια έννοια) το χαρχάλα, αλλά χρησιμοποιείται σαφώς λιγότερο με έμφαση στο ό,τι κάνει θόρυβο λόγω παλαιότητας ή/και υπερβολικής χρήσης, ενώ εννοείται πως είναι προς αντικατάσταση (που θα έπρεπε να έχει ήδη γίνει αλλά αναβάλλεται για οικονομικούς λόγους) γιατί είναι ξεχαρβαλωμένη, σαραβαλιασμένη.

  1. «..Αχ ρε Β.. τι άδικος είναι ο κόσμος! Εκείνη η χαρχάλω του Α.., του έφερε γούρι και ξαναβγήκε Πρωθυπουργός, ενώ εσύ με την πανέμορφη Μαρία μόνο δυσκολίες έχεις!...»

  2. «…Κώλο έχει ωραίο αλλά βυζιά μικρά. Κρίμα. Με άριστα το 10, ένα 7.6 με τίποτα, είναι λίγο, και 8 είναι πάρα πολύ και ξεφεύγει. 7 με τάσεις ανόδου, αν σφίξει λίγο το σώμα γιατί είναι λίγο χαρχάλω. Γεμάτο 7-άρι λοιπόν….»

  3. «…Η Τζένι ΜακΚάρθι δεν είναι, πάντως, και του κατηχητικού. Έχει κι αυτή τα άπλυτά της στο ενεργητικό της. Το 2006 η γνωστή Αμερικανίδα πορνοστάρ Τζίνα Τζέιμσον (τι να μας πει μωρέ η χαρχάλω; Ξέρει τι κάνουνε με τις σαμπάνιες αυτή;) είπε σε μια συνέντευξή της ότι έχει διαβάσει δυο φορές το βίο της Σαπφούς της Λεσβίας με την Τζένι. Η 38χρονη Αμερικανίδα, πάντως, δεν αρνήθηκε τα πάντα. Είπε μεν ότι δεν κάνανε σεξ με την Τζίνα. Παραδέχτηκε, όμως, ότι είχαν ψιλοφτιάξει ιμάμ μπαϊλντί παρέα….»

  4. «…Το Πάσχα είχα στείλει την κόρη μου στον πατέρα της να περάσει εκεί μαζί με την τωρινή του σύζυγο και τα παιδιά της Λέμε καμιά φορά ότι αν κάνεις κάτι κακό σου γυρνάει πίσω. Εγώ βλέπω το αντίθετο. Αυτοί περνάνε μια χαρά. Αυτή βολεύτηκε βρήκε ένα κωθώνι να δουλεύει όλη μέρα γι’ αυτή, τα παιδιά και την μάνα της, ενώ αυτή κάθεται όλη μέρα και κοπροσκυλάει στο σπίτι και είναι όλα μέλι γάλα. Σαν πασάς η χαρχάλω.»

  5. «…-Αν το θέλετε σε ψιλά, δηλαδή λίρες νομίσματα, βεβαίως να σας το κάνουμε. Χαρτονομίσματα όμως δεν μπορούμε να σας δώσουμε!;!;!; -Τι λες μωρή χαρχάλω που δεν μπορείς να μου το κάνεις όταν εχεις ένα ταμείο γεμάτο χαρτονομίσματα; Σου είναι δύσκολο να κανεις τις πράξεις;..»

  6. «…Χαρχάλω, η πρώτη μου μοτοσικλέτα μια ΜΖ150 του 1972. Νοείται η βαβουριάρα, άχαρη, ατσούμπαλη και ζημιάρα μοτοσικλέτα. Συνηθισμένο όνομα για τις παλιές μονοκύλινδρες ή δικύλινδρες μοτοσικλέτες που εγκατέλειψαν στην Ελλάδα μετά τον Β' παγκόσμιο πόλεμο οι σύμμαχοι και οι γερμανοί,(κυρίως Norton, BSA, και BMW, αλλά και Zundapp, NSU, και Horex. Σ΄ αυτές οι δαιμόνιοι έλληνες προσάρτησαν καρότσι στο πλάι ή τις έκοψαν στη μέση και κόλλησαν καρότσα με σασμάν και διαφορικό! Έγιναν εργαλεία δουλειάς, «εκτελούνται μεταφοραί», που έδωσαν ψωμάκι στη φτωχολογιά και ανέστησαν φτωχογειτονιές. Οι παλιοί είχαν μια περίεργη σχέση μ' αυτές, αποστροφής αλλά και αγάπης…»

(όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified