Further tags

Όταν κάποιος, μη έχοντας άλλους τρόπους να γίνει αρεστός ή να έλξει την προσοχή, προβάλλει τα επιτεύγματα, τις γνωριμίες, τα υπάρχοντά του ή τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του για να ανέβει στην υπόληψη των άλλων. Η επίδειξη την οποία συνήθως επιστρατεύουν οι άρρενες προς επίτευξιν πήδουλου...

Ύστερα από σούζα μηχανόβιου:
-Κόψε κάτι ρε μάγκα! Πούλα μούρη σε κάνα γκομενάκι, όχι σ'εμάς...

Βλ. και πολ μουρ, πουλ μουρ, Paul Moore.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πολύ μικρό χρονικό διάστημα κατά το οποίο πραγματοποιείται μια ενέργεια.

(στο τέλος ενός μαθήματος σκακιού)
- Στο τσακ μπαμ τις λύσαμε τις ασκήσεις, Johny...Topalov μας έγινες...

Βλ. και σχετικά λήμματα καρφί, dt, πατ-κιουτ, στο καπάκι, σούμπιτος, σφαιράδην

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Έχω μειωμένη νοητική ή κοινωνική αντίληψη, είμαι βλάκας. Ακόμη: χάνω από κάπου. Συνώνυμα: δέν επικοινωνώ, δέν πάω καλά, είμαι στον κόσμο μου.

  2. Στη φράση τα χάνω: περιέρχομαι σε αμηχανία.

  1. Απο κάπου χάνει αυτή. Πενηνταδύο φορές της είπα πώς να πάει κι' ακόμα να το καταλάβει. Είπαμε, γκόμενες και προσανατολισμός δεν, αλλά του πούστη πια.

  2. Καλά ρε, χάνεις; Δεν είπαμε πέντε η ώρα θά 'σαι εδώ;

  3. Του φέραμε στριπτιζέζ στο πάρτι και με το που αρχίζει η τύπα να τα πετάει ένα ένα αυτός τά 'χασε. Ήτανε βλέπεις και η γκόμενά του εκεί.

Δες και χάνει το άτομο.

Σύγκρινε με χάνω τη μπάλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Χρησιμοποιείται μετά από μεγάλη έκπληξη για να δηλώσει περιεκτικά όλη την απορία και την τρομάρα του ομιλητή.

  2. Η πρώτη έκφραση που φτάνει στο μυαλό κάποιου προκειμένου να εκφράσει απορία σε συνδυασμό με αγανάκτηση για μια πρόσφατη διαπίστωση.

  1. — Τι στον πούτσο;;;
    — Τι ήταν αυτό ρε μαλάκα σεισμός;

  2. Τι στον πούτσο; Πας καλά; Αυτά σου είπα να πάρεις γαμώτο μου;
    Τρέχα πάλι σούπερ μάρκετ και φέρε Ο,ΤΙ ζήτησα!

Δες γενικότερα: η ευχή και ο πούτσος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρουφιανεύω / καταδίδω κάποιον.

- Αυτός ο ρουφιάνος ο Βασίλης με έδωσε στεγνά! Είπε στη δικιά μου πως με είδε να χαμουρεύομαι με άλλο γκομενάκι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

*=star
x=χι
/=διά
m=μου
Άρα σταρ-χί-δια-μου=
Στ' αρχίδια μου!

- Πόσο λες να βγάλεις;
- *x/m! Να περάσω μου φτάνει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δυσκόλεψαν οι συνθήκες, αντιμετωπίζουμε προβλήματα, πιεζόμαστε πολύ, εργαζάμαστε πυρετωδώς, τρομάζουμε. Βάζω στη θέση του κάποιον.

Στη φράση «Να σφίξουν λίγο οι κώλοι»: για να σοβαρευτούμε λίγο, να σταματήσει ο χαβαλές, να δουλέψουμε.

Συνώνυμο: πάθαμε κωλοσφίξιμο.

  1. Άσ' τα, σφίξαν οι κώλοι μετά που ήρθε ο νέος γενικός διευθυντής! Πάνε οι μέρες της ρέκλας!

(Μπορεί να συνοδεύεται και από μία χαρακτηριστική χειρονομία ανοιγοκλεισίματος των δακτύλων του δείκτη και του αντίχειρα)

  1. - Για να σφίξουν οι κώλοι εδώ μέσα γιατί πολύ αέρα πήραν μερικοί-μερικοί!

(από Khan, 17/05/14)Στο 1.30. (από Khan, 17/05/14)

Βλέπε και τα κεφάλια μέσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη γλώσσα των κόμικς χικ αποδίδεται το ηχητικό εφέ του λόξυγγα, συνήθως όταν είναι απο μεθύσι.

Από εκεί έχει διαθοθεί στον γραπτό λόγο γενικότερα, ειδικά στο ίντερνετ.

(στο τσατ)
-pou hsoun re? giati arghses na syndetheis?
-eixame paei gia clubbing.. hpiame TA xydia.. xik!
-lol

Μπουταρης (από polemarxos90, 02/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην έκφραση χωρίς σάλιο ή τους γαμήσαμε ή τους πήραμε χωρίς σάλιο: τους κατανικήσαμε, τους διασύραμε, τους εξευτελίσαμε.

-Πόσο πήγαμε με τη Χ ομάδα;
-Πέντε μπαλάκια ρίξαμε!
-Πω πω φίλε, χωρίς σάλιο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση αυτή χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να ειρωνευτούμε κάποιον ο οποίος συνήθως δεν έχει τι να κάνει και μας πρήζει τον πούτσο.

-Πω ρε, είδες χθες είδες το ματς; Τι γκολάρα έβαλε θεε μου, αα δεν σου είπα, φασώθηκα με την Ελένη, ααα μαλάκα, θα πάμε Firewind έτσι;
-(Και εγώ σκεφτόμενος την χαμένη μου αγάπη), δουλειά δεν είχε ο διάβολος γαμούσε τα παιδιά του.

(από Vrastaman, 04/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified