Τα κασέρια.

Τα φλόκια.

-Η Μαρία τα τρώει τα κασέρια;
-Ναι ρε, γουστάρει τα αλμυρά!

Got a better definition? Add it!

Published

Γιαούρτια, εν προκειμένω, είναι τα χύσια.

Η πλήρης έκφραση είναι «στα μπούτια τρέχουν τα γιαούρτια». Και τρέχουν στα μπούτια όχι διότι για εκεί προορίζονταν (βλ. μπαντανάς), αλλά διότι το μουνί -ή ο κώλος- αδυνατεί να συγκρατήσει τέτοια μεγάλη ποσότητα σπέρματος και, βασικά, έχει ξεχειλίσει. Υπονοείται ίσως ότι δεν έχυσε μόνον ένας, αλλά πολλοί.

Πρόκειται για παλιά γηπεδική ιαχή η οποία, για κάποιο λόγο, ήταν δημοφιλέστερη στο μπάσκετ απ' ό,τι στο ποδόσφαιρο. Χρησιμοποιείται μεταφορικά για να δείξει την πλήρη κατατρόπωση.

  1. "Στα μπούτια, στα μπούτια τρέχουν τα γιαούρτια". (Ιαχή της εξέδρας)

  2. - Την αρπάξατε πάλι την κατοστάρα, αγορίνα μου ... στα μπούτια τα γιαούρτια, μαλάκες, που πήγατε και να μας κουνηθείτε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άντε παράτα μας, άει γαμήσου κτλ.

Τι λες ρε φίλε, σοβαρά... Φάε κάναν πεθαμένο να χορτάσεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εξήγηση είναι προφανής. Όταν η σκατολογία συναντάει το χρηματοοικονομικό σύστημα! Φαίνεται ότι υπάρχει χαρτονόμισμα δικούραδο, όπως το δίευρω. Η έκφραση χρησιμοποιείται για να αποστομωθεί κάποιος ξερόλας, ή κάποιος ενοχλητικός τύπος, ο οποίος έχοντας το θάρρος μας περιπαίζει λίγο παραπάνω.

(ξερόλας)
- Και, όπως σου έλεγα, οι Εβραίοι έχουν βαλθεί να ξεριζώσουν και να μειώσουν τους απανταχού Έλληνες, γιατί εμείς, ως έξυπνος λαός τους είμαστε εμπόδιο. Στο απέδειξα προηγουμένως. - Συμφωνώ, αλλά μήπως σου βρίσκονται ψιλά σκατά να μου χαλάσεις δυο κουράδες, με τους Εβραίους και τους Υπερέλληνες. Οι Εβραίοι ρε παπάρα φταίνε για τα χάλια μας;

(ενοχλητικός)
- Γιωργάκη, πού χάθηκες ρε φίλε;
- Σπίτι, δουλειές, ξέρεις.... εσύ Θάνο;
- Εγώ άκουσα ότι η Μαιρούλα σου 'χει βάλει τα δύο πόδια σ' ένα παπούτσι (μας πείραξε αυτό το σχόλιο, γιατί είμαστε και ανατολίτες, και γιατί o Θάνος είναι φίλος της Μαιρούλας, και την χαλβάδιαζε στο σχολείο).
- Μήπως έχεις ψιλά σκατά να μου χαλάσεις δύο κουράδες, γιατί βιάζομαι και η Μαιρούλα θα μου βάλει χέρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νομίζω είναι προφανές τι ξύνει αυτός στον οποίον αναφέρεται η έκφραση, οπότε το προσπερνάμε...

Λέγεται για αρχιτεμπέλαρους, που αφοσιώνονται στο να μην κάνουν τίποτα ή στο να κάνουν κάτι αμφιβόλου σημαντικότητας και σημασίας.

Λέγεται τόσο για άντρες όσο και για γυναίκες, γιατί συχνό φαινόμενο αποτελεί η φαγούρα στο επίμαχο σημείο και στους δύο.

  1. -Βρήκε δουλειά ο αδερφός σου;
    -Σιγά μην έβρισκε... Αφού βαριέται που ζει ο άνθρωπος, κάθεται όλη μέρα σπίτι και το ξύνει και βαριέται να κουνήσει το δαχτυλάκι του ποδιού του.

  2. -Σταμάτα να το ξύνεις όλη μέρα στον υπολογιστή, βγες λίγο έξω, πήγαινε καμιά βόλτα...
    -Όχου, δε μας χέζεις ρε Νταλάρα!

Βλ. και ξύνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται στην κατάσταση που έχει περιέλθει κάποιος έπειτα από υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ: συγκεκριμένα στην πολλαπλή αποβολή ασυνήθιστα μεγάλης ποσότητας γαστρικού περιεχομένου εκ του στόματος.

Ο «κώλος» χρησιμοποιείται αυθαίρετα και συνειρμικά, καθώς ο περί ου ο λόγος ντίρλας αποβάλει τα ίδια του τα σωθικά, έχοντας χάσει τον έλεγχο του εαυτού του.

Ρε τα έμαθες για τη Βάλια;Προχθές που βγήκαμε έξω ήπιε όλο το Βόσπορο και μετά ξέρναγε το κώλο της.Αφού τη πήγαμε στο νοσοκομείο και τη βάλανε στον ορό για να συνέλθει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται τις φορές που σφίγγουν τα γάλατα, σε περιόδους μεγάλης αγαμίας δηλαδή, αναφορικά με το σπέρμα του άντρα, το οποίο από την πολυκαιρία και την στασιμότητα έχει πήξει και σβολιάσει, έχει γίνει σα χαλίκι.

- ...άντε υπομονή Μήτσο, εφτά και σήμερα να πάρουμε τη ροζαλία να πάμε σπίτια μας...
- ...να διώξουμε και τα χαλίκια, γιατί δεν πάει άλλο...

... από πέτρινο πουλί. (από patsis, 26/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως είναι γνωστό, η υπό του χύδην όχλου χρησιμοποιούμενη λέξη «κώλος» δηλοί τον πρωκτό ή αφεδρώνα.

Αφεδύο, όπως ισχυρίζεται ο Μπάμπι το Ελαφάκι, «φόδρα» σημαίνει εσωτερική επένδυση ενδύματος ή άλλου αντικειμένου.

«Φόδρα του κώλου», λοιπόν. Εν πρώτοις, ας αφήσουμε κατά μέρος τις κακής ποιότητος εσωτερικές επενδύσεις ενδυμάτων. Δεν είμεθα υφασματέμποροι. Ως φόδρα του κώλου μπορεί να νοηθεί μόνο το ορθόν ή απευθυσμένο, δλδ το ακραίο τμήμα του εντέρου που απολήγει στη λεγόμενη σούφρα.

Ο μόνος τρόπος για να γίνει ορατό το απευθυσμένο είναι η εξαγωγή του, είτε μέσω του στόματος (Βαγγελίστρα μου!), είτε μέσω της σούφρας, μετά την απαραίτητη διεύρυνση των κωλοβάρδουλων. Η απόσταση μεταξύ αυτών των δύο σημείων της ανθρώπινης ανατομίας καθιστά απαγορευτική την επιλογή του στόματος, άρα η προσφορότερη μέθοδος είναι η δια της σούφρας εξαγωγή.

Δεδομένου ότι μέχρι σήμερα δεν έχουν καταγραφεί περιπτώσεις εθελοντών για να υποστούν την εν λόγω επέμβαση, μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε ότι πρόκειται για μάλλον βίαιη και επώδυνη διαδικασία. Η φράση λοιπόν δέον όπως θεωρείται ελάχιστα συγκεκαλυμμένη απειλή που αφορά είτε οθωμανικού στυλ καταναγκασμό, είτε άσκηση σωματικής βίας (ή συνδυασμό των δύο αυτών τεχνικών).

Οίκοθεν νοείται ότι η χρήση ή μη κατάλληλων εργαλείων για την πραγματοποίηση της επέμβασης εξαρτάται από την επιδεξιότητα του κωλοσχίστου.

- Το '69 στη φυλακή Saverov της Adina εγνώρισα έναν Κατάδικο που του χώσανε γκλοπ στον κώλο και μετά το τραβήξανε έξω με δύναμη - το κωλάντερό του κρεμότανε σαν ποτήρι. Ο γιατρός της φυλακής Saverov (ένα κάθαρμα) τον ενοσήλευε για έλκος στομάχου.
(Ηλ. Πετρόπουλου «Εγχειρίδιον του Καλού Κλέφτη»).

([...]μπλέχτηκε [...] σε καβγά [...] για χάρη ενός ζωηρού στρατιώτη που θέλανε να πάρουν οι χωροφύλακες [...])
- Διαταγές [...] δέχομαι μόνο από ανωτέρους μου.
- Κι εγώ τι είμαι μωρή καριόλα μπασκίνα ;
- Είστε ομοιόβαθμος και θα σας αναφέρω διότι...
- Θα μου τα κλάσεις.
- Ο στρατιώτης...
- Άμα τον ακουμπήσεις θα σου βγάλω έξω το κωλάντερο σαν κάλτσα !
(Διον. Χαριτόπουλου «525 Τάγμα Πεζικού»).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γίνομαι υπερμέγιστος γλείφτης, για προσωπικό μου συμφέρον βλ. Αυτιάς, Γιώργος, γλίτσας λέρας.

- Καλά ρε μαλάκα, αυτός ο γλίτσας κάθε βράδυ στο Galea τη βγάζει;;
- Ρουφάει κώλους ρε.. μπας και του δώσουνε κάνα πόστο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσδιορισμός καταναγκαστικής εργασίας κατά την οποία η πίπα που τρως και το «πήδημα»...είναι άξια επαίνου. Συνήθως απαντάται στα χρόνια της θητείας, κατά τα οποία αυτά που τραβάει ο νέωψ μοιάζουν να τον κάνουν μογγόλο.

Παπαδόπουλε τράβα καλλιόπη. Θέλω ο κώλος μου να αγαπήσει την χέστρα, νέοπαααα. -Παπαδόπουλεεεεε πίπα κώλο, γερμανικοοοοοοό....και μετά νέοπα λοβε μπόουτ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified