Υφίσταται κατηγορία τις αθρώπων, οίτινες διατείνονται πως ακούνε μουζικήν αποκαλουμένην black metal. Επιπροσθέτως, ισχυρίζονται ούτοι πως η ποικιλία του εν λόγω είδους μουζικής δύναται εξαντλήσειν τας προσδοκίας οιουδήποτε νορμάλ ακροατού. Ερωτώμενοι, ουν, εις ποίον είδος μουζικής εντρυφούν, αποκρίνονται κατά κανόναν «μόνο μπλακ».
Γενίκευσις της απαντήσεως ταύτης δια τελείας επαγωγής οδηγεί εις την χρήσιν αυτής προς αποτύπωσιν της πλήρους ικανοποιήσεως και επιδοκιμασίας, της καύλας εις την τελικήν, βρε αδερφέ.
Καθώς το συγκεκριμένον είδος μουζικής θεωρείται ευρέως, και ουχί αδίκως, κάφρικον, ευκταίον εστί όπως η φράσις ταύτη μη χρησιμοποιήται δια τον χαρακτηρισμόν επιτυχημένης τεϊοποσίας, μετά βουτημάτων ή άνευ.
Ένεκα της μονομανίας δηλουμένης εκ της φράσεως τούτης, η χρήσις επεκτείνεται ομαλώς εις άνδρες επιφανείς τε και διακρινόμενους δια την προσήλωσίν των εις τον επιδιωκόμενον στόχον.

  1. - Πώς περάσατε, ρε Θύμιο, χτες στο κωλάδικο;
    - Είχε κάτι ρωσσάκια, φίλε, απίστευτα. Μόνο μπλακ σου λέω.

  2. Ο τύπος είναι μόνο μπλακ ρε, κάνει ό,τι του κατέβει στη γκλάβα. Στην τελευταία πορεία βούτηξε ένα καδρόνι και πήγε ταλιμπάν στους μπάτσους για πέσιμο χύμα μόνος του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ρήση βασίζεται στο ομώνυμο μιούζικαλ (La cage aux folles) του Χάρβει Φερστίν.

Ένας χώρος όπου τα μέλη του το παίζουν, δείχνουν ή παρουσιάζονται ως τρελοί και εκκεντρικοί. Ένας τέτοιος προσδιορισμός, θα μπορούσε να δοθεί σε μια οικογένεια, σε μια παρέα, σε ένα τμήμα μιας εταιρείας, σε μια εταιρεία, σε μια τοπική κοινωνία και γενικότερα σε οποιοδήποτε κοινωνικό σύνολο ανθρώπων λειτουργεί με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και διαφορετική κουλτούρα και νοοτροπία, από την κουλτούρα των ατόμων του περιβάλλοντα χώρου. Τα άτομα ζουν απομονωμένοι από τις επιδράσεις των άλλων, στον κόσμο τους, με τους δικούς τους κώδικες και τους δικούς τους κανόνες με αποτέλεσμα να προσδίδεται στο χώρο τους μια διακριτότητα. Γι' αυτό οι άλλοι αντιλαμβανόμενοι αυτή τη διακριτότητα, θεωρούν το συγκεκριμένο χώρο ως κλουβί και τους «αυτοεγκλωβισμένους», ως τρελούς.

- Όλα τα άτομα στο λογιστήριο, είναι πάρε τον ένα και χτύπα τον άλλο. Ένα μάτσο ανισόρροποι, που κανείς δεν έχει καλή γνώμη για αυτούς. Αυτοί όμως δένουν αρμονικά μεταξύ τους.
- Έχει να κάνει με τη φύση της δουλειάς τους;
- Όχι. Μιλάω για το χαρακτήρα τους. Είμαστε χρόνια συνάδελφοι και τους έχουμε γνωρίσει προσωπικά.
- Πώς το εξηγείς;
- Απλά, ο διευθυντής του τμήματος που είναι κι αυτός κάπως έτσι και χειρότερα, έχει κάνει τις προσλήψεις. Οπότε καταλαβαίνεις... Όμοιος ομοίω και κοπριά στα λάχανα.
- Εμ...άμα δεν ταιριάζανε δεν θα συμπεθεριάζανε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση προέρχεται από τη διασκευή του Σαββόπουλου στο «Perfect Day» του Lou Reed (από το δίσκο του τελευταίου Transformer).

Σε αυτόν τον εκτρωματικό θούριο της -πρόωρης ή όχι, δεν έχει σημασία- αρσενικής εμμηνόπαυσης του νιόνιου -που καθόλου μα καθόλου δεν τον αγαπάμε όλοι κι ας τον λιβανίζει το σύμπαν- διεκτραγωδείται όλη η συναισθηματική πανούκλα και ρούχλα της μονογαμίας, από την οποία βέβαια μπορεί κατά καιρούς κανείς να μην μένει απρόσβλητος, αλλά δε θα το τραγουδάμε κιόλα...

Αν και στιχουργικά ο Σαββόπουλος είναι τόσο πιστός και τόσο ταλαντούχος στη μετάφραση όσο και το systran (πρβ. το πρωτότυπο εδώ) έχω την εντύπωση ότι ο Λούης ο διαβασμένος έχει κάποια ειρωνεία στους στίχους... Αλλά τέλος πάντων, μπορεί και να 'ναι αυθεντικά το υπέρτατο ίσως, αλλά τουλάχιστον ακομπλεξάριστα (και γι' αυτό μη παιζόμενο εκεί), τραγούδι ναμαγαπάδικου.

Ευτυχώς ο Πανούσης το διασκεύασε ως «Πρέζα όμορφη» και μας επέστρεψε στις παλιές καλές μέρες των Velvet.

Το «πρέζα όμορφη» μπορεί να ακουστεί και σκέτο ως σχόλιο για πρεζάκι σε φάση απόλυτης ντάγκλας ευρισκόμενο σε σωματικές πόζες-πρόκληση για την ανθρώπινη ισορροπία.

Κυρίως όμως ακολουθεί τη φράση «σινεμά και σπιτάκι μετά» ως φωναχτό ρεφραίν-σχόλιο για την μονογαμία που τρώει τα σωθικά του εθισμένου -τώρα πια χωρίς να βγαίνει κι απ' το σπίτι, βλ. δωδ και σπιτάκι και πριν και μετά. Πρόκειται για φράση-κόλαφο για τους κατά συρροή προδότες της μπύρας και της μπαρότσαρκας, τους εκπρόσωπους του δωσιλογισμού, του γουτσισμού και του παρά φύση χουχουλιασματισμού.

Στίχοι της διασκευής του Σαββόπουλου

Μέρα όμορφη

Μέρα όμορφη το πάρκο γυρίσαμε,
Όσο φέγγει, ας πιούμε μια σαγκριγιά

Μέρα όμορφη τις πάπιες ταΐσαμε,
Σινεμά
και σπιτάκι μετά

Μα τι μέρα όμορφη!
Χάρηκα που ήσουν εδώ.
Αχ, μέρα πανέμορφη,
με βοηθάς να κρατηθώ

Μέρα όμορφη το πρόβλημα κρύφτηκε
και μόνοι εμείς
κυριακάτικοι εκδρομείς.

Μέρα όμορφη μαζί σου ξεχάστηκα
κι αισθανόμουν αλλιώς
υγιής και καλός.

Θα κοιμηθείς
έτσι όπως έπεσες.

παράδειγμα

- Πάμε ρε μαλάκα για κάνα μπυράκι;
- Μπαααα
- Τι «μπαααα»;
- Θα πάω σινεμά...
- Με την Αργυρώ;
- Ναι...
- Σινεμά και σπιτάκι μετά;
- Ειρωνεύεσαι;
- Όχι όχι, είσαι καλά;... Ω ΝΑΙ, ΠΡΕΖΑ ΟΜΟΡΦΗ, ΤΙΣ ΠΑΠΙΕΣ ΤΑΪΣΑΜΕ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια έκφραση που κατοχύρωσε ο πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης γύρω στον Ιούνιο 2001 μετά το φιάσκο της κυβέρνησης με το ασφαλιστικό. Αναφερόταν συγκεκριμένα στην επιθετική αντιπολίτευση που άρχισε να κάνει εναντίον του η ΝΔ.

Φυσικά η έκφραση αν και μάλλον άστοχη (τι σχέση έχει το ροκ με το να επιτίθεσαι σε κάποιον;) ήταν πολύ πιασάρικη με αποτέλεσμα να γίνει σωβρακολάστιχο από τα ΜΜΕ για μέρες.

Να ακολουθήσουν τους ξέφρενους ρυθμούς του «σκληρού ροκ» ετοιμάζονται στη Ν.Δ., καθώς ο «d.j.» της υπόθεσης Θόδωρος Ρουσόπουλος εγκαθίσταται στη Χαρ. Τρικούπη

(Ελευθεροτυπία 21/10/2001)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γνωστό ισπανικό τραγούδι Besame Mucho σημαίνει «φίλα με πολύ», αλλά ο Νεοκύπριος που δεν κατέχει την ισπανικήν παρά μόνο την αγγλικήν του Lower απ' το University of Pouchester και την σλανγκικήν, το έχει κατανοήσει ως «παίξαμε μούτσο». Δεδομένης όμως της σημασίας του μούτσου στην κυπριακήν τε και καλαμαρικήν, η έκφραση χρησιμοποιείται για καταστάσεις ακραίας μαλακίας.

Πηγή: Λήμμα πέσαμε μούτσο και σχόλιο Vrastaman.

- Πώς πήγε η ομάδα.
- 'Ασ' τα! Παίξαμε μούτσο κι αποκλειστήκαμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ δυνατά. Από την ένταση του ήχου στον ενισχυτή, όταν την βάζουμε στην τελευταία βαθμίδα.

- Πώς είσαι έτσι, δεν κοιμήθηκες όλη νύχτα;
- Άσ 'τα μεγάλε, χθες ξενύχτησα και, με το που την έπεσα τελικά για ύπνο, περνάει κάγκουρας με τη μουσική στο τέρμα και με ξυπνάει. Αυτό ήταν, δεν μπόρεσα να ξανακοιμηθώ.

Got a better definition? Add it!

Published

Η φράση, γνώριμή μας κι απ' το γνωστό τραγούδι που πρωτοερμήνευσε ο Στράτος Διονυσίου, θα μπορούσε να αναφέρεται από κάποιον που βιώνει μια μόνιμη ψυχοσωματική φθοροποιό κατάσταση, ή από κάποιον που συγκυριακά χτυπιέται από διάφορα προβλήματα.

Έτσι, όταν αυτός βρεθεί αντάμα με ένα φίλο, θα μπορούσε χαμογελώντας πικρά να κοιτάξει στον ουρανό, τεντώνοντας τα χέρια πίσω, λες και απευθύνεται στις ουράνιες δυνάμεις (θεωρώντας πως τα προβλήματα που βιώνει είναι τεράστια και που δεν μπορούν να επιλυθούν, πάρα μόνο μέσω θείας επεμβάσεως).

Εκφέρει την ατάκα, επιζητώντας απεγνωσμένα να γίνει στο πατ κιούτ, το επιζητούμενο cut - paste (κοπή - επικόλληση), από τη μπαχαλοκατάσταση που βιώνει, σε μια φυσιολογική κατάσταση (είναι δε τόσο διαφορετικές οι σημερινές συνθήκες απ' τις ζητούμενες, ώστε στα μάτια του οι δεύτερες να φαντάζουν μακρινές και ως συνθήκες ζωής που απαντώνται σε άλλον πλανήτη).

Πολλές φορές, η ατάκα ακούγεται από κάποιον φαντάρο που υποφέρει τα πάνδεινα, ευρισκόμενος στην άκρη του Θεού, σε τόπο που στα μάτια του φαντάζει αφιλόξενος. Αισθάνεται πως βρίσκεται σε άλλο πλανήτη και δεν κάνει τίποτα άλλο από το να επιζητά μανιασμένα τη μετάθεση. Αισθανόμενος πως μέσω των όποιων κονέ του δεν γίνεται τίποτα, στέλνει, request στον ουρανό... Και καλά!

Όταν στον θάλαμο, ή σε κάποια ταβέρνα της περιοχής τού στρατοπέδου, τύχει να παιανίσει το αναφερόμενο άσμα, τότε αυτός θα μπορούσε να τραγουδήσει μαζί με τον Στράτο, εκφέροντας έτσι τη συγκεκριμένη ατάκα. Τότε ξεζιπάρεται όλη η συσσωρευμένη αγανάκτηση που 'χει μαζευτεί στην ψυχή του απ' το ζόρι που τραβάει. Ετς, εκτονώνεται προσωρινά για να φορτώσει την επόμενη, ενώ η ελπίδα προσμονής της μαγικής στιγμής της μετάθεσης, είναι ολοζώντανη μέσα του.

  1. - Που λες, αισθάνομαι βραχωμένος στον γάμο μου. Άστα... Ζητώ ακρόαση Θεού και αλλαγή πλανήτη.

  2. - Άστα, μου 'χουν έρθει τα πάνω κάτω τον τελευταίο καιρό. Με έχουν πλακώσει οι... αρρώστιες και στο καπάκι, έχασα και τη δουλειά μου. Τι να πω; Ζητώ ακρόαση Θεού και αλλαγή πλανήτη. Πολλά ζητάω;

  3. Φαντάρος εκ Κρήτης αναλογιζόμενος τι τραβάει, σε ένα αφιλόξενο τάγμα, λέει την εξής μαντινάδα, κοιτώντας μια προς στον ουρανό και μια προς στον τόπο του:

Ζητώ ακρόαση Θεού και αλλαγή πλανήτη
και μια καλή μετάθεση να κατεβώ στην Κρήτη. Δες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παμπάλαιη ελληνική ηχητική απόδοση (που όμως βγάζει και νόημα) του «I can't get no satisfaction», τίτλου / στίχου τραγουδιού των Rolling Stones. Εκφράζει απόλυτα -όσο και διακωμωδεί- την απόγνωση του έλληνα άντρα προς την γυναίκα που, και καλά, τον τρελαίνει. Και, παραδόξως, συμπληρώνει επάξια την (ελληνικής ερμηνείας πάλι) σημασία του στίχου των Stones: I can't get no satisfaction, σο, δεν αντέχω, θα τη σφάξω.

Έχει χρησιμοποιηθεί, αν θυμάμαι σωστά, και σε διαφήμιση για κατσαριδοκτόνο (;).

- Δεν την αντέχω άλλο, ρε πούστη μου, θα την καρυδώσω!
- «Δεν αντέχωωω, θα την σφάξωωωω!»
- Κορόιδευε μαλάκα, κορόιδευε...

(παρακαλώ κάποιον χρήστη, ακούει τζίζας;;;, να ανεβάσει ηχητικό μύδι με τον στίχο αυτό)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα κάνω όλα μόνος μου, δίνω τα ρέστα μου, σηκώνω την ομάδα στις πλάτες μου, ζωγραφίζω, κάνω παπάδες, είμαι μια ορχήστρα μόνος μου. Ενίοτε από ανάγκη γιατί κανείς συμπαίκτης μου δεν τραβάει (όλοι τρομπάρουν) και ενίοτε γιατί είμαι μερακλωμένος και γουστάρω. Σημειωτέον, όταν ο παίχτης σολάρει, όλοι κάθονται ανάμερα άουτ οφ ρισπέκτ και ενίοτε τον σιγοντάρουν χτυπώντας παλαμάκια. Α, τώρα που είπα παλαμάκια, ο πραγματικός σολίστας-μόρτης δεν τα σηκώνει γιατί -και καλά- νιώθει ότι τον μετατρέπουν σε σπετάκολο-περφόρμερ, ενώ αυτός την ώρα του σολάζ κάνει κατάθεση ψυχής.

  1. - Ευτυχώς που έχουμε τον καραφλό να σολάρει από τα δεξιά και ας είναι στα τριανταφεύγα του. Μεγάλη παιχτούρα σου λέω - αν είχε και κεφάλι θα έπαιζε στη Ρεάλ.
    - Σιγά το πάγκρεας που ξεθαρρεύτηκε με το τσικό που έχει απέναντι του. Αν ρίξουν πάνω του τον Σολάρι, θα πάψει να σολάρει.

  2. (σε μάθημα σολφέζ)
    - Όταν εγώ στο πιάνο, εσύ σολάρεις. Δυο, τρία, πάμε!

solaris (από allivegp, 15/05/09)Mount Solaro, Capri, Italy (από allivegp, 15/05/09)Santiago Solari (από allivegp, 15/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρακλάδι / μουσική σκηνή της εξ Αμερικής ανεξάρτητης μουσικής, το οποίο εμφανίστηκε στα μέσα της δεκαετίας των 80, αλλά μεσουράνησε κυρίως στις αρχές και τα μέσα της δεκαετίας των 90, σχεδόν ταυτόχρονα με την εμφάνιση του grunge (το οποίο όμως είχε μικρότερη διάρκεια ζωής) και όπως και εκείνο «λάνσαρε» ένα ιδιαίτερο τρόπο ζωής, παράλληλα με τους ξεχωριστούς ήχους που έφερε στο προσκήνιο.

Ετυμολογικά, προκύπτει από τις αγγλικές λέξεις «low fidelity» (χαμηλή πιστότητα, σε αντίθεση με το πολυφορεμένο «hi-fi» - high fidelity). Η μουσική (και οι μουσικοί) χαρακτηρίζονταν από ένα (ανεπιτήδευτο συνήθως) ατημέλητο στυλ, οι κιθάρες ήταν παράφωνες, ο ήχος ακατέργαστος (λιγότερο σκληρός και μελαγχολικός πάντως από το grunge), ενώ κοινός τόπος ήταν και οι κακής ποιότητας ηχογραφήσεις (εξ' ου και lo-fi).

Τα αντιπροσωπευτικά συγκροτήματα πολλά: Pavement, Sebadoh, Dinosaur Jr., Yo La Tengo, Silver Jews, Guided by Voices, Grandaddy και Modest Mouse, μεταξύ άλλων.

Παρόλο που η σκηνή απέκτησε αρκετούς φανατικούς οπαδούς (ακόμα και στη χώρα μας), άρχισε να παρακμάζει μετά το 2000, κυρίως λόγω της διάλυσης πολλών εκ των αντιπροσωπευτικότερων συγκροτημάτων.

Η έννοια «lo-fi» μπορεί άνετα, πέρα από τη μουσική αναφορά της, να αποδώσει έναν χαρακτηρισμό σε ένα πρόσωπο ή κατάσταση, ότι δηλαδή είναι χαμηλής πιστότητας, είτε με τη καλή (εκκεντρικότητα, φρεσκάδα, πρωτοτυπία, κάτι πέρα από τα συνηθισμένα), είτε με την κακή έννοια (κυριολεκτικά). Επιβάλλεται ιδιαίτερη προσοχή στη χρήση, όσο και στη κατανόηση, η οποία πάντα πρέπει να βασίζεται και στα συμφραζόμενα.

  1. - ...και μετά το Μέγαρο, πήρα τηλέφωνο το Μαράκι και πήγαμε Decadence...
    - Σπεκ, Ιεροκλή είσαι και πολύ lo-fi τύπος μιλάμε...

  2. - Ρε θυμάσαι το παλιό στερεοφωνικό στο σπίτι των γονιών μου που ακούγαμε Floyd; Το δώσανε σε παλιατζή...
    - Καλά κάνανε στη τελική, μετά από τόσα χρόνια θα έβαζες πάνω βινύλιο και θα το χαράκωνε.... από hi-fi που ήταν κάποτε, κατάντησε lo-fi...
    - Χεχε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified