Από το χάρβαλο που προέρχεται κατά μια ακόμα ετυμολογία από το άρβαλον, (απ’ τη ρίζα -ρα- > ρήγνυμι (γ>β) > ραβάσσω > αρραβάσσω (α, ευφωνικό.) > αραβέω > άραβος > αρβαλώ) που σχετίζεται ως προς τη σημασία με το ρήμα αρβελίζω που σημαίνει κόβω σε μικρά κομμάτια.

1. Σημαίνει κάτι που είναι χάρβαλο, σαράβαλο, ξεχαρβαλιασμένο, και γι’ αυτό κάνει θόρυβο.

Όπως έφη ο acg, χάρχαλο είναι το ξεχαρβαλωμένο πράγμα, κάτι που έχει προ πολλού χάσει το αρχικό του σχήμα· βρίσκοντας σύμφωνο τον xalikoutis πως χάρβαλο κατράβαλο είναι παιδική λέξη για το χάρχαλο ή το σαράβαλο (εδώ).

Όταν αναφερόμαστε σε κτίρια, οικοδομήματα ή κατασκευές σημαίνει ερείπιο, ρημάδι.

2. Για πρόσωπα είναι ένας μειωτικός χαρακτηρισμός που σημαίνει χαζός, βλάκας, μαλάκας που έχει πάρει ψηλά τον αμανέ.

Aν αναφερόμαστε σε ηλικιωμένους δίνεται έμφαση στη μεγάλη ηλικία και υπονοείται πως είναι ανήμπορος σωματικά, ξεκουτιασμένος, ραμολί.

3. Στον πληθυντικό χάρχαλα σημαίνει αρχίδια, προφανέστατα αντί του χαρχάλια.

Οι εκφράσεις μου ‘κανες τ’ αρχίδια χάρχαλα ή μου τα ‘κανες χάρχαλα είναι ταυτόσημες με τις: μου ‘σπασες/ζάλισες τ’ αρχίδια, μου τα ‘πρηξες/ζάλισες.

4. Κυρίως στον πληθυντικό σημαίνει τα άχρηστα μικρά κομματάκια, θρύμματα, σκουπίδια που προέρχονται από την κατεργασία/επεξεργασία κάποιας πρώτης ύλης για να δημιουργηθεί κάποιο χρήσιμο αντικείμενο / προϊόν.

Εξού η φράση είναι για τα χάρχαλα σημαίνει πως κάποιος ή κάτι είναι άχρηστο/για τα μπάζα, για τα σκουπίδια, για τα τσακίδια, για τον πούτσο.

5. Όταν αναφερόμαστε σε μια κατάσταση είναι συνώνυμο του μπάχαλο.

Υπάρχουν και τα κάργα σχετικά:

6. ο χαρχάλας, χαρχαλάς,

7. η χαρχάλα,

8. η χαρχάλω,

9. Τα ρήματα χαρχαλεύω, χαρχαλίζω, χαρχαλώ σημαίνουν κάνω θόρυβο ψάχνοντας, ψαχουλεύοντας, ανακατεύοντας διάφορα πράγματα αλλά και χαϊδεύω, πασπατεύω, γαργαλεύω, σκαλίζω, αφρατεύω το χώμα, μαστορεύω.

Σχετικό και το Κερκυραϊκό χαρχαλιάζω που σημαίνει «δοκιμάζω».

Όταν ένα ζευγάρι χαρχαλεύεται σημαίνει πως ερωτοτροπεί, βρίσκεται στα προκαταρκτικά.

Προέρχονται από το χαλεύω (με αναδίπλωση του χαλ-, κι ανάπτυξη υγρού στην προπαραλήγουσα λόγω της παρουσίας υγρού στη λήγουσα) που σημαίνει ψάχνω (αναζητώ, ζητώ, γυρεύω, θέλω –από το «σκαλίζω» ή το «χαλώ»: διαλύω τα ενωμένα, αραιώνω τα πηχτά, ανοίγω τα κλεισμένα).

Μια άλλη ετυμολογία τα θεωρεί ηχομιμητικά.

  1. «…είχα κι εγώ ένα χάρχαλο αμάξι εικοσαετίας που δεν το κινούσα σχεδόν καθόλου παρά μόνο αν χρειαζόταν για το παιδί...»

  2. «…Πολλοί πιστεύουν ότι είμαι ηλίθιος και μηδαμινά ταξιδεμένος που δε γουστάρω τη Σαλόνικα. Τουλάχιστον για το δεύτερο είναι πολύ σωστοί. Μα δε μπορώ το άναρχο μπάχαλο, πρασινοτσιμεντένιο με βούλες από πολιτισμό μεταφρασμένο σε δυο-τρία πέτρινα χάρχαλα σε κεντρικά σημεία…»

  3. «-σιγά ρε θείο. Και εμείς αγαπήσαμε αλλά δεν κάναμε έτσι. Κάναμε χειρότερα.
    -ρε χάρχαλο , δεν την αγάπησα. Αλλά η γυναίκα είναι απίστευτη. Σε περίπτωση που είσαι ολίγον πιτσιρικάς και ολίγον πουτανοκαψούρης, άνετα και με συνοπτικές το κάνεις το έγκλημα...»

  4. «…Ένα παιδαρέλι, ένας δανδής, ένα χάρχαλο. Δεν ηξεύρω κιόλας, αν ημπορούσε, κατά τη σκαμπρόζικη ιδέα του Βάρναλη, να γαμεί. Έχει το μυαλό ενός μεγάλου παιδιού. Ό,τι και να ειπεί είναι παρόλες και λύματα. … Ο Σιδώνιος με την ποίησή του, θαρρεί ότι θα φωτίσει τον κόσμο. Και γι’ αυτό τα δίνει όλα για την ποίηση. Και τη ζωή και το θάνατο. … Ωστόσο από το ζωηρό Σιδώνιο λείπει το καίριο. Εκείνο που δεν έλειψε βέβαια από τον Αισχύλο. Του λείπει η χάρη της αληθινής γνώσης. Του λείπει η φυσική διαλεκτική με τη σκληρότητα του κόσμου και της ζωής, που είναι ανεκλάλητα αδυσώπητη. Εντελώς αναγκαία όμως για τη μεγάλη τέχνη…»

  5. «…Εγώ έτυχε να αγοράσω απ’ αυτόν τον χάρχαλο, το φίλτρο αέρα που έχει το VTEC αφού τσακωθήκαμε μέχρι να τον πείσω ότι το φίλτρο που κάνει για το δικό μου είναι αυτό του μοντέλου 1998 (δεν υπήρχε στον κατάλογο το μοντέλο το δικό μου....και ήταν και 2003 ο κατάλογος!!!) ήθελε να του πάω και όλας το mail που μου έστειλαν απ’ την Αμερική κάποια παιδιά που μου έλεγαν ότι είναι ίδιο το φίλτρο με του 1998. Ποτέ ξανά απ’ τον τύπο γιατί το υφάκι μου την δίνει στον εγκέφαλο...»

  6. «…Αυτό το χάρχαλο ο Δεξιοκουμουνιστής όπου υπάρχει μάσα μέσα είναι. … Μας έχουν ζαλίσει τα ούμπαλα με τη μουσική του. Και λοιπόν; Όταν θέλει να προβληθεί κάνει τον κουμουνιστή μετά το γυρίζει στη δεξιά για να τα κονομήσει…»

  7. «…Όσο για τη Λάτσιο δε με νοιάζει που ήταν άουτ το γκολ. Με νοιάζει που έξυνε τα χάρχαλα του. Και το γκολ μέτρησε…»

  8. «…Ρε συ μ..1 τι πράγμα είναι αυτό με σένα ρε τρεις μέρες τώρα; τι ζόρι τραβάς και τους έχεις κάνει τ’ αρχίδια χάρχαλα των ανθρώπων εδώ μέσα; Σεβάσου ρε κακομοίρη το χώρο που σε φιλοξενεί. κι εγώ αλλόθρησκος είμαι αλλά σέβομαι το χώρο εδώ μέσα…»

  9. «…Κατά την πορεία της μεταφοράς ο αγωγιάτης-αγγειοπλάστης έπρεπε να επαγρυπνεί μην τυχόν εκτραπεί ο γάιδαρος από τη μέση του δρόμου και προσκρούσουν τα τσίκαλα σε κανένα τράφο ή δέντρο και γίνουν χάρχαλα….»

  10. «Β…ς Μ…ς – Το προσωπικό μου πουλέν εδώ και χρόνια. Κάτι όμως μου λέει, ότι θα είναι λίγο για τα χάρχαλα. Μην με ρωτάτε να σας εξηγήσω, το είδα σε όνειρο…»

  11. « Είτε αποποινικοποιήσουμε είτε όχι (την ινδική κάνναβη) το ίδιο χάρχαλο θα γίνεται. Μην την ψάχνετε…»

  12. « Μα είναι δυνατόν κάποιοι γραφειοκράτες, καρεκλοκένταυροι, δεινοσαυρίσκοι του χειρίστου είδους να εκθέτουν έτσι μια ολόκληρη χώρα και κανείς να μην κάνει κάτι επιτέλους; Δεν υπάρχει πολιτική ηγεσία, σ’ αυτό το χάρχαλο που λέγετε ΥΠΑ, να τρίξει λίγο τα δόντια;..»

  13. «…Η άμυνα όπως καταλάβατε έκανε μεγάλο παιχνίδι όμως το κλειδί ήταν ότι στη μεγαλύτερη διάρκεια του αγώνα το κέντρο ήταν συγκροτημένο κι όχι χάρχαλο…»
    (όλα απ’ το δίχτυ)

  14. - Πώς και δεν ακούγονται τα πιτσουνάκια;
    - Θα χαρχαλεύονται ακόμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ετυμολογικά σχετίζεται με το χάρχαλο.

Κατά τον Αντώνιο Ν. Βάλληνδα (Πάρεργα: Φιλολογικά πονημάτια 1887) σημαίνει «κώδων κακοήχως σημαίνων».

Επίσης, «το βελανίδι που μαζεύεται το φθινόπωρο» (όπως αναφέρει εδώ ο xalikoutis).

Σήμερα:

1. Όταν πρόκειται για γυναίκα,

  • σημαίνει την άσχημη γεροντοκόρη, τη χοντρή και πλαδαρή γυναίκα.
  • σήμερα χρησιμοποιείται σαν το πουτάνα και τα συναφή όπως λέει εδώ ο xalikoutis. Συνώνυμο το χαρχάλω (κατά μια έννοια).

    Όμως, αρχικά, σήμαινε τη χοντρή και πλαδαρή πουτάνα που ‘χε χρόνια στο κουρμπέτι (οπότε αφενός πεπειραμένη, αφετέρου γριά, για το λειτούργημα) στυλάκι: «κλάσε λιγάκι μωρή, να βρω το δρόμο» -ίσως εδώ(;!) να έγκειται κι η πιθανή συγγένεια με το «χαρχαλεύω».

2. Τρύπα (που εύκολα συσχετίζεται με το πουτάνα).

3. Όταν πρόκειται για κάποια μηχανή (συνήθως αυτοκινήτου ή μοτοσικλέτας, αλλά όχι μόνο) ουσιαστικά έχει την ίδια ακριβώς έννοια με το χάρχαλο, το χάρβαλο και (κατά μια έννοια) με το χαρχάλω με έμφαση στο ό,τι κάνει θόρυβο λόγω παλαιότητας και/ή υπερβολικής χρήσης, ενώ εννοείται πως είναι προς αντικατάσταση (που θα έπρεπε να έχει ήδη γίνει αλλά αναβάλλεται για οικονομικούς λόγους) γιατί είναι ξεχαρβαλωμένη, σαραβαλιασμένη.

4. 'Οταν πρόκειται για χρήματα σημαίνει

  • το εύκολο, μαύρο χρήμα που προέρχεται από διαπλοκή,
  • τη μεγάλη μάσα, το φαγοπότι μεγάλων ποσών.

    5. Η έκφραση μ’ έφαγε η χαρχάλα κατά το Λαρ’σινό Λεξ’κό σημαίνει τον ήπια, τα ‘παιξα, τα ‘φτυσα, τα είδα όλα.

6. (Στην Κρήτη, κυριολεκτικά), η σφενδόνα. Προέρχεται απ’ τη διχάλα κι αυτή απ’ το αρχαίο χαλή (χηλή) - αφιερωμένο στον xalikoutis που το ‘χε απορία εδώ.

Παρεμπιπτόντως, απ’ εδώ προέρχονται:

  • τα Κρητικά: το χαχάλι, η χαχαλόβεργα και τα Χιώτικα: το χάχαλο, ο χάλος, το χαλούνι, ο χαχάλης (το κλαδί ή το ξύλο ή σίδερο που καταλήγει σε διχάλα –το δικράνι - αλλά και το σχήμα V),
  • η Κρητική χαχαλιά (η χούφτα - και σαν μονάδα μέτρησης μικροποσοτήτων).
  1. «…Όντας όμως πρακτικός άνθρωπος, σκέφτηκε πως αν έλεγε πως παντρεύεται για την περιποίηση του ορνιθώνα του, σίγουρα θα τον εκλάμβανε (η γριά προξενήτρα) για κανέναν αγροίκο ορεσίβιο και ασφαλώς θα του φόρτωνε καμιά χαρχάλα…»

  2. «…Παραπονείται επίσης, στον έναν από τους δυο σιδηροδρομικούς …. ότι στις τουαλέτες του τρένου που πήγε πριν από λίγο να κάνει την ανάγκη της, δεν είχε νερό. Ο σιδηροδρομικός, …., το παίρνει κατάκαρδα. -Έλα εδώ μωρή καριόλα!.. Που θα μου πεις εμένα πως δεν έχει νερό το βαγόνι!.. Που δεν ξέρεις που παν τα τέσσερα, κωλόβλαχα!.. Έλα εδώ μωρή φακλάνα. Να σου δείξω εγώ αν έχει ή δεν έχει νερό το τρένο... Γιατί φεύγεις μωρή χαρχάλα; Έλα ‘δω!....»

  3. «… η ωραία κίνηση ήταν η πάσα πριν το γκολ! Εκεί που αδειάστηκε η άμυνα! Από κει και πέρα ο παίκτης ήταν ελεύθερος πια με καθαρό οπτικό πεδίο είδε την χαρχάλα που άφησε ο πορτιέρο και με ένα καλό τωόντι σουτ έγραψε…»

  4. «…Και με αυτά τα λόγια σηκώνει το μαστίγιο και το κατεβάζει πάνω στον πισινό μου. Αυτή τη φορά, το χτύπημα δίνεται έτσι ώστε η λουρίδα να χωθεί σαν φίδι ανάμεσα στα σκέλια και να προσβάλει την χαρχάλα που χάσκει ανοιχτή…»

  5. «…Ναι, υπάρχει το ταξί. Αλλά κοστίζει περισσότερο από μια κακοσυντηρημένη χαρχάλα που δυστυχώς τα ΚΤΕΟ επιτρέπουν να κυκλοφορεί….»

  6. «…Εδώ συζητιέται αν το Samsung Omnia (WM 6.1) θα είναι καλύτερο από το iPhone και θα είναι η χαρχάλα της Nokia με το «φοβερό» Symbian Touch UI καλύτερο; Χα Χα….»

  7. «…Μα η τελευταία Νομαρχιακή απόφαση του Ψωμιάδη δεν ήταν και πάλι χαρχάλα χρήμα στον εξυπνάκο μας από την καύση σκουπιδιών; έλεος πια!! …»

  8. «…Ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης επί ΠΑΣΟΚ έβγαζε από τις επιτροπές 19,000€. Αυτό είναι γραμμένο σε αγωγή Πασοκτζή Προϊσταμένου που αντικαταστάθηκε τον Αύγουστο του 2004 και ζητάει αποζημίωση γιατί αντικαταστάθηκε «παράνομα» και ζημίωσε. Γι' αυτό και το μένος της κυρίας που φαίνεται ότι είχε γλυκαθεί στην χαρχάλα. Όλα τα άλλα (διδακτική εμπειρία κλπ) είναι φούμαρα για αφελείς….»

  9. «…ο “τζάμπα” λιγνίτης δυστυχώς η ευτυχώς τελείωσε για τις επόμενες γενιές. Τώρα τα κοράκια βάλαν μάτι στα υδροηλεκτρικά Αώο, Αχελώο, Αξιό κλπ. Εκεί είναι το ζουμί και η χαρχάλα….»

  10. «…Γιατί μ’ έφαγ’ η χαρχάλα μαζί σ’ πια Νάσου. 2 χρόνια μι πιλατέβεις…»

  11. «…Η χαρχάλα στην κολότσεπη μία φέτα ψωμί με ζάχαρη ή ξυσμένη ντομάτα με ρίγανη στο χέρι, δίπλα μας το αυτοσχέδιο πατίνι με ρόδες τα μεγάλα ρουλεμάν της παλιάς αλωνιστικής και μπρος για κατηφόρες, φωνάζοντας στους άδειους δρόμους και στις όμορφες γειτονιές...»

(όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καφενειακός, old school χαρακτηρισμός χυμώδους γυναίκας με καπούλια καθαρόαιμου και γεμάτα κουμπούρια. Της γυναίκας δηλαδή που θα αναστατώσει τους πάντες στο πέρασμά της, που θα κάνει τα κεφάλια να γυρίσουν και τα σάλια να τρέξουν. Δεν χρειάζεται να έχει απαραίτητα ιδιαίτερη φυσική ομορφιά, η περιρρέουσα θηλυκότητα κάνει τη διαφορά.

Η αυθόρμητη φαντασίωση που οφείλει να ξυπνά στον θαυμαστή μια φρεγάτα είναι μια δροσερή βουτιά στις πλούσιες καμπύλες της, ένα παραδοσιακό ορμητικό χούφτωμα στα γεμάτα οπίσθια με προαιρετική αναφώνηση «μανάρα μου» και ΟΧΙ απλά τη διάθεση να τη πηδήξει σα σκυλί χωρίς να πάρει καν μυρωδιά γνήσιου θηλυκού.

- Πω πω μάγκα τί αρχοντομούνι είναι αυτό;
- Φρεγάτα γυναίκα ρε καρντάσι, το παίρνει μαλλί και το βγάζει πουλόβερ.

ναυαρχίδα... (από palathuelos, 30/05/09)(από palathuelos, 30/05/09)φρεγάδα μου! (από BuBis, 28/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για το πρώτο (γνωστότερο, δημοφιλέστερο και περισσότερο χρησιμοποιούμενο) μέρος της παροιμίας: Του κώλου τα εννιάμερα - του πούτσου τα σαράντα.

Background / παρασκήνιο: Τα «εννιάμερα» και τα «σαράντα» είναι μνημόσυνα. Τα μνημόσυνα είναι τελετές που γίνονται στην μνήμη νεκρών και αφορούν σε τρισάγια και επιμνημόσυνες δεήσεις. Τρισάγιο γίνεται στο τριήμερο («τριήμερα») και στις εννιά ημέρες («εννιάμερα») από τον θάνατο του νεκρού, ενώ επιμνημόσυνη δέηση ψάλλεται στο «σαρανταήμερο» ή «στα σαράντα» (δηλαδή στις σαράντα ημέρες), στους τρεις μήνες («τρίμηνα»), στους έξι μήνες («εξάμηνα») και στο χρόνο (ετήσιο) από τον θάνατο καθώς και στα τρία χρόνια από την κηδεία.

Στο θέμα μας: Τα «εννιάμερα» γίνονται πριν τα «σαράντα». So, όταν τρώμε κόλλυβα για τα «εννιάμερα» του κώλου, ήδη τρώμε τα κόλλυβα για τα «σαράντα» του πούτσου. Τουτέστιν, πρώτα πεθαίνει ο πούτσος και μετά ο κώλος κι αυτό το ξέρει ο κόσμος όλος.

Επικρατεί, ο πιο θλιβερός θάνατος να είναι ο πρώτος, δηλαδή αυτός του πούτσου. Η θλίψη μας για τα «σαράντα» του πούτσου είναι μεγαλύτερη, κατά πολύ, από αυτή για τα «εννιάμερα» του κώλου.

Συνεπώς, η έκφραση «του κώλου τα εννιάμερα» αναφέρεται σε γεγονότα των οποίων η σημασία κρίνεται ως μικρή σχετικά, δεδομένου ότι υπάρχουν άλλα πολύ πιο σημαντικά για να κλάψει κανείς...

Και εδώ έρχεται και δένει ο παρών ορισμός με τον προηγούμενο (σπεκ στους προλαλήσαντες), όπου αναφέρεται μεταξύ άλλων:

«Χρησιμοποιείται ... για να δηλώσει κάτι ... ανάξιο λόγου, με μια δόση αγανάκτησης ή επιδεικτικής αδιαφορίας.»

-Αυτός ο Κώστας όλο με gucci και armani τριγυρνάει ρε Ελένη, στάνταρ είναι πολύ φραγκάτος.
-Του κώλου τα εννιάμερα είναι μωρή μαλάκω, φραγκάτος και τρίχες, γιαυτό πηγαίνει στην δουλειά με το παπάκι; Μαϊμούδες είναι τα gucci, ξεκόλλα με τις θεωρίες.

(από Vrastaman, 05/02/09)(από pavleas, 05/02/09)(από Galadriel, 05/02/09)(από pavleas, 09/02/09)

Βλ. και Τ.Κ.9 (ταυ κάπα εννιά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σοφή παροιμία των αρχαίων Σουμερίων, επίσης συναντάται και στην μορφή τρεις τον πούτσο κλαίγανε με πολλαπλές χρήσεις στην καθομιλουμένη. Για έμφαση μπορεί πριν την έκφραση να χρησιμοποιηθεί και το άιντεεεεεεε και για ακόμα μεγαλύτερη έμφαση να συνοδεύεται από χαρακτηριστική κίνηση παλινδρόμησης της χούφτας.

Με την έκφανση αυτή, συχνά χρησιμοποιείται ανάλογα με την περίσταση, ως συνώνυμη με άλλες εκφράσεις (χαμηλότερου και λαϊκότερου επιπέδου ασφαλώς) όπως άρες μάρες κουκουνάρες, άρτσι μπούρτζι και λουλάς, ό,τι να 'ναι να ‘χαμε να λέγαμε, καλά κρασιά, εδώ ο κόσμος καίγεται και το μουνί χτενίζεται ή σε διάφορους συνδυασμούς αυτών.

Σε κάθε περίπτωση χρησιμοποιείται ως σχόλιο σε κάποιο γεγονός ή κάποια δήλωση άλλου, σε έκφραση διαφωνίας, απαξίωσης, αποδοκιμασίας, περιφρόνησης, βδελυγμίας κ.λπ. ή και ως διαπίστωση πλήρους ασυνεννοησίας μεταξύ δύο ομιλητών.

- Άσε με ρε έχω φορτώσει, πήρε η διευθύντρια και μου ζήταγε μέσα στον χαμό, να της στείλω σε excel ανάλυση ανά τμήμα για το ετήσιο κόστος του χαρτιού υγείας.
- Άιντεεεεεεεεε, τρεις τον πούτσο κλαίγανε πέστης…

- Μωρέ Σούλα, έχω τραπέζι τους κουμπάρους μου, πες κάτι εύκολο και γρήγορο να φτιάξω εσύ που είσαι μαστόρισσα σε αυτά.
- Α, μια ωραία συνταγή είναι το ζαρκάδι με μύρτιλλα και σως πριμαβέρα.
- Αμάν ρε Σούλα, τρεις τον πούτσο κλαίγανε, εύκολο και γρήγορο σου είπα…

- …και του λέω, πες ρε Γιώργο κανα πικάντικο νέο τις τελευταίες μέρες που δεν μιλήσαμε… και τι μου λέει το άτομο; «βρήκα ένα κόλπο με το spacebar και πέρασα στην επόμενη πίστα»
- Πώωω, τρεις τον πούτσο κλαίγανε, το άτομο είναι εντελώς καμένο.

(από Galadriel, 24/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλο ένα λήμμα με πολλαπλές χρήσεις και έννοιες. Η εννοιολογική απόδοσή του λήμματος εξαρτάται από το τι προηγείται της φράσης «τον κώλο του/μου». Πάντως σε κάθε περίπτωση η χρήση του, υποδηλώνει υπερβολή.

Όταν η συζήτηση αναφέρεται σε μεταφορικά μέσα, αυτοκίνητα, μοτοσικλέτες, τρένα, λεωφορεία, αεροπλάνα, σκάφη κ.λπ., και προηγείται η το ρήμα «πηγαίνω» σε οποιονδήποτε χρόνο, τότε η φράση χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει την υπερβολική ταχύτητα του μέσου. (Παραδείγματα 1 & 2).

Όταν ο ομιλών αναφέρεται σε τρίτο πρόσωπο, ή στον εαυτό του και πριν από το εν λόγω λήμμα χρησιμοποιεί ρήμα που υποδηλώνει ότι κάτι κάνει ο ίδιος ή το πρόσωπο στο οποίο αναφέρεται, τότε χρησιμοποιείται ως απόδοση υπερβολής στο ρήμα που προηγείται. (Παραδείγματα 3 & 4).

  1. - Φώτη, το εργαλείο πάει καλά με το νέο μοτέρ;
    - Μεγάλε πάει τον κώλο του. Τι να σου λέω. 320 άλογα βγάζει.

  2. Πήγαμε Θεσσαλονίκη με τον Γιώργο. Ρε συ, αυτός πάει τον κώλο του. Ούτε 4 ώρες δεn κάναμε.

  3. Δεν ξαναπάω για ποτό με τον Παναγιώτη. Κάθε φορά πίνει τον κώλο του και γίνεται κωλοτρυπίδι.

  4. Αφού έφαγες τον κώλο σου το βράδυ. Πώς να μη σε πονάει το στομάχι σου απ' το πρωί;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική έκφραση ψόγου προς όσους δεν θέλουν να καταβάλουν προσπάθεια για την επίτευξη των στόχων (τους), όχι μόνο στη σεξουαλική αρένα αλλά και γενικότερα. Ολόκληρη η έκφραση είναι «εσύ θες και το μουνί στο πιάτο» σε διάφορες παραλλαγές, και είναι ένας πολύ πιο εύγλωττος τρόπος να πεις «συν Αθηνά και χείρα κίνει» ή «εσύ θες και το παξιμάδι βρεγμένο».

Απευθύνεται γενικά σε όσους θεωρούν ότι το σύμπαν τους χρωστάει, και αντλεί τη δύναμή της από την σπλατεροσουρεαλιστική εικόνα ενός αιδοίου σε πιάτο μόλις ακουμπισμένο στο τραπέζι από έμπειρο σερβιτόρο και με μαχαιροπίρουνα εκατέρωθεν (να μη συγχέεται, ωστόσο, νοηματικά με την παραπλήσιας εικονοπλασίας φράση μουνί με ρύζι).

αισθητικός συζητά με φίλη της

- Αναδουλειές Μάρω μου, το μουνί δεν έχει λεφτά, τώρα με την κρίση όλες κάνουν μπραζίλιαν στο σπίτι, μόνες, με φίλες, δεν ξέρω....
- Ε και συ βρε Λέλα, βάλε μια διαφήμιση στην τοπική εφημερίδα., δικτυώσου με κανένα καλλυντικάδικο....περιμένεις κι εσύ το μουνί στο πιάτο....
- Τι να σου πω βρε Μάρω, εσένα σ' έχωσε ο Κωνσταντίνος στο γραφείο και ησύχασες, νομίζεις εύκολο είναι για μας τις ελεύθερες επαγγελματίες....

Τροφή για τσανακογλύφτες (από Vrastaman, 03/12/08)(από Khan, 06/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σωστή μορφή είναι: «Έχει της ψωλής του το χαβά.»

Το τούρκικο hava είναι πολυσήμαντο και σημαίνει αέρας – άνεμος - ατμόσφαιρα, καιρός – κλίμα, μελωδία – σκοπός – τόνος - ύφος, διάθεση (όπως αναφέρει κι ο poniroskylo).

Κυριολεκτικά, θα μπορούσαμε να το εκλάβουμε σαν τον σκοπό που κελαηδάει η ψωλή, κοινώς το οργασμικό χύσιμο.

  1. α. Όταν αναφέρεται σε παρθένους εφήβους, υπονοεί πως ο νεαρός μόλις ανακάλυψε τις χαρές της μαλακίας κι επιδίδεται σ’ αυτήν με το γνωστό ζήλο –κόλλημα του νεοφώτιστου.

β. Για μεγαλύτερες ηλικίες σημαίνει πως ο λεβέντης το ‘χει ρίξει στο γαμήσι και δεν ενδιαφέρεται για τίποτε άλλο.

Δεν είναι πάντα κακό. Ένα υγιές γερό ξεθόλωμα όταν είσαι πάνω στα ντουζένια σου μπορεί να προκαλεί από καμάρι μέχρι ζήλια στον περίγυρο. Σ’ αυτήν την περίπτωση μπορεί να μιλάμε και για μια καθόλα υγιή ερωτική σχέση που βρίσκεται στα μέλια.

Το πρόβλημα ξεκινά όταν παραμελούνται η δουλειά ή/και οι υποχρεώσεις απέναντι σε όσους εξαρτώνται απ’ εσένα, οπότε σε θεωρούν γραψαρχίδα και φιλοτομαριστή. Συχνή περίπτωση ο ξεμυαλισμένος μεσήλικας σε κρίση που μια καπάτσα μουνίτσα τον έβαλε στο βρακί της και του τα τρώει χοντρά, ρημάζοντας οικογένεια, επιχείρηση και μπαγιόκο.

Γενικά, η κοινωνία αν κι έχει ωραιοποιήσει κι εξιδανικεύσει τον έρωτα, είναι πάντα εναντίον του ερωτικού πάθους, που μπορεί να τινάξει βασικές της δομές στον αέρα (ιδιοκτησία, οικογένεια, εργασία, υπακοή σε θρησκευτικές, πατριωτικές κι εκάστοτε ηθικές αρχές ακόμη και την εξουσία), εξού κι η κατεξοχήν αρνητική χροιά της έκφρασης. Με κάτι τέτοια η κενωνία προσπαθεί να επαναφέρει στην τάξη τα ..ξεστρατισμένα τέκνα της.

Τα: χασίσι, γαμήσι κι επιστροφή στη φύση και αφήστε τα μίση και πιάστε το γαμήσι δεν είναι τυχαία ούτε αφελή και κατά μια έννοια μπορούν να θεωρηθούν αντίθετα.

  1. Στην έκφραση «Ο καθένας της ψωλής του το χαβά» σημαίνει ο καθένας με τη λόξα / εμμονή / γνώμη / άποψή του κι εντέλει τη μαλακία του.

Συνώνυμο με τα σεμνότερα Καθένας ό,τι θυμάται χαίρεται Καθένας το μακρύ και το κοντό του.

Υπονοεί το αγύριστο κεφάλι, τον κολλημένο, που εγωιστικά προωθεί την εξαιρετικά περιορισμένη άποψή του σε κάποιο ζήτημα.

1.α. –Τι κάνει ο εγγονός μου;
- Τι θες να κάνει; Της ψωλής του το χαβά έχει. Τα ‘χει φορτώσει όλα στον κόκορα και κλειδώνεται με το λάπτοπ στην τουαλέτα με τις ώρες. - Δεν τον πας σε κάνα μπουρδέλο να πάρει μπρος, να βγει κι από το σπίτι;
- Μα τι μου τσαμπουνάς τώρα!!
- Ναι καλά!! Ξέχασες τα δικά σου. Πες του πως είναι δώρο απ ‘τον παππού.

1.β.i. …Λάθος της μεγάλο που ρωτάει τώρα τί πρέπει να κάνει, αφού κάνοντας τα στραβά μάτια ωθούσε τον άντρα της να απιστήσει, και βέβαια λάθος και του συζύγου που αντί να μεριμνεί για την οικογένειά του, μεριμνούσε μόνο για της ψωλής του το χαβά... (αγορασμένο και προσαρμοσμένο).

1.β.ii. ...και το χαστούκι που έφαγε η Δήμητρα νομίζω πως έπρεπε να το είχε φάει ο Aνδρέας, γιατί ενώ κυβερνούσε είχε της ψωλής του το χαβά…
(δημοσιευμένο σε εφημερίδα το Νοέμβριο του ‘97)

2.α. Εδώ ο κόσμος καίγεται και τα κόμματα το καθένα της ψωλής του το χαβά
(αγορασμένο και προσαρμοσμένο).

2.β. –Λόγω κρίσης θα μειωθούνε και τα κονδύλια για την Υγεία την Παιδεία και τον Πολιτισμό.
- Αμάν! Λες να μη στείλουμε φέτος τίποτε στη Γιουροβίζιον;
- Ω! ρε πούστη μου!! Ο καθένας της ψωλής του το χαβά εδώ μέσα!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για δύστροπο άτομο που του φταίνε τα πάντα.

- Η πεθερά μου γκρινιάζει που βλέπω μπάλα.
- Της κακιάς ψωλής και το μαλλί της φταίει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση αυτή χρησιμοποιείται, όταν κάποιος δικαιολογείται για κάτι που δεν κατάφερε.

Είναι συνώνυμο με το «όσα δεν φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια».

- Καλά ρε, τι καρσιλαμάδες σε χόρεψε ο Γιάννης χτες στον αγώνα, μιλάμε σου 'σκασε κάτι ντριπλίδια...
- Σιγά τον παίχτη, ήμουνα κουρασμένος επειδή την προηγούμενη μέρα γαμούσα την Μαίρη, αλλιώς ούτε μπάλα δεν θα ακουμπούσε.
- Καλά, καλά, την κοντή την πούτσα δεν την φταίει το μαλλί...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified