Η φράση αυτή λέγεται σε ήπιο και κοροϊδευτικό τόνο προς κάποιον που σε έχει εκνευρίσει και είναι συνώνυμο του «μου τα 'κανες τσουρέκια / πεπόνια», μου τα έχεις σπάσει κ.τ.λ... Εμπεριέχεται όμως σ' αυτήν ένα καλλιτεχνικό περιεχόμενο, αφού ο ποιητής γίνεται ζωγράφος των ίδιων των γεννητικών του οργάνων, εξαιτίας του ατόμου που τον εκνεύρισε...

Μετά από ώρες κρεβατομουρμούρας της γυναίκας:
- Κατάλαβες τι θέλω άντρα μου;
- Ναι.
- Και;;
- Στ' αρχίδια μου σε γράφω και κάνω τον ζωγράφο!!!χαχαχαχαχαχαχα!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποδανά = Πίνεις γάρα;

Η φράση χρησιμοποιείται όταν θές να μάθεις αν κάποιος πίνει φούντα και δεν θες να φανερωθείς στους τριγύρω σου προκαλώντας αντιδράσεις δυσφορίας.

Επίσης, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για άλλες ουσίες (π.χ. νισπεί κακό;) με τον ίδιο πάντα σκοπό.

- Αρχηγέ μου, νισπεί ραγά;
- Εννοείται (χαμόγελο).
- Ωραίος! Άμα θές έλα πίσω για άραγμα σε 5.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέλευση: στρίψε (το) τίποτα => (ανάποδα) ψεστρί το ποτατί.

Η φράση χρησιμοποιείται όταν κάποιος ζητάει σε ένα άλλο άτομο να στρίψει ένα τσιγάρο κάνναβης.

Η φράση αυτή έχει δημιουργηθεί από παράφραση λέξεων ηπειρωτικής διαλέκτου.

- ΕΕΕ! Ψεστρί το ποτατί.
- Μα πάλι ρε μαλάκα;
- Τι πάλι ρε; Πριν μισή ώρα ξανάπιαμε. Άιντε ξεκίνα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μάγκικος αναγραμματισμός της φράσης «γελάς, μουνάκι».

Δεν αποτελεί υποχρεωτικά μέρος διαλόγου. Απαντάται και σε ρητορικούς μονολόγους όπου ο ευρισκόμενος σε κλητική πτώση εν τη αγνοία του γελά ανέμελος προ κάποιας επικείμενης ενέδρας. Ο δε τονισμός της φράσης κλιμακώνεται όπως ακριβώς και στην επική φράση του ταξίαρχου Θεοχάρη «...σκουλήκι...», διατυπωμένη από αμφότερους τους δύο τρισμέγιστους διδάσκαλους Βασιλείου και Σεφερλή.

Ο αναγραμματισμός ακολουθεί την πεπατημένη του δήθεν εξευγενισμού γνωστών παλιοκουβεντών του τύπου τσαπού, λακαμάς κλπ.

  1. (Σουρρεαλιστική προσθήκη σε ιστορικό διάλογο)

- Με θυμάσαι ρε πούστη;;
- Όχι (χαμογελώντας)
- ... μουνάς, γελάκι...

(... ακολουθεί το γνωστό μακελειό)

  1. (Εκτός διαλόγου - απόσπασμα από το μονόπρακτο «Περιμένοντας τον κοντό που μου έφαγε την γκόμενα»)

... Α, ρε πουσταρά, αρχίδι του δάσους... έβγα απ'τ' αμάξι, ρε ξεκωλιάρη και θα μαζέψεις και για το σπίτι... μουνάς, γελάκι...

(από Abas, 14/01/10)

βλ. και χασίστες και φουντικοί, γλωσσεύω την μπέρδα μου, φρόας τας σένας, καθώς και τα εκάστοτε σχόλια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιθετικός προσδιορισμός που χρησιμοποιείται για χαρακακτηρισμό γκόμενας.

Πρόκειται για αναγραμματισμό τη λέξεις πουτανίτσα και χρησιμοποιείται αντ' αυτής συνηθως σε καβγάδες.

Aν η γκόμενα ειναι ξανθιά και αναρωτηθεί τι εννοείτε, μπορείτε να την διαβεβαιώσετε ότι πρόκεται για γνωστή κινέζικη φράση με σημασία της επιλογής σας.

Πάλι χωρίς βρακί γύρισες μωρή; E, είσαι τσανιτάπου... πάει τέλειωσε!

Δες ακόμη: τσανιτάπου, ποδανά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λήμμα που ακούστηκε στο τραγούδι των Ημίζ «Ο διαβολος κατέβηκε ξανά στον Χολαργό». Συντάσσεται με το ρήμα ρουφάω και δηλώνει την κλασική φράση παίρνω τον πούλο.

- Ρε συ, ζήτησα από τον γέρο μου 50 ευρά και αυτός οχι μόνο δεν μου έδωσε αλλα μου τα ζάλισε κιόλας περι σπατάλης.
- Εμμμμ... ευρά ήθελες; Ρούφα την τσαμπού τώρα.

Βλέπε και τσαπού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλος τρόπος για να πει κανείς πάρε τον πούλο, με το τσάκα να βγαίνει από το τσάκωσε (=πάρε) και την τσαπού να είναι τα ποδανά για το τρίτο το μακρύτερο. Σημαίνει πάρ' τ' αρχίδια μου, αλλά και επιθετικότερα άντε γαμήσου ή σπάσε.

Πολλές φορές χρησιμοποιείται και σαν σύνθημα: τσάκα την τσαπού, ολέ ολέ!

  1. - Άντε, θα παίξεις τάβλι; Μια ώρα κάνεις να ρίξεις!
    - Εξάρες, κέρδισα! Τσάκα την τσαπού!
    - Φτού!...

  2. (Ζευγάρι φλώρου-υπεργκόμενας περνάει, κάποιος κοιτάζει τα μπούτια της γκόμενας και ο φλώρος ζητάει τα ρέστα)
    - Τι κοιτάς ρε, θέλεις τίποτα;
    - Τσάκα την τσαπού φιλαράκι γιατί θα βρέξει σφαλιάρες!

(από notheitis, 15/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Ποδανά για το μαχαίρωμα στο πόδι.

- Άσε ρε φίλε έπαιξε χθες ζόρικο σκηνικό Ροτόντα.
- Τι φάση ρε;
- Αλβανία Πακιστάν, κύπελλο συνομοσπονδιών. Πήγε ο καψερός ο πάκης να σπρώξει κάτι σπιρτόκουτα και τον πήραν χαμπάρι τα αλμπάνια και τον σάπισαν. Έφαγε και ένα ριμάχαι στο τιμπού.
- Ωραίιιιιια σκηνικά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παίζει, στα ποδανά. Η πιο χαρακτηριστική λέξη στην ιδιόλεκτο αυτή. Χρησιμοποιείται απ' όλους και αντέχει στο χρόνο. Για λόγους λυνξ επίσης, πιστεύω ότι έπρεπε να καταχωριστεί μόνη της.

Άρνηση: δε ζειπαί.

- Πάμε στη συναυλία μεθαύριο;
- Ξέχνα το, δεν ζειπαί, εξαντλημένα.

Got a better definition? Add it!

Published

Λατινοπρεπής έκφραση απαράμιλλης αγαλλίασης για τη στιγμή που, είτε λόγω ροζαλίας, είτε λόγω μετάθεσης, το δυστυχές κωλοφάνταρο που έφαγε λίγα από τα νιάτα του στην πινέζα ή έστω λίγο νοτιότερα στον Έβρο, μαζεύει υπογραφές και διακηρύσσει στους γύρω του στα ποδανά ότι ο Έβρος γι' αυτόν τελείωσε, Έβρος τέλος > λος έβρος τε!

- Και εμείς που ήμασταν δίπλα στο σπίτι μας και το βλέπαμε με τις διόπτρες δηλαδή καλύτερα περάσαμε; Πως κάνεις έτσι;
- Πού να καταλάβεις εσύ ρε... Τέσπα, los evros te, λος έβρος τεεεεε! Λελέ ρε, γκατζολελέ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified