Είναι ομοφυλόφιλος.
Συνώνυμα: το πάει το γράμμα, το σηκώνει το σακάκι, βάζει την κρέμα στο παστίτσιο.
Ο Χ το γεμίζει το κανελόνι!
Είναι ομοφυλόφιλος.
Συνώνυμα: το πάει το γράμμα, το σηκώνει το σακάκι, βάζει την κρέμα στο παστίτσιο.
Ο Χ το γεμίζει το κανελόνι!
Got a better definition? Add it!
Υποτιμητικός χαρακτηρισμός.
Μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο ως μουνί της λάσπης.
βλ. και χριστιανοσλάνγκ
Got a better definition? Add it!
Είμαι κίναιδος, ελληνιστί gay.
- Ρε συ Μάκη; Τ' ειν' τούτος ρε; Πώς κυκλοφορεί έτσι...
- Αφού τον βλέπεις ρε... Τη σιδερώνει τη γραβάτα...
Βλ. και πνίγω το λαγουδάκι, το και την τρίζει την όπισθεν για περισσότερες αντίστοιχες εκφράσεις.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Οι ομοφυλόφιλοι, οι γκέι, οι πούστηδες, οι αδερφές, οι ντιντήδες, οι γυναικωτοί, οι λουλούδες κλπ.
- Ωπ, η δικιά σου είναι αυτή στο σμαρτάκι με τον τυπά;
- Ναι, αλλά μη σκας. Ο Ρούλης παίζει για την... άλλη ομάδα.
Βλέπε και με τους άλλους.
Got a better definition? Add it!
Είμαι τόσο αδερφή που, όταν κρατάω τσιγάρο, τσακίζω στο ύψος του ώμου τον καρπό του χεριού που κρατάει το τσιγάρο, για να μιμηθώ την κομψή γυναίκα. Έτσι λοιπόν, καίω τη βάτα του σακακιού μου...
Βλ. και πνίγω το λαγουδάκι, την τρίζει την όπισθεν, κλπ
- Καλά, δεν βλέπει η Μαρίνα πως αυτός που παντρεύτηκε είναι αδερφάρα; - Τι να σου πω, δεν ξέρω... Φαίνεται όμως με τη μία ότι ο τύπος την καίει την βάτα...
Got a better definition? Add it!
Πούστης, ντιγκιντάγκας, κίναιδος, καταπυγών.
- Τα 'μαθες ρε; Πιάσανε λέει τον Χατζηγιάννη στο κρεβάτι με τον Αλέκο Αλαβάνο!
- Χα χα! Φούστα, μπλούζα κι ελαφριά πούδρα ο Μιχαλάκης...
Got a better definition? Add it!
Τυπάκι με κοντό σορτσάκι adidas 80's και άπειρη τρίχα στο πόδι. Στην παραλία παίζει συνέχεια με ρακέτες «το αγόρι» και φορά speedo μαγιουδάκι. Το βράδυ εντοπίζεται με συκοφανέλα διχτυωτή, μπράτσα έξω, λακ, σκαρπίνι, μαύρο κολλητό παντελόνι πάνω από τον αφαλό, αλλά Βαν-Νταμ και κάλτσα στα αρχίδια...
- Τον είδες τον gogo boy;
- Για τον μπούτσο....
Got a better definition? Add it!
Από τη λέξη υπερπαραγωγή (hyper production στα εγγλέζικα). Χρησιμοποιείται για γκόμενα που εκτός του ότι είναι αλάβαστρο και τοπαδούρι συνδυασμός, το φοράει όλο το σύνολο από underwear μέχρι shoewear, μαλλί και make-up πολύ σωστά έτσι ώστε να μοιάζει με υπερπαραγωγή του Ηollywood, ενώ μια άλλη μοιάζει με παραγωγή ουζμπεκιστανού σκηνοθέτη με αφιέρωμα στους αρκουδο-entertainers.
- Πω τι σκάει. Χάιπερ προντάξιον!!!
- Ναι ρε yo. Πού πάει η γκομενα "τρέμουν τα πεζοδρόμια".
- Tοπαδούρ μαλάκα.
- Χάιπερ... Χάιπερ προντάξιον!
Got a better definition? Add it!
Γκόμενα παρθένα που γαμιέται μόνο από τον κώλο και παράγει και τον ανάλογο ήχο.
Got a better definition? Add it!
Η άσχημη, κοντή αλλά και χοντρή γκόμενα. Η φράση περιγράφει κυριολεκτικά το θέαμα!
-Πώς είναι έτσι αυτή ρε;; Σαν κεφτές με πόδια!!!!!
Βλ. και χουφτιάρα, μπράσκα, η, όρκα, πατοκαφρόλα, φακλάνα, φρι Γουίλι, free Willy, φώκια, χαβούζα, η, χαβούζα, η, μπουρέκλα, θωρηκτό Ποτέμκιν, μποχλάδα /-ω
Got a better definition? Add it!