Further tags

Αντίστοιχο του «Μάνα μου». Χρησιμοποιείται από μικρούς και μεγάλους και πιθανολογείται ότι η καταγωγή είναι από την Μυτιλήνη.

  1. Στρίψε σε αυτή τη στροφή μανάκα μου...

  2. Να σου μαγειρέψω κάτι μανάκα μου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γοητεία, λέει εδώ, ή το φλερτ, λέει εδώ, λέξη που διασώζεται στα κερκυραίικα.

O Σάραντ στο βιβλίο του Λέξεις που χάνονται το έχει και ως γάρμπος και εννοεί την χάρη, την κομψότητα κλπ.

Από την λέξη παίζει και η έκφραση «αλλού τα γάρμπα», δηλ. αλλού τα κόλπα, οι γαλιφιές, τα κωλογλειψίματα, οι χαριτωμενιές, η προσπάθεια δηλαδή να μου κάνεις τα ωραία μάτια και να με πείσεις, ασ' τα τζούφια, σεταμάς κλπ.

  1. Πελασγός είπε
    Βέβαια δεν κατάλαβα τίποτα σχεδόν από το τραγούδι , αλλά είναι υπέροχο να σου χαιδεύει τα αυτιά αυτή η μουσική.Μήπως ξέρεις τι θα πεί “Το Γάρμπο”;
    ΜΑΡΙΑ είπε
    Τό καμάκι!!!
    Κομψά τό φλέρτ……..

(από το νέτι)

  1. Σα βουρλίτας ξυπνώ και βραδυές ξαγρυπνώ. Σα σονάμπουλα γυρνώ
    και πληρώνω ακριβά αυτό το γάρμπο μ’ αυτή τη . . . Γκρέτα Γκάρμπο.

(από το νέτι)

  1. κερκυραϊκό τραγούδι: «Το Γάρμπο» ή Το τραγούδι των Πινιατόρων« (βλ. στίχους εδώκαι μουσική εδώ.

  2. Οι δύσπιστοι Πηλιορείτες, αυτοί που δε σε κοιτάνε στα μάτια μα στις μύτες των παπουτσιών, δε γελαστήκανε! «Ήθελε ο θεομπαίχτης να μας κοροϊδέψει. Αλλού τα γάρμπα

Βάρναλης, για τα Αθεϊκά του Βόλου, από το Ο Άγνωστος Βάρναλης, του Ηρακλή Κακαβάνη, εκδ. Εντός (έχει βάλει και το χεράκι του ο Σάραντ σε αυτή την πολύ καλή δουλειά).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Ο λημματογράφος ουδεμία ευθύνη φέρει για το κείμενο που ακολουθεί. Του εζητήθη ως παραγγελιά από εξέχον, ξενιτεμένο μέλος της σλανγκοκοινότητας. Όπως πληροφόρησε ο διαπρεπής Σλάνγκος τον γράφοντα, το ρήμα συνήθιζε να το χρησιμοποιεί κατά την παιδική του ηλικία μιά γειτόνισσα γιά το τέκνο της το οποίο παρεκτρεπόταν συχνά σε ακραίες συμπεριφορές).

Επί της ουσίας: Το ρήμα κου(ν)τουρντίζω προέρχεται από το τουρκικό kudurmak = λυσσάω (αόρ. kudurdum) και σημαίνει ξεσαλώνω, παραφέρομαι, μαίνομαι, περνάω τα όρια.

Την ίδια έννοια έχει η λέξη και στην γείτονα χώρα, εξ ου και στην καθομιλουμένη τουρκική υφίσταται η παροξύτονη προστακτική kudurma! = ηρέμησε! (κυριολ. μη λυσσάς).

Στα καθ' ημάς, η λέξη χρησιμοποιείται βασικά (και μόνο με την μεταφορική της σημασία) στην Β. Ελλάδα, που έχει γενικώς και τις περισσότερες γλωσσικές επιρροές από τα τούρκικα.

(Ο γράφων προσπάθησε φιλότιμα να είναι κόσμιος, μιάς και, εξ όσων πληροφορείται, μας διαβάζουν και καθώς πρέπει κοπέλες από το εξωτερικό. Αλλά όλα τα πράγματα έχουν ένα όριο...).

(Καταγραφή παιδικών αναμνήσεων του Σλάνγκου. Κατά το δυνατόν ακριβής παράθεση διαλόγων που διημείβοντο τακτικότατα στην διπλανή αυλή).

- Γυναίκα!!! Πού είναι ο προκομμένος μας;;;
- Πού να ξέρω; Κουτούρντισε πάλι σήμερα...Από το σχολείο στείλανε σημείωμα...κι εδώ μάδησε την ουρά του γάτου, ξετύλιξε όλο το χαρτί στον απόπατο, έσπασε έξι αυγά και το βάζο της γιαγιάς, τούμπαρε μέσα στο καπέλο σου το καθίκι του μωρού...Με τη μπουκιά στο στόμα πετάχτηκε έξω και πήρε τους δρόμους. Λούης έγινε, ψάξε βρέστον...
- Καλά, θα τα πούμε ένα χεράκι το βράδυ...Την αριθμητική του τη διάβασε;
- Θεός κι η ψυχή του...τον ρώτησα...«'νταξ' μάνα, τα 'καν' όλα 'φτά. Μη σ' αγχώνει, 'νταξ' να 'ουμ'». Πού να τον καταλάβεις κιόλας, με όλα αυτά τα '''''' που κάνει όταν μιλάει...Ποιός του τάμαθε του παλιόπαιδου;
- Καλά. Στο Μόναχο δίπλα δεν είναι το Νταχάου; Δεμένο θα τονε στείλω στους φρίτσηδες να τονε χώσουνε σε κάνα λαγούμι μέχρι να γίνει άθρωπος. Γιατί αλλιώτικα, αντί να τον καμαρώσεις επιστήμονα, θα τονε δεις σκουπιδιάρη στο σλανγκτζιάρι να συμμαζεύει τις βρομιές του κάθε σκατόστομου αλήτη. Είναι κεί μιά κουμανταδόρισσα ζόρικη, που κυνηγάει τους λουφαδόρους με τον βούρδουλα... Μέχρι προϊστορικά θηρία έχει εκεί μέσα μαθαίνω. Τσογλανόσαυρους, κερατόσαυρους, κουραδόσαυρους...
- Παναγία μου φύλαγε!!! Κάνε ό,τι σε φωτίσει να σώσεις το παιδί μας νοικοκύρη...

(Ναι, ο τύπος «κουτούρντισε» εντοπίζεται και διαδικτυακώς σε τρεις-τέσσερις ιστότοπους. Όμως, μπροστά στη ζωντανή μαρτυρία, τι σημασία έχουν όλαφ τα...).

Got a better definition? Add it!

Published

Ο χαρακτηρισμός ο οποίος αρμόζει σε άτομο, συνήθως υπέρβαρο, που του αρέσει να τρώει χωρίς κανένα ενδοιασμό και να προκαλεί με τους χυδαίους τρόπους του. Συνήθως αφήνει το σώμα του ελεύθερο να πέσει στο πάτωμα, μαζί με τις τροφές που κουβαλάει, και να ουρλιάζει σα μικρό τρελό γουρουνάκι.

- Ρε συ Μήτσο μην τρως όλες τις σοκολάτες. Έχεις λερώσει τον τόπο!
- Άσε μας ρεε!
- Τι σκατόγουρνο που είσαι!

(από chrismegas, 06/02/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα παίρνω στην κράνα με μαλακία που έχει κάνει άλλος. Ο όρος προέρχεται από ελληνικό σατιρικό κόμικ.

- Ρε συ, ο Μπάμπης βάζει λόγια για σένα στη Νίκη!
- Α το σκουλήκι! Τώρα μπουτζαγκλαντίστηκα για τα καλά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που σημαίνει υπερβολή ή και διαστρέβλωση των γεγονότων, με σκοπό τον αποπροσανατολισμό του συνομιλητή. Πήρε αυτόν τον τίτλο λόγω του ότι ο συγκεκριμένος πρόλογος «πωλείται», δλδ χρησιμοποιείται, κυρίως από κατοίκους της Ξάνθης.

- Σήμερα λέω να την πέσω μέσα, χαλαρά.
- Άσ' τον ξανθιώτικο τον πρόλογο τον μούφα ρε, αφού έμαθα ότι κανόνισες τσίπουρα με κάτι αρχιτεκτόνισσες!
- Καμιά σχέση πασάμ, εγώ τέρμα χαλαρός είμαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πηδάω αργά, μακρόσυρτα και βασανιστικά, όπως είναι η απαγγελία των δώδεκα ευαγγελίων τη Μεγάλη Πέμπτη. Από Αχαΐα.

Εγώ τον άντρα τον θέλω δυνατό! Να με βάζει κάτω να μου ξηγάει τα δώδεκα ευαγγέλια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η τσίχλα που πετάει σαν γεράκι; είναι το γεράκι που μασάει τσίχλα; είναι είδος πουλιού με μπερδεμένο DNA; είναι απειλούμενο είδος πτηνού;

Τίποτα από τα άνω. Λέγεται ο καριόλης που κατάφερε να κλέψει το πορτοφόλι σου από το μετρό χωρίς να το πάρεις χαμπάρι...

- Τάσοοοοομμ μι κλέψαν του πορτουφόλ απου του μετρού. - αχχχχ Τασούλαμμμ, τσιχλουγέρακου ου τίπουςςς τσιχλουγέρακούυυυυυ...

Το δόκιμο τσιχλογέρακο (αν δεν απατώμαι) (από Khan, 16/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παροιμία του Πόντου (πάντα με επιφύλαξη) που λέγεται σε περιπτώσεις ατελέσφορων προσπαθειών, έντονα χρωματισμένο με κυνισμό και ειρωνεία. Εμφιλοχωρεί ένα μνησίκακο «σ' τα 'λεγα».

Πανίκας: (μπουκωμένος με πισία*) Τι έκανες σήμερα;
Κωστίκας: Πήγα ώς την Εφορία, αλλά είναι Καθαρά Δευτέρα και το 'χα ξεχάσει.
Πανίκας: Σ' το 'πα ρε σήμερα το πρωί ότι είναι γνωστοί λουφαδόροι στην εφορία μας και θα την είχαν κάνει για τριήμερο, ή όχι; Βόδι πήγες, μοσχάρι γύρισες.


*πισία (τα): παραδοσιακό ποντιακό γλυκό. Ο ενικός αριθμός αγνοείται και αναζητάται. Απανταχού σλανγκολάγνοι, βοηθάτε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρασέρνω.

Πάτρα: Πανικός στου Τσολιά- Πήρε μπροσταριά 4 άτομα που βρίσκονταν σε καφετέρια πάνω στο πεζοδρόμιο (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified