Further tags

Χρησιμοποιείται για κάποιο άτομο που δεν έχει ξανακαπνίσει τσιγάρο από μαριχουάνα.

-Ρε παιδιά παίζει κανα τσιγαριλίκι;
-Ρε σεις τι είπε η μαρι...χουάνα η παρθένα;

(από nasos, 17/03/09)Τι είπε η Χουάνα στον Ερμούνδο. (από Galadriel, 14/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και γαμώ τις φάσεις, σούπερ ντούπερ σπέσιαλ, ανεπανάληπτο (όχι του Βοσκόπουλου), unpektable

-Μαλάκα, πήρα ένα mini disk με ραπιές, μιλάμε τζαμάικα!

-Ω ρε μάνα μου, αυτό είναι; Τζαμάικα φίλε, μπατιλικώνει άγρια. (Εφηβική αντίδραση μπροστά σε μηχανάκι)

(από Vrastaman, 10/03/09)(από Vrastaman, 10/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρώ (ή παρώου): Το προχώ αντίθετο του προχώ. Ο μη παρωχημένος τρόπος να πεις «παρωχημένος».

Ασιστ: acg

-Τι στυλ κι αυτό! Πολύ παρωχημένο!
-Παρώ είσαι εσύ, που λες «παρωχημένο»!

Είναι παρωχημένο να λες παρωχημένο, αλλά δεν είναι παρώ να λες παρώ!

Δες και κομμέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συναντάται μεταξύ των γκεϊμεράδων. Πωρωμένος σημαίνει, ο τυπάς που έχει κολλήσει στο μηχάνημα, βαράει 24ωρα στο Lineage, και κλέβει λεφτά από το πορτοφόλι του μπαμπά του για να πάει στο ίντερνετ καφέ της γειτονιάς του.

- Ρε Μιχάλη, πάλι εδώ σε βρίσκω. Τι θα γίνει ρε, θα βγούμε για κανένα γκομενάκι;
- Μπα, παίζω εδώ Counter και τη βρίσκω άγρια!
- Τι πωρωμένος είσαι εσύ ρε; Πώς πωρώθηκες έτσι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λήμμα εμπνευσμένο από τίτλο (υπαρκτής;) «ερωτικής ταινίας» ο οποίος παρωδεί το θεατρικό έργο «Ο έμπορος της Βενετίας» του Σακεσπύρου.

Θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει κάποιον που έχει εξαιρετικές ικανότητες σε έναν τομέα ή ως ειρωνικό συνώνυμο του γκραν γαμάω.

α)
- Μαααλάκα... πως κατάφερες να ξαναστήσεις ολόκληρο το LAN του κτιρίου σε 5 λεπτά;!
-Αγόρι μου... δεν με λένε τυχαία «έμπειρο της Βενετίας» στο networking...

β)
-Σου λέω μην αγοράσεις άλλες μετοχές... η επιχείρηση είναι φιάσκο...
-Κοίτα ρε τη νούλα που την είδε «έμπειρος της Βενετίας» και δίνει και συμβουλές!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα απο τα άσχημα είδη κώλου. Παρατηρείται ως επί το πλείστον σε χοντρούς/-ές. Το όνομά του προέρχεται από το κάτω τριγωνικό σχήμα του, που ολοκληρώνεται αριστοτεχνικά με μια μικρή οπή κοντά στην κορυφή του τριγώνου και θυμίζει σε γενικές γραμμές τον «κώλο» της κατσαρίδας. Οι εικόνες που έρχονται στο μυαλό μου μόλις ακούω την λέξη αυτή είναι γεμάτες ιδρωμένους χοντρούς κώλους και άσπρες χεσμένες βράκες...
Γνωστοί κώλοι-κατσαρίδα είναι του χοντρού (Πρέστον) από τη σειρά «Jackass» και του Πιγκουίνου (Ντάνι ντε Βίτο) από το «Batman»..

- Κατσαριδοκτόνο έφερες;
- Τι λες ρε;;
- Για κοίτα μια κατσαριδο-κώλα!
- Αχου μωρέ , θα συγκαούν τα μπουτάκια της...!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υβριστικός χαρακτηρισμός για μια πανταχόθεν και πλήρως διακεκορευμένη γυναίκα ή λουγκρίτσα, αυτή της οποίας το μουνί ή / και η σούφρα έχουν κυριολεκτικά υπερχειλίσει από σπέρμα.

Βλ. επίσης: στα μπούτια τα γιαούρτια.

- Γιαουρτομούνης δημοσιογράφος: Σε ποια λάθη δείχνεις τη μεγαλύτερη επιείκεια;
- Π. Χατζηστεφάνου: Στις κοντοψώλες σαν και σένα.
- Γιαουρτομούνης δημοσιογράφος: Τι συναισθήματα σου προκαλεί ένα ωραίο γυναικείο κορμί;
- Π. Χατζηστεφάνου: Εμετό.
- Γιαουρτομούνης δημοσιογράφος: ...και ένα αντρικό κωλί;
- Π. Χατζηστεφάνου: Καύλα. Όχι όμως το δικό σου που είμαι σίγουρος ότι είσαι γιαουρτομούνα.

(Συνέντευξη του Παναγιώτη Χατζηστεφάνου σε Κύπριο δημοσιογράφο που δημοσιεύτηκε από τον blogger Ππουστόπαιδο εδώ)

Δες και -μούνα, -γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα αντίγραφα, πανομοιότυπα έγγραφα, εκ του αγγλικού copy, πληθ. copies. Στην κυριολεξία.

Σλανγκιστί ο όρος χρησιμοποιείται από τους καυλοτίμονους που ασχολούνται με το ευγενές άθλημα του στησίματος των διαφόρων κωλοφτιαγμένων αυτοκινήτων τους. Σημαίνει ότι η κόντρα έληξε ισοπαλία, 0-0, πήγαιναν εντελώς τελείως μαζί και δεν μπορεί κανείς να πει ότι υπήρχε διαφορά (εκτός αν είναι μουτζουξυλιάρης), όπως δύο κόπιες δηλαδή.

Συντάσσεται με το ρήμα «πάω», κυρίως στον παρατατικό.

- Πώς πήγε ρε Λάκη το χθεσινό στην Κερατέα; Το 'στησες το χρέπι σου με το EVO του Μητσάρα με τα 1500 άλογα;
- Ποιό χρέπι ρε άσχετε; Χρέπι το Ιμπιζάκι το Top Gun; Σε πληροφορώ ότι πηγαίναμε κόπιες μαλάκα...
- Ναι ε;... Εκείνος το ξέρει; Τσου ρε Λάκη...

(από acg, 26/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Τιραμισουρεαλιστική σλανγκική εκφορά του αγγλικού what a pity= τι κρίμα!, με ειρωνία για τον καραμελοδραματικό τρόπο που το τελευταίο λέγεται σε σαπούνια. Για μεγαλύτερο σλανγκικό εφέκτ, η έκφραση μπορεί να ειπωθεί και για ένα ωραίο σπίτι.

- Έμαθες τι έγινε στο The Slang & The Restless; Πέθανε ο Επαμεινώνδας την ώρα που έκανε σεξ με την Λάουρα, από υπερβολική κατάποση Βιάγκρα!
- What a σπίτι! Ήταν καλός άνθρωπος ο καημένος! Αλλά φαίνεται είχε τελειώσει το συμβόλαιο του ηθοποιού κι έπρεπε κάπως να τον ξεκάνουν! Να δεις που άμα θα θέλει να γυρίσει πίσω ο ηθοποιός, θα τον αναστήσουν οι απεόφοβοι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που καθιερώθηκε από γνωστή παρωδία-ντουμπλάρισμα ινδικού τραγουδιού στα ελληνικά, το οποίο ανέβηκε πριν λίγο καιρό στο συσιφόνι.

Λέγεται σε περιπτώσεις όπου, η κοπέλα / αρραβωνιαστικιά / σύζυγος κάποιου είναι για τον πέουλα όσον αφορά στις δουλειές του σπιτιού, το μαγείρεμα και τα συναφή, αλλά της συγχωρούνται όλα, λόγω παρουσιαστικού ή λοιπών κρυφών προσόντων.

Βλέπε μήδι νο. 1

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified