Further tags

Μειωτικά το περιστέρι, κυρίως το περιστέρι της πόλης (columba livia). Η παρομοίωση του με το ποντίκι υπογραμμίζει τα πλέον δυσάρεστα χαρακτηριστικά του, όπως την τάση του προς ρύπανση, το ρόλο τον οποίο παίζει στη διάδοση διαφόρων νοσημάτων, τον ανεξέλεγκτο ρυθμό αναπαραγωγής του και την ασχήμια του.

Ο όρος χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά για τα περιστέρια των πόλεων, διότι εκεί η παρουσία τους είναι περισσότερο ενοχλητική, καθώς οι απεκκρίσεις τους έχουν πολύ μεγαλύτερη πιθανότητα να λερώσουν ανθρώπινες κατασκευές, όπως αυτοκίνητα, βεράντες, ταράτσες, ή ακόμα και τους ίδιους τους ανθρώπους.

- Ένας κύριος στη στάση του λεωφορείου είχε την ατυχία να δεχθεί μία κουτσουλιά από ένα ποντίκι του ουρανού στο κεφάλι του.

- Κατάρα να' χουν τα ποντίκια του ουρανού. Μωρέ ας είναι καλά το δηλητηριασμένο σουσάμι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλώνει την αιφνίδια κατάληψη από ακατάσχετη διάρροια.

Παρά το φαινομενικά οξύμωρο του ορισμού (μιας και το τσιμέντο είναι από τα πιο σκληρά υλικά), είναι προφανής η ομοιότητα της υφής του τσιμέντου που πέφτει από την μπετονιέρα με την υφή των ασχημάτιστων κενώσεων που πέφτουν στη λεκάνη.

Συνώνυμα: με πήγε σερπαντίνα, με πήγε μίλκο, τσιρλιπιπί, κόψιμο

- Φίλε, μπόμπα το hotdog που χτυπήσαμε χτες βράδυ! Κρίμα που δεν πήραμε και δεύτερο...
- Καλά ρε, είσαι σοβαρός; Εδώ ένα έφαγα και ξύπνησα μες στον ύπνο μου...
- Γιατί ρε; Σε πόνεσε το στομάχι σου;
- Ποιο στομάχι ρε συ; Με πήγε τσιμέντο...!!! Όλο το βράδυ στην τουαλέτα την έβγαλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά ακούγεται σαν αποτυχημένη κυριλέ προσπάθεια να αποφορτιστεί κάπως το πιο τσαχπίνικο «γλειφοκώλι» σαν προκαταρτικό σεξουαλικών πρακτικών -ντεμέκ ταμπού- μεταξύ ατόμων κάθε φύλου.

  1. Όχι όλοι οι αξιωματικοί, δεν τους βάζω όλους σε ένα τσουβάλι, διότι υπάρχουν και έντιμοι και άνθρωποι με πίστη στον όρκο που έδωσαν. Ομιλώ για αυτούς που φίλησαν τον κώλο των πολιτικών για μια θεσούλα στην ιεραρχία…

  2. Η άποψη ότι το metal είναι ρατσιστικό είναι τόσο ανεδαφική όσο η ίδια άποψη για το Hip Hop. Και ξαναλέω πως αν μια μικρή μειονότητα γκαρίζει «kill black people» (ή «kill whitey»), αυτό δε σημαίνει ότι όλοι οι metal heads (ή οι Hip Hoppers) είναι ρατσιστές. Πάντως, τα περί αντίδρασης κτλ., είναι πλέον άκυρα. Το «cracka» είναι ξερά ρατσιστικό κι όσοι μαύροι επιμένουν να το χρησιμοποιούν λέγοντας ότι δεν είναι αρνητικά φορτισμένη έννοια, ας μου επιτρέψουν να τους λέω «niggaz» ή ας μου φιλήσουν τον κώλο.

(όλα από το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πούττος=μουνί, κότσιρος=κουράδα.
(που τα μούνναρα στα πούτταρα τζιαι που τα σκατά στα κότσιρα)
Είναι η γνωστή φράση: «από το κακό στο χειρότερο».

- Άκουσες ποιος διορίστηκε υπουργός δικαιοσύνης; Ο Παπαδόπουλος. Αυτός που ακούστηκε κάποτε ότι τα έπαιρνε χοντρά για να καλύπτει τις βρωμιές των μπάτσων.
- Πεεεε.... Που τα μούνναρα στα πούτταρα τζιαι που τα σκατά στα κότσιρα.

Κι από τα σκατά στον Κότσιρα... (από Khan, 09/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται και αυτό για να αποδώσει το εκτενώς σλανγκογραφημένο φαινόμενο της σεξοσλάνγκ που έχει περιγραφεί εκτενώς στα λήμματα πισωκολάτα, σοκολάτα, μερέντα, μεζές, καφετζόπουλος, πιθανόν και άλλα, δηλαδή την ανάσυρση υποψίας περιττώματος στον πέοντα κατά την απόσυρση από πρωκτικό σεξ.

Το ιδιάζον του σοκολάτα βιενουά είναι ότι λέγεται περισσότερο για αρχονταιδοιώδεις καταστάσεις, για να δηλώσουμε κάτι σαν το και η κλανιά της βάλσαμο. Δηλαδή ενώ το μερέντα είναι ευφημισμός σε ένα παιδικό στυλάκι -τ. νταξ δεν πειράζει σαν να παίζεις και να πασαλείφτηκες με μερέντα- το σοκολάτα βιενουά λέγεται αν κάνεις πρωκτικό με κάποιον φοβερό μούναρο, οπότε δεν τολμάς καθόλου να τον μειώσεις, ούτε το διανοείσαι, και παραλληλίζεις την ενδεχομενικότητα με την αριστοκρατική συνήθεια πόσεως του ομωνύμου ποτού.

Άλλωστε όπως είπε και η Μες, άμα πας εκεί πέρα τι περιμένεις να βρεις; Λουλούδια και γύρω γύρω μέλισσες;

Είναι λιγότερο εν χρήσει από τα πισωκολάτα και μερέντα.

Το λήμμα αφιερώνεται σε όσους είχαν την ψευδαίσθηση ότι μετά την απώλεια του φραπέ και της μερέντας θα μπορούσαν τουλάχιστον να απολαύσουν μια σοκολάτα βιενουά σαν άνθρωποι.

  1. - Ε, μερέντα δεν θα τό 'λεγες. Ας πούμε σοκολάτα βιενουά...

  2. - Ούτε μερέντα, ούτε σοκολάτα βιενουά! Φίλε μου, τελικά έχω πειστεί ότι η γυναίκα απλά δεν χέζει καθόλου!
    (Ενθουσιώδης αιθερογάμων κάπου σ' ένα σεξοσάη).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δήλωση μεγάλης απέχθειας προς κάτι που μόλις είδαμε ή ακούσαμε. Λέγεται με προσποιητή έκφραση αηδίας ή ναυτίας. Αρχικά εφηβική έκφραση που μάλλον δεν ακουγόταν πριν τα ογδόνταζ ή τέλη εβδομήνταζ, αλλά λέγεται ακόμα.

Βλ. και μη χέσω και κατσιμηχέσω

  1. Μαθήματα νέου πατριωτισμού (μην ξεράσω!!!!)
    Μάλιστα, ο τιμημένος, ευφυής, λαλίστατος, σοσιαληστής και άκρως δημοκράτης Πρωτυπουργός μας, μιλώντας στο Υπουργικό Συμβούλιο, έδωσε τον ορισμό του νέου πατριωτισμού.

  2. Το άθλιο, κτηνώδες, αιματοβαμμένο, ελληνικό Πάσχα! Το αηδιαστικό, γεμάτο μίσος ελληνικό Πάσχα! Το γεμάτο υποκρισία, θάνατο, φαγοπότι και πόνο ελληνικό Πάσχα! Το πιο αηδιαστικό, το πιο κτηνώδες, Πάσχα! Για τη Δήθεν γιορτή της Αγάπης! (μην ξεράσω) Για τη Δήθεν γιορτή της Ανάστασης του Χριστού! Μην ξεράσω! Όχι δεν είναι Πάσχα! Είναι η μέρα της σφαγής και κτηνωδίας ενάντια στα εκατομμύρια των αθώων!!

από το νέτι αμφότερα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός ανθρώπου που είναι άμαθος σε μία εργασία (για χειρωνακτικές συνήθως) και κατ' επέκταση κουράζεται εύκολα, μέχρι να πάρει το κολάι.

Η λέξη καβελινάκια προέρχεται από το «καβελίνα / καβαλίνα», περιττώματα ζώων δηλαδή (ο όρος χρησιμοποιείται απ' όσο ξέρω μόνο για άλογα / γαϊδούρια / μουλάρια), τα οποία αφότου έρθουν σε επαφή με το φως του ήλιου δεν αργούν να σκληρύνουν (ξεραθούν).

Το δροσιό είναι οι πρωινές ώρες γύρω στις 06:00 - 08:00 και χρησιμεύει ώστε να τονιστεί η αδυναμία αυτού που δέχεται τον χαρακτηρισμό να φέρει εις πέρας την εργασία του ακόμα και υπό ευνοϊκές συνθήκες, μιας και τα περιττώματα δεν ξεραίνονται εύκολα χωρίς παρουσία ήλιου.

- Αχ, γιαγιάκα, είχαμε πάει εχτές να σκάψουμε κάτι αυλάκια για να φυτέψουμε τομάτες με τον πατέρα μου και κοίτα να δεις πως έγιναν τα χέρια μου!
- Εμ, αφού εκεί πάνω στας Αθήνας όλο ξερομαλακώνετε μπροστά από τα λαπιτόπια σας, έχετε γίνει ντιπ για ντιπ λαπάδες... Τα μικρά καβελινάκια με το δροσιό ξεραίνονται!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που χρησιμοποιείται για να δηλώσει το αναπόφευκτο του χεσίματος, η χρονική στιγμή του νανοσεκόντ πριν το κόψιμο.

Όταν νιώθεις το τσούξιμο-κάψιμο στον πρωκτό και υποψιάζεσαι πως το νεογνό που ετοιμάζεις να φέρεις στον κόσμο μπορεί να έχει πάρει ξυστά (γλείψει) το ύφασμα από το σώβρακό σου.

- Βασίλη αργείς;;;
- Διαβάζω την Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα ... γιατί;
- Τέλειωνε, έχει γλείψει σώβρακο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παθαίνω διάρροια βαρέας μορφής.

Μεταφορικά σημαίνει ότι έπαθα κάτι άσχημο ή αντιμετώπισα μια πολύ δύσκολη κατάσταση. Προέρχεται πιθανότατα από το άνοιγμα των φύλλων του μαρουλιού που προσομοιάζει το άνοιγμα του ανθρώπινου σφιγκτήρα.

- Σ' άρεσαν τα πιτόγυρα που φάγαμε χτες;
- Ουουου! Όλο το βράδυ με πήγε μαρούλι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εναλλακτικός τρόπος για να αναφερθούμε διακριτικά στην πρωκτική συνουσία.

  1. - Τι λέει ρε μαλάκα με το πιπίνι που τραβιέσαι τελευταία; Ψαρεύεις κάνα σκατό;
    - Όχι, απαγορεύεται η είσοδος απ' την πίσω πόρτα μέχρι στιγμής.
    - Μαλακία...

  2. - Καλά ε, με τη Λίλιαν χθες τα κάναμε όλα. Τι ισπανικά, τι 69... μέχρι και σκατό ψάρεψα!

βλ. και μεζές

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified