Further tags

Γνωστός παραθεριστικός προορισμός των Θεσσαλονικέων, η παραθαλάσσια αυτή κωμόπολη της Χαλκιδικής διαφοροποιείται από μια και μόνη συλλαβή από το περίφημο παπάκι που το λένε και γατάκι ή μύδι, το πολυθρύλητο εξάρτημα που έκανε τις γυναίκες διάσημες σε όλο τον πλανήτη.

- Καλά, τί σου ήρθε και την έκανες τόσο νωρίς χθες βράδυ; Μιλάμε, με το που έφυγες, γέμισε ο τόπος Μουδανιά χωρίς το δα.
- Εμ, οι λακίεσμα πληρώνονται.

Δήμος Ν. Μουδανιών  (από allivegp, 14/06/09)(από allivegp, 18/06/09)

βλ. και Αρχιμήδης χωρίς το Μη

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ιδιωματική έκφραση σημαίνει «ασφυκτιώ» και προέρχεται από την Άρτα.

Έπαθα σπληξ!

(από johnblack, 15/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στριντζώθηκα, εκ του ρήματος στριντζώνομαι, με προέλευση από Αγρίνιο.

Σημαίνει «έχουν τεντωθεί τα νεύρα μου».

Ένας πελάτης φουριόζος φτάνει στο ταμείο ενός καφέ, βγάζει με νευρικές κινήσεις το κράνος και πετάει το μπουφάν σε μια καρέκλα...

Υπάλληλος: Έπαθες σπληξ;
Πελάτης: Στριντζώθηκα... έφαγα κλήση πριν!

(από dryhammer, 14/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η θάλασσα, το ανοιχτό πέλαγος.
  2. Ο Πειραιάς για τους Αιγινήτες.
  3. Η φυλακή ή το τρελάδικο.
  1. Η κυρα-Σούλα όλη μέρα είναι μόνη, ο άντρας της είναι μέσα και ψαρεύει.

  2. Σήμερα θα λείπω, θα πάω μέσα για δουλειές.

  3. – Με τις μαλακίες που κάνεις θα σε κλείσουν μέσα στο τέλος.
    – Πού, στον Κορυδαλλό ή στο Δρομοκαΐτειο;

-20 χρόνια ήμουν μέσα. -Λαϊκή, Εθνική, Αγροτική, Πίστεως κι έτσι δικέ μου; Φτηνά την έβγαλες ρε φίλε! Εδώ κότα κλέβεις και πας απόσπασμα αμα λάχει ναουμ! (από Hank, 16/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γερμανόφωνο τρέχα γύρευε...

Κλάιν μάιν τώρα... Μην το πολυ-πιστεύεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχική σημασία: Εκ του τουρκικού çapraz που σημαίνει σταυρός, σταυρωτός, σταυρωτά, αλλά και γυρτά, έως και (συνεκδοχικά) ανάποδα.

Παράγωγα: τσαπράζωμα, τσαπράζης.

Τρέχουσες σημασίες (ακουσμένες στην κεντροδυτική Μακεδονία):

  1. Το γυναικείο κόσμημα που φοριέται στον λαιμό, και ιδιαίτερα αυτό με το κοντό περιλαίμιο (βλ. μαύρη ζώνη στο τσιμπούκι κι ένα νταν).

  2. Το περιλαίμιο του σκύλου. Εξ αυτού και το τσαπράζωμα, το ζέψιμο δηλαδή του σκύλου.

Το τσαπράζωμα χρησιμοποιείται μεταφορικά και για να πούμε ότι περάσαμε σε κάποιον κολάρο, τον ελέγχουμε ή, αν πρόκειται για γυναίκα-σκυλί, για έμπειρη παρθένα, για δαγκανόμουνο, για να δηλώσουμε περιπαικτικά, ως προτροπή, ότι δαγκώνει και πρέπει να τεθεί υπό έλεγχο.

Τσαπράζης είναι ο ανάποδος άνθρωπος, ο σπασαρχίδας, ο ενοχλητικός.

Για ιδιαίτερες σημασίες στην Αγιάσο Λέσβου, δείτε εδώ.

  1. - Για δε ρε, για δε... Άτσα η Βασούλα! Μούνεψε και μου βγήκε με τα μίνια έξω;
    - Έχει όμως πολλά να μάθει ακόμα... Το τσαπράζ στο λαιμό που είναι σαν πόμολο δεν το βλέπεις;

  2. - Τι ακούγεται ρε Λιάνα, πού είσαι;
    - Έξω μωρό, στο πάρκο στα Εξάρχεια που σου έλεγα. Είμαστε μεγάλη παρέα, παίζει μια μπάντα και πίνουμε μπύρες στα παγκάκια. Φρηστάιλ φάση.
    - Καλά εσύ δεν θα έμενες μέσα για να διαβάσεις;
    - Εντάξει ρε μωρό, ήρθαν και με πήρανε, να μη βγω κι εγώ;
    - Ήρθαν και σε πήρανε; Ε ρε τσαπράζωμα που σου χρειάζεται.
    - Τι είναι αυτό μακεδονίτικο;
    - Δεν θα κατέβω; Θα σε πω εγώ...

  3. - Σιγά με τα ροδάκινα! ΣΙΓΑ! Τα καφάσια! ΤΑ ΚΑΦΑΣΙΑ! Πάρ' τα πόδια σου!
    - Τώρα ρε αφεντικό με συγχωρείς, έτσι θα πάμε; Τέσσερα καλοκαίρια μαζεύω στα δέντρα σου, κάθε χρονιά τα ίδια;
    - Ναι ρε! Εσύ θα πας να τα παραδώσεις; Εγώ θα πάω! Δέκα χτυπημένα να δουν, μου ρίχνουν την τιμή, για πέταμα τά 'χω;
    - Πολύ τσαπράζης είσαι ρε μάστορα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ερώτηση που δηλώνει πλήρη έλλειψη κατανόησης από τον συνομιλητή μας. Σημαίνει «πώς;», «τι;», «ποιος ήρθε;».

Ακουσμένο στην κεντροανατολική Μακεδονία. Ετυμολογία άγνωστη στον γράφοντα.

  1. - Δεν έχεις bluetooth στον υπολογιστή αλλά νο πρόμπλεμ, έχω φέρει μαζί μου το καλώδιο USB.
    - Ντάγκανε;

  2. - Γιώργο θα με δώσεις την μπέμπα για μια βόλτα με τις φίλες μου;
    - Ντάγκανε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Πάτρα): Έκφραση, που χρησιμοποιείται, όταν κάποιος είναι αφηρημένος και δεν προσέχει τα τεκταινόμενα ή την συνομιλία.

Στη Νάουσα Ημαθίας: Κατ' τον ντοίχο το χορό

Εύστοχα αμερικανιστί: You don 't know what the score is, buddy.
μερικώς εφαρμόσιμο βρετανιστί: You 've lost the plot mate.

-Ρε σείς, πάμε το βράδυ Ωδείο, που παίζουνε οι Suicidal Tendencies;
-Ναι αμέ!
-(αφηρημένος) Ρε αυτοί δεν είναι που λένε το «και μαζί και μόνος»;
-Καλά, αγόρι μου, στον Πύργο λειτουργάνε !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Νάουσα Ημαθίας) Έκφραση που χρησιμοποιείται, όταν κάποιος είτε δεν καταλαβαίνει τα τεκταινόμενα ή την συνομιλία, είτε είναι αφηρημένος και δεν προσέχει. Bλ. και στον Πύργο λειτουργάνε.

Στην κυριολεξία, αναφέρεται σε κυκλικό δημοτικό χορό, κατά τον οποίο, κάποιος αφηρημένος χορευτής, δεν ακολουθεί τον βηματισμό των υπολοίπων και τραβάει κατά τον τοίχο μόνος του...

Μεταφρασμένο, βλάχικης ή ντόπιας (μακεδονίτικης) προελεύσεως.

- Κατέβηκα Σαλονίκη και είδα το Στόκα στο Μύλο. Πολλά γούστα φιλαράκι!
- Καλά ρε συ, σίγουρα πήγες ή μας παραμυθιάζεις; Αφού ο Μύλος έχει κλείσει για επισκευές για. Ρε μήπως ήσουνα στη Λαζαριστών; Ήταν σε ύψωμα ή κοντά στη θάλασσα;
- Ωχ! καλά που με το είπες, εκεί ήμουνα.
- Καααλά. Κατ' τον ντοίχο το χορό είσαι, με φαίνεται.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Πάτρα): (Αντ)απαντώ σε κάποιον σε οργίλο ύφος, επιπλήττω, καθυβρίζω σκαιώς.

Κατά το Ευαγγέλιο: Και οι έσχατοι έσονται πρώτοι... (όπως οι κοντοί στο παράγγελμα: μεταβολή).

Συναφές: «Τη λέω (σε κάποιον)».

Που λες, η Τατιάνα άκουσε τσι δίπλα που τηνε κουσκουσουρεύανε και κρυφογελούσανε και γυρίζει και τσου κάνει: «Άκουσε 'δω κυρία μου, λέει, τέτοια ανατροφή έχεις, τέτοια λες!» και τί τση λέει θαρρείς, εκείνη η ξερακιανή η αχώνευτη: «Μμμμ... Η σιωπή μου, προς απάντησίν σου!», έτσι, με περιφρόνηση... Ε, νάσου και γίνεται έξαλλη τότε κι η Τούλα και τση λέει την τελευταία πρώτη! Ούτ' ο Ιορδάνης ποταμός δεν τηνε ξέπλενε. Μαλλί με μαλλί πιαστήκανε στο τέλος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified