Further tags

Στα τέτοια μου, δεν με νοιάζει, μη σε νοιάζει, δεν τρέχει τίποτα, μου είναι αδιάφορο.

- Ρε μεγάλε, με πήρε τηλέφωνο από τη σκοπιά η αλλαγή σου και είπε ότι έχεις ξεχάσει το κράνος σου. - Κλάιν μάιν ρε, θα το πάρω μετά το φαγητό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση η οποία δείχνει ότι κάποιος δεν ενδιαφέρεται, είναι επιπόλαιος ή αδιάφορος.

Συνδιάζεται και με την προσθήκη και απάνω τούρλα και γίνεται «ζαμάν φου και απάνω τούρλα».

- Ο Γιώργος αγόρασε σπίτι στο βουνό.
- Μα χρωστάει και της Μιχαλούς ...
- Καλά αυτός είναι ζαμάν φου.
- Ναι, ζαμάν φου και απάνω τούρλα!

Σάκης Μπουλάς, "Ζαμανφού". (από Hank, 10/02/09)

βλ. και ζαμανφού, ζεμανφουτίδης, ζαμανφουτίστας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για κλασσική ελληνοαμερικλανιά που σημαίνει «τηλεφώνησε στον μάστορα να φτιάξει την στέγη».

Υπάρχει ανεξάντλητος θησαυρός τέτοιων γλωσσολογικών κομψοτεχνημάτων και η παρακάτω λίστα δεν αγγίζει παρά την κορυφή του παγόβουνου.

Βλ. και φρηζάραν τα λέκια και πλάκωσαν τα μπηλοζήρια.

Αλάρμι, το: Ξυπνητήρι (< alarm)

Aρονόου: Δεν ξέρω (< I don't know)

Βακέσιο, το: Διακοπές (< vacations)

Βοήθησε τον εαυτόν σου: Τσίμπα ένα μεζέ (< help yourself)

Γκαντέμης, ο: Αναθεματισμένος (παρατυμολογικά συνδέεται με το goddamn).

Γκρίλα, η: Σχάρα ή ψητοπωλείο (< grill)

Δώσε κώλο: Τηλεφώνησε (< give a call)

Κάρο, το: Αυτοκίνητο (< car)

Καρπέτο, το: Χαλί (< carpet)

Κέκι, το: Κέικ (< cake)

Κομπιούτα, η: Υπολογιστής (< computer)

Κοντρακταδώρος, ο: Κατασκευαστής (< contractor)

Κοντράκι, το: Συμβόλαιο (< contract)

Κόρι(α), το(α): Νόμισμα των 25 σεντ (< quarter)

Λέκι, το: Λίμνη (< lake)

Λέρωσε το μέρος: Ντομάτα και μαρούλι (< lettuce and tomatos)

Μαρκέτα, η: Μαγαζί / αγορά (< market)

Μασίνι, το: Μηχάνημα (< machine)

Μένω στους 4 δρόμους: Η διεύθυνσή μου είναι στην 4η Οδό (< I live in 4th Street)

Μονεώρα, η: Τραπεζικό έμβασμα (< money order)

Μουβαίνω: κινούμαι (< move)

Μούφλα, η: Εξάτμιση (< muffler)

Μπαγκανότα, η: Χαρτονόμισμα (< bank note)

Μπάνκα, η: Τράπεζα (< bank)

Μπασίκλα, η: Ποδήλατο (< bicycle)

Μπίζνα, η: Επιχείρηση (< business)

Μπίλι(α), το(α): Λογαριασμός (< bill)

Μπιλοζίρια, τα: Θερμοκρασίες υπό το μηδέν (< below zero)

Μπόξι, το: Κουτί (< box)

Μπόσης, ο: Αφεντικό (< boss)

Μπούκο, το: Βιβλίο (< book)

Μπουτσέρης, ο: Κρεοπώλης (< butcher)

Μωροβίκος, ο: Υπηρεσία μεταφορών (< Motor Vehicle Department)

Ντάινα, η: Εστιατόριο (< diner)

Οπερέτα, η: Τηλεφωνήτρια (< operator)

Πασαπόρτι, το: Διαβατήριο (< passport)

Πίσω υάρδα, η: Αυλή (< back yard)

Πίτσα, η: Ροδάκινο (< peach)

Ραδιέρα: Ψυγείο αυτοκίνητου (< radiator)

Ρούφι(α), το(α): Στέγη (< roof)

Ρουφιάνος, o: Αυτός που επισκευάζει τις στέγες (< roof repairman)

Σάινα, η: Πινακίδα (< sign)

Σαμίτσα, η: Σάντουιτς (< sandwich)

Σέντζι(α), το (α): Το σεντ (νόμισμα) (< cent)

Σήπια, τα: Τα καράβια (< ships)

Σπρίνκλα, η: Περιστρεφόμενο σύστημα ποτίσματος (< Sprinkler)

Στέκι, το: Η μπριζόλα (< steak)

Στόφα, η: Φούρνος (< stove)

Σωμ θυρών: Κάτι δεν πάει καλά (< something wrong)

Τάλαρο, το: Δολάριο (< dollar)

Τρόκι, το: Φορτηγό (< truck)

Τσέκι, το: Επιταγή (< check)

Τσίπης, o: Τσιγγούνης (< cheap)

Τσούνγκα, η: Τσίχλα (< chew gum)

Τυρούμι, το: Tεϊοποτείο (< tea room)

Φαγιαδώρος, o: Πυροσβέστης (< fire fighter)

Φάνα, η: Ανεμιστήρας (< fan)

Φένα, η: Ανεμιστήρας (< fan)

Φένι, το: Ανεμιστήρας (< fan)

Φλώρι, το: Πάτωμα (< floor)

Φρίζα, η: Κατάψυξη (< freezer)

Φρίζι, το: Κατάψυξη (< freezer)

Χαντόγκι, το: Λουκάνικο (< hot dog)

Χήτα, η: Καλοριφέρ (< heater)

Χοτέλι, το: Ξενοδοχείο (< hotel)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εντελώς άστηθη γυναίκα, επηρεασμένο από τις εντελώς επίπεδες τηλεοράσεις φλάτρον.

- Γλυκιά είναι ρε συ αλλά εντελώς φλάτρον, εγώ θέλω να πιάνω πράμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλαψουρίζω (συνήθως παρόντος κάποιου άλλου), γκρινιάζω συνέχεια, παρατεταμένα, ενοχλητικά δοθείσης πρώτης ευκαιρίας.

Εναλλακτικά: παραπονιέμαι για τα πάντα, νιώθω ο αδικημένος της ζωής.

Προέλευση/ετυμολογία: από την αγγλική λέξη «whine». Η ελληνική έκδοση προσθέτει το στοιχείο του ενοχλητικού, του συνεχόμενου και παρατεταμένου με αποτέλεσμα το σπάσιμο νεύρων του συνομιλητή/παρηγορητή.

  1. -Τι θα κάνεις τώρα, θα συνεχίσεις να γουαϊνάρεις για τις γκόμενες ή θα κοιτάξεις λίγο τον εαυτό σου; Δεν αξίζει να χαλιέσαι γι' αυτή.

  2. - Ορεστάρα, μη γουαϊνάρεις ρε φίλε για το μέιτζ, μια χαρά είναι το κλας μας έχεις πάρει τ' αυτιά τόσην ώρα.

  3. - Μην τον φέρεις ξανά στην παρέα δεν αντέχω αυτό το γουαϊνάρισμα για την πορεία του Παναθηναϊκού όλη την ώρα, φτάνει πια!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

'Ακλιτος επιθετικός προσδιορισμός με διττή σημασία:

1) Ανυπέρβλητος, ακαταμάχητος, ασυναγώνιστος, ασύγκριτος, αυτός που υπερέχει τόσο πολύ των άλλων που ταράζει τις ισορροπίες.

2) Θαυμάσιος, καταπληκτικός, θεσπέσιος.

Εννοιολογικές παρατηρήσεις: Η αρχική σημασία του «ίμπα» ήταν η αναγραφόμενη στην περίπτωση 1, όμως σταδιακά το στοιχείο της συγκρίσεως εκφυλίστηκε με αποτέλεσμα να χρησιμοποιείται και με την έννοια 2.

Προέλευση/ετυμολογία: Προέρχεται από το αγγλικό «imbalanced».

  1. - Καλά αυτό το αμάξι είναι εντελώς ίμπα. Ένα τέτοιο θέλω να πάρω κι εγώ.

  2. - Συγνώμη, πας καλά; Θα τα βάλεις μ' αυτόν; Ο τύπος είναι ίμπα, δεν έχεις καμία ελπίδα.

  3. - Άντε μωρέ κωλόνουμπε, έχεις τον ίμπα χαρακτήρα και μιλάς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαλλιστί το οφθαλμόλουτρο. Το μπανιστήρι. Για πολλούς θεωρείται το καλύτερο κολλύριο για άνδρες αφού, στην προσπάθεια για ζουμάρισμα σε επίμαχα σημεία, οι δακρυγόνοι αδένες παράγουν δάκρυ, το οποίο βοηθά στο σφουγγάρισμα του ματιού από την αιθάλη και τους λοιπούς ρύπους της σύγχρονης εποχής. Κανονικά οι οφθαλμίατροι θα πρέπει να το προτείνουν και να το συνιστούν στους πελάτες τους. Με μέτρο όμως. Γιατί η κατάχρηση θα μπορούσε να φέρει εμφράγματα στους πελάτες τους, αλλά και έξτρα πελατεία για τους καρδιολόγους συναδέλφους τους.

Φίλοι πίνουν καφέ στην Πασαρέλα, στο Πασαλιμάνι και βλέπουν έναν παραλυμένο γέρο να παίρνει μάτι με τις ώρες ζαχαρώνοντας τα διερχόμενα πιπίνια που περνούν από εκεί. - Ρε... για κόψε το ραμολί πώς κοζάρει τα γκομενάκια...
- Οφθαγμό ντε λούτρ φίλε μου. Ό,τι πρέπει για τον καθαρισμό ματιών!
- Ναι αλλά το κάνει ώρες. Τρέμει που τρέμει σα ζελές, στο τέλος θα πάθει κανα έμφραγμα και θα φύγει για θυμαράκια μεριά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελληνιστί, η διαδικασία του καφεδιάσματος, της καφεποσίας με στόχο την αύξηση του επιπέδου της καφεΐνης στο αίμα κατά το ξεκίνημα της ημέρας ή της καθημερινής εργασίας και με απώτερο στόχο το ντιτεκτάρισμα (αναγνώριση) των περιφερειακών μονάδων του οργανισμού μας, το κατάλληλο mind downloading και την ομαλή ένταξη στις απαιτήσεις της μέρας. Θεωρείται δε θεραπεία αφού συμβάλλει στην ενδυνάμωση του οργανισμού. Ο όρος εν συντομία μπορεί να λεχθεί απλά ως coffee therapy.

To Coffee therapy στις δημόσιες υπηρεσίες
Είναι πολύ ενδιαφέρουσα, ειδικά στις δημόσιες υπηρεσίες η τελετουργία του καφεδιάσματος. Εκεί γίνεται συνάντηση των διαφόρων group υπαλλήλων με στόχο να καφεδιαστούν πριν ξεκινήσουν να δουλεύουν. Η συνάντηση γίνεται λίγο μετά την έναρξη του εργασιακού ωραρίου αλλά βεβαίως βεβαίως πριν την έναρξη του ενεργού εργασιακού χρόνου. Μετά γίνεται η κάθοδος των καφεπότων προς την περιοχή των αυτομάτων πωλητών καφέ. Η κάθοδος γίνεται με αργό εντόνως παρακμιακό δημοσιοϋπαλληλικό βήμα. Τα μάτια τους είναι ημίκλειστα και μια διάθεση βαρεμάρας πλανάται τριγύρω ώσπου ξεκινά το δελτίο ειδήσεων, όπου γίνεται συζήτηση κάποιων «ενδιαφερόντων θεμάτων» που διεξήχθησαν την προηγούμενη κλπ. Έτσι η παρέα σιγά σιγά χωρίς να το πολυκαταλάβει, φθάνει στην περιοχή των μηχανημάτων όπου εκεί συναντά και άλλους συναθροισμένους συναδέλφους, όπου το δελτίο ειδήσεων φεύγει από τη σφαίρα του μικρόκοσμου του μικρού group και αγκαλιάζει πλατύτερες μάζες. Και ο μπαγάσας ο χρόνος τσουλάει ανελέητα...
Μετά κρατώντας το τροπαιούχο κύπελλο και πάντα με βαρεμάρα και με το γνωστό αργό βήμα, και παρόλο που έχουν πάρει κάποιες πρώτες τζούρες καφέ, και τα βλέφαρα έχουν αρχίσει να ανοίγουν, τα παιδιά πάνε για να αράξουν προς τις θέσεις εργασίας τους. Αργότερα επαναλαμβάνουν το cofee therapy procedure με στόχο τώρα, να θεραπευθούν από την ανία και την πλήξη που αισθάνονται για την αναδουλειά που τους δέρνει αναζητώντας νέα κανάλια έκφρασης, προχωρώντας, πίνοντας και συζητώντας. Στη διάρκεια της μέρας βέβαια ακολουθούν και άλλα καφεδιάσματα.
Το πρώτο πάντως καφέδιασμα χαρακτηρίζεται και ως initial(αρχικό), όπου γίνεται προσπάθεια για ενεργοποίηση των εγερτήριων μηχανισμών.
Σημείωση: Το πρώτο καφέδιασμα στις υπηρεσίες αυτές δεν είναι απαραίτητο να γίνεται πρωί, αφού σε πολλές υπηρεσίες υπάρχουν βάρδιες.

Η στάση απέναντι στο coffee therapy
Το coffee therapy για τους καφεπότες θεωρείται μια αγαπημένη συνήθεια, μια απόλαυση, απολύτως ενταγμένη στον τρόπο ζωής. Για τους αντικαφεπότες που πολλοί εξ αυτών είναι πρώην καφεπότες και πρώην καπνιστές που κάποτε έφαγαν τη φλασιά λόγω κάποιων προβλημάτων υγείας να τα κόψουν και τα δύο, το coffee “therapy” είναι μια εξάρτηση. Ωστόσο πολλοί εξ αυτών το έχουν αντικαταστήσει με άλλου είδους εξαρτήσεις, που δεν τις βλέπουν.

Γενικότερη χρήση του όρου
Γενικότερα ο όρος απαντάται και σε άλλες περιστάσεις επικοινωνίας, όπου εκεί ο καφές παίζει υποστηρικτικό λόγο ή πρόφαση για την υλοποίηση της συγκεκριμένης περίστασης (π.χ: ψήσιμο σχέσης). Πολλές φορές, σε τέτοιου είδους περιπτώσεις μπορεί να μην υπάρχει καν καφές στο τραπέζι, π.χ: λέμε να πάμε για coffee therapy με στόχο να μπιριμπιριδιάσουμε με φιλαράκια, και όταν έρθει η ώρα της παραγγελίας να πάρουμε άλλα πράγματα, αφού στη συγκεκριμένη περίπτωση μπορεί να μη χρειαζόμαστε την αύξηση του επιπέδου της καφεΐνης. Αυτό μπορεί να συμβεί πιο συχνά τις βραδινές ώρες. Ωστόσο λέμε πως πάμε για cofee therapy γιατί έχει επικρατήσει από παλαιόθεν, που τα προϊόντα του καφενείου ήταν πιο καφεκεντρικά, να λέμε πως πάμε για καφέ, όταν θέλουμε να βρεθούμε με γνωστούς και φίλους σε καφετέρια. Με το διάβα του χρόνου, το ρεπερτόριο των προϊόντων στις καφετέριες διευρύνθηκε, ωστόσο η λογική για πρόσκληση για καφέ παρέμεινε.

Πρωί πρωί στην εργασία σε συγκεκριμένο εργασιακό χώρο σε κάποια δημόσια υπηρεσία. Ο τελευταίος από τους εργαζομένους του χώρου έχει έρθει πριν είκοσι λεπτά. Κάποιοι έχουν αρχίσει να σερφάρουν στο slang, άλλοι κοιτάνε τον καιρό στο meteo και κάποιοι επιλέγουν να διαβάσουν κάποια ξεκαρδιστικά ανέκδοτα που έχουν σκάσει στο mail τους (τα ανέκδοτα σκάσανε στο mail κάποιου απ' την ομάδα και αυτός τα προώθησε στους υπόλοιπους).
Οπότε σκάει σα σίφουνας ο οργανωτής της ομάδας.
- Ρε μαλάκες. Χαλάτε την πιάτσα. Το ξέρετε; Έχουμε τόση ώρα εδώ και αντί να πάμε για cofee therapy, καθόσαστε και δουλεύετε. Ε...σκλαβάκια !
- Μισό λεπτό ρε φίλε να τελειώσουμε με τα ανέκδοτα και φύγαμε.

Μια κούπα την ημέρα το γιατρό τον κάνει πέρα (από GATZMAN, 16/07/08)Πιο extreme γεύση για να θεραπευτεί η ανία (από GATZMAN, 16/07/08)Η βάση του coffee therapy! Το φάρμακο αδέλφια (από GATZMAN, 16/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αμερικανική έκφραση, ιδιαίτερα δημοφιλής στους κύκλους των φοιτητών, οι οποίοι φημίζονται για τα ιδιαίτερα «άγρια» πάρτυ τους στα διάφορα κολλέγεια και αδελφότητες.

Η φράση περιγράφει εν συντομία την επίδραση της γενναίας κατανάλωσης μπύρας (αν μπορεί να χαρακτηρισθεί μπύρα ο Αμερικάνικος νερουλιασμένος ζύθος), στην υφή του προϊόντος κενώσεων της επόμενης ημέρας.
Κοινώς, η μορφή των σκατών του υπερ-καταναλωτή μπύρας η οποία μοιάζει με λάσπη. Το πρώτο συνθετικό αναφέρεται στην μπύρα Budweiser (ουδεμία σχέση με το ομώνυμο και σαφώς ανώτερο Τσέχικο προϊόν), η οποία είναι γνωστή ως Bud.

Προφανώς, το πρακτικό αποτέλεσμα είναι το ίδιο με οποιονδήποτε ζύθο, πλην όμως η έκφρασις θα έχανε το ομοικατάληκτον και την κωμική της ιδιότητα εάν φερ' ειπείν κυκλοφορούσε ως «Heineken Mud».

Χωρίς να θέλει να προδικάσει, ο καταχωριστής είναι σχεδόν βέβαιος ότι οι άρρενες που διαβάζουν το παρόν, χαμογελούν ενθυμούμενοι ηρωϊκές ημέρες Bud Mud στη ζωή τους...

- Τι έγινε ρε Μήτσο; Κομμένο σε βλέπω...
- Άσ 'τα, χθες είχε beach party και κατέβασα καμιά 20αρια λίτρα μπύρα.
- Τι λες ρε συ! και δε σε τρέχανε στα επείγοντα;
- Όχι, αλλά σήμερα όλη μέρα είχα ενσωματωθεί στη λεκάνη... Το απόλυτο Bud Mud σου λέω...

(από Desperado, 20/07/08)(από Desperado, 20/07/08)

Βλ. και μπεκροχέσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σημασία που δίνεται εδώ αναφέρεται σε κάποιον που ασχολείται καθ' ολοκληρία με μια δουλειά, ή με ένα project. Η συνεργασία είναι η ελάχιστη δυνατή και είναι πιο συνηθισμένη στη δουλειά κατά την επικοινωνία με εξωτερικούς συνεργάτες που προμηθεύουν προϊόντα ή που εκτελούν υπηρεσίες που δεν μπορούμε λόγω φύσης και εμπορικού προσανατολισμού εταιρίας, τεχνογνωσίας ή υποδομής να υλοποιηθούν από την εταιρεία μας.

- Ευνοούνται οι ενδοεταιρικές συνεργασίες στην εταιρία σας;
- Δεν θα τό 'λεγα. Ο κάθε ένας μας έχει φορτωθεί ένα project κατακέφαλα και οδεύει.
- One man show κατάσταση ε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified