Έρχομαι σε κατάσταση νιρβάνας.

Ήπιε τόση πολλή νταφού χτες που την άκουσε κανονικά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μονορούφι. Το λέμε για ποτά, κυρίως για σφηνάκια.

(ακριβώς πριν πιει η παρέα το σφηνάκι)
- Άντε παιδιά άσπρο πάτο!

Got a better definition? Add it!

Published

Πίνω και μεθώ, ωχ αμάν. Πίνω αλκοόλ με σύστημα, με μεράκι, με σκοπό, με στόχο. Πίνω μερακλίδικα. Είμαι ψιλοαλκοόλα. Ή και τελειωμένος.

- Πού είναι ο Μάκης;
- Ε, στο μπαράκι και θα την πίνει, τι ρωτάς και συ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασσική, πλέον, έκφραση. Συνήθως χρησιμοποιείται για υπερβολική χρήση ναργιλέ, που συχνά επιφέρει ευφορία, μαστούρα και παραισθήσεις, ή για παρατεταμένο τσιμπούκι.

Και στις δύο περιπτώσεις, πάντως, έχουμε χειρισμό κάποιου μακριού αντικειμένου με το στόμα.

  1. Έπαλέ, Έπαλε, να χαμε έναν ναργιλέ, φύσα ρούφα τράβα τόνε, να σε βλέπουμε Πελέ! (Σύνθημα οπαδών του Άρη για τον πρώην ποδοσφαιριστή της ομάδας Επαλέ)

  2. Χθες το βράδυ τα είδα όλα! Μια ώρα έπαιρνα πίπα στον Γιάννη και δεν έλεγε να τελειώσει! Φύσα ρούφα τράβα τόνε, ακόμα πονάει το χέρι μου...

προφ από το ρεφρέν του ρεμπέτικου «Δέκα χρόνια δικασμένος»:

Πέντε χρόνια δικασμένος μέσα στο γεντί κουλέ
από το πολύ σεκλέτι το 'ριξα στον αργιλέ

Φύσα ρούφα τράβα τονε πάτα τονε κι άναφτονε
φύλα τσίλιες για τους βλάχους κείνους τους δεσμοφυλάκους

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επέμβαση by-pass, ημιμαθώς. Συνήθως διπλό.

- Άστα Γιωργία μου.
- Τι;
- Ο Χρήστος δε μου φαίνεται και πολύ σόι [sic].
- Τι καλέ; - Τον βλέπω μέσα για διπλό μπάι μπάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολυσχιδής σλανγκιά, εκ του ηχομιμητικού γουργουρίζω. Αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στα εξής:

  • Το δοχείο του ναργιλέ, αυτό που γουργουρίζει όταν τον πίνεις. Οι γούργουρες κατασκευάζονται από γυαλί, πηλό ή κολοκύθα• οι καλύτεροι όμως, από το κέλυφος καρύδας (η λέξη nārgil στα περσικά σημαίνει καρύδα). Εναλλακτικά: γουργού, γούργουρας, γουργούλακας, γουργούλιακας.
  • Η κληρωτίδα, επειδή όταν γυρίζει γουργουρίζει. Εξ ου και η έκφραση «τώρα που γυρίζει ο γούργουλας».
  • Μη σλανγκικά (αλλά αρκούδως λαογραφικά), το λαρύγγι του κόκορα (επειδή γουργουρίζει) και το πήλινο δοχείο σε διάφορες ντοπιολαλιές.

1.
Γουργούς / γούργουλας: ο ναργιλές (από τον ήχο του νερού κατά το ρούφηγμα που μοιάζει με γουργουρητό

2. οι «ειδήμονες» του ναργιλέ λένε ότι ο καρυδάτος γούργουλας είναι ασυναγώνιστος

3.
Τώρα που γυρίζει ο γούργουλας, ποντάρετε παρακαλώ… Να ξεπουλήσουμε την πατρίδα, τη χώρα που γεννάμε τα παιδιά μας! Άλλος δοσίλογος, ποντάρετε παρακαλώ…

4.
Λοιπόν…στοιχηματίζω ολόκληρο το βασίλειό μου της Δανιμαρκίας, που δεν είναι βέβαια και τίποτα σημαντικό έτσι σάπιο που κατάντησε, αλλά αυτό έχω αυτό βάζω, βάλτε και σεις παιδιά, μαύρο κόκκινο, λάδι για την καντήλα, εδώ κληρώνει ο γούργουλας, πως αν ο επικείμενος πρώτος τους δίσκος τους Let The Sunburnt Country Burn -αν και όποτε βγει- θ’ αφήσει εποχή…

(από σφυρίζων, 18/07/13)(από σφυρίζων, 18/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Στην αργκό των χασικλήδων, δηλώνει ότι αυτός που έστριψε το γάρο είναι ο ίδιος που θα το σκάσει (ανάψει).

- Ποιος το σκάει;
- Στρίφτης σκάστης είπαμε...

Σε άλλες γλώσσες: wer baut, der haut (γερμανικά).

Χασισοσοφία: να γυρίζει, στρίφτης σκάστης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Τα φλόκια.

  2. Τα σάλια που σου κρέμονται αφού ξέρασες μετά από απίστευτη κραιπάλη (συνήθως όταν έχεις πιεί ένα τελωνείο) και μοιάζουν λες και έχεις καταπιεί ένα παπούτσι του τένις.

  1. -Και που λες την έχυσα στη μούρη...
    -Έλα ρε! Και τα κορδόνια;
    -Τα κατάπιε όλα...

  2. (συνέχεια από το προηγούμενο)
    -Σωστός...
    -Ναι το άλλο όμως δεν σου είπα...
    -Τι;
    -Αηδίασε, πρώτη φορά το έκανε...
    -Και;
    -Ε, ξέρασε πάνω μου... φαντάσου κολώδη σκοινιά κορδόνια από το στόμα της πάνω μου...
    -Πωωω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά νεανικό ευφημισμό, το τσιγαριλίκι. Έκφραση που προέρχεται από το αποτέλεσμα της κατανάλωσης ινδικής καννάβεως, δηλ. τη δημιουργία καλής διάθεσης, χωρίς αιτία. Χαρακτηριστική εικόνα και από τον κινηματογράφο, όπου όσοι εμφανίζονται με νταφού στο στόμα, χαζογελάνε και βρίσκονται σε ευθυμία.

Στίχοι Τζίμη Πανούση:

«Μια αφίσα Τσε Γκεβάρα λίγα γελαστά τσιγάρα κλείνω στο δωμάτιο μου παίρνω τον ομματιών μου κάνω κότσο το μαλλί μου και μαθαίνω στο παιδί μου να μισεί το Φρανκ Σινάτρα να τη βγάζει τσάτρα-πάτρα»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαστουρώνω, φτιάχνομαι, ζαλίζομαι, μεθάω, είμαι σε κατάσταση εδώ πατώ αλλού βρίσκομαι. Σπανίως χρησιμοποιείται και αντί του την είδα.

  1. - Πώωω, την έχω ακούσει από τη νύστα και δεν ξέρω τί μου λες.

  2. - Ο Χρήστος από τότε που έγινε λοχίας την άκουσε στρατηγός. Καμία σχέση με όπως τον ήξερα.

Στο 2.22 (από Khan, 01/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified