Further tags

Μια πιο πλουμιστή διατύπωση του επικοινωνείς;

Πέον να σημειωθεί ότι η μυαλοθήκη αποτελεί απλό δοχείο και ωσεκτουτού παίζει να μην εμπεριέχει ίχνη μυαλού. Η ειδοποιός αυτή διαφορά καθιστά τον χρήστη της εκφράσεως ιδιαίτερα σκληρό.

Για ελλειπή επικοινωνία νοτιότερου γεωγραφικού προσανατολισμού, βλ. δεν επικοινωνεί με τις κάτω χώρες.

- Τι χοντροπαπαριές είναι αυτές οι ρουκέτες που αμολάς ρε Μίμη; Επικοινωνείς με τη μυαλοθήκη σου ή τα έχεις χάσει εντελώς;
(Χάρρυ Κλύνν προς Μίμη Ανδρουλάκη, εδώ)

- Ιωαν. Στουρνάρας (Δ/της ΙΟΒΕ 20/09/2010) «Με τα μέτρα που έχουν ληφθεί και τις παρεμβάσεις που έχουν πραγματοποιηθεί μέχρι σήμερα η Ελλάδα έχει κάνει ένα σημαντικό βήμα για την αποφυγή της στάσης πληρωμών, που θα είχε ολέθριες επιπτώσεις στην ευημερία των πολιτών της». Για πες μου ρε φίλε Στουρνάρα, επικοινωνείς με τη μυαλοθήκη σου; Μυαλοθήκη, βέβαια, μπορεί να έχεις, αλλά το μυαλό ποιος το έχασε για να το βρεις εσύ…
(εκεί)

- Δε μου λες ρε Αντωνάκη, επικοινωνείς με τη μυαλοθήκη σου ή θέλεις να πιστεύεις ότι απευθύνεσαι σε ζαρζαβατομαλάκες; (παρακάτω)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αν αφαιρέσετε την συλλαβη -μή- απο το όνομα Αρχιμήδης, θα βγει μια άλλη λέξη που σημαίνει όρχεις.

- Ο δημητράκης κάνει συνέχεια μαλακίες.
- Άσ'τον, είναι Αρχιμήδης διχως Μη.

(από Khan, 27/11/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πατροπαράδοτη ελληναράδικη μέθοδος κυνηγιού γατόσκυλων με κοπριτολιχουδιές μαριναρισμένες σε ένα κουλί εντομοκτόνων, ποντικοφάρμακου και τριμμένων γυαλιών, με πολλές σλανγκικές εφαρμογές.

Εδώ θα δjούμε δύο ακόμα:

  • H φόλα παρείσφρησε στο πολιτικό ντισκούρ με το παλιό αντιχουντικό σύνθημα για τον Δ. Ιωαννίδη «φόλα στο σκύλο της ΕΣΑ». Έκτοτε πέρασε από πολλά κύματα και αυτονομήθηκε ως μπινελίκι με αποδέκτη πάντα κάποιο σκύλο.
  • Πιο σλανγκικά και λιγότερο ξύλινα, εκσφενδονίζεται και σκέτο ως επιφώνημα κακεντρέχειας ή κατάρας - π.χ. φόλα, πούστη!

Σ.ς. οι εξ ίσου φιλόζωοι με εμάς κινέζοι επίσης προσάπτουν σκυλίσιες ιδιότητες σε πολιτικούς αντιπάλους.

Πάσα από δουπού: malakia.

- Η Κοκκινιά γνωρίζει από προσφυγιά, φόλα στους φασίστες σε κάθε γειτονιά!
(εδώ)

- Φόλα στον Σκύλο του ΔΝΤ!!!
(εκεί)

- Φόλα στους σκύλους της Χρυσής Αυγής
(παραπέρα)

- Φόλα στο σκύλο τον Ραν Ταν Πλάν
(παραδίπλα)

- Φόλα στον σκύλο τον ΡΑΤΑΓΕΝΟΠ
(κατά ΔΕΗ μεριά)

- Αβραμοπουλε θα φας φολα.
(ici)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλαδής, ποτέ των ποτών δεν θα υπεπίπτα σε σεχ με το συγκεκριμένο ατομάκι. Γιατί είναι μπάζο τ. «να μασάς σκατά και να φτύνεις» ή/και μαλακισμένο ή/και δεν γουστάρω να παίξω ρώσικη ρουλέτα μη τσιμπήσω κάνα σκουλαμέντο ή τίποτε καργιόλια.

Χρησιμοποιείται από όλα τα φύλα.

Εναλλακτικά: ούτε με ξένο (μ)πούτσο.

- Λίλιαν, είσαι μια αραχνοΰφαντη πικροθαλασσιά του πάθους που με στέλνει με ένα βλέμμα στο ανθοπωλείο να αγοράσω τριαντάφυλλα...
- Ούτε με χίλιες καπότες, ΜΧΣ!

- (...) μα εγώ δεν μιλάω για αυτόν που είναι μίλια μακριά, αλλά για αυτόν που στα λιμέρια μας μικρόβια κουβαλά, που οι συναναστροφές του είναι μολυσματικές και ούτε με χίλιες καπότες δεν γλιτώνεις απ’ αυτές...
(χιπχοπάκι, εδώ)

0.27 (από Vrastaman, 04/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χαρακτηρισμός έχει διπλή έννοια, ανάλογα με την ετυμολογική επιρροή της λέξης μπουζούκι:

1. O κεφάλας (περσική επιρροή)

Επί οθωμανικής περιόδου, ο μεγάλος ταμπουράς (με την τρύπα του ηχείου μπροστά), λόγω περσικής γλωσσικής επιρροής, λεγόταν bozorg (بزرگ ), που σημαίνει μεγάλο στα Περσικά (συνώνυμο του οθωμανικού büyük). Η λέξη ελληνοποιήθηκε ως μπουζούκι που σημαίνει μεγάλος ταμπουράς.

2. O ξεροκέφαλος, δηλ. ο έχων χαλασμένο κεφάλι (τούρκικη επιρροή)

Πολλοί προσπάθησαν να συνδέσουν το μπουζούκι με το πιο κοντινό ηχητικά τουρκικό bozuk, που σημαίνει χαλασμένο, κατεστραμμένο. Είναι καταφανές πως αυτό δεν ισχύει, αφού το μπουζούκι ο μεγάλος ταμπουράς (bozorg-i) ήταν και είναι μια χαρά κουρδισμένο και αγαπημένο όργανο, ο οποίο ουδείς θεωρούσε χαλασμένο. Άπειρες φωτογραφίες και παλαιές γκραβούρες βεβαιώνουν του λόγου το αληθές με απλή πληκτρολόγηση στο γούγλοεικόνες. Βλ. επίσης μελέτες των Νίκου Φρονιμόπουλου (επισκεύασε τον ταμπουρά του Μακρυγιάννη), Ηλ. Πετρόπουλου, Δημ. Σταθακόπουλου και τόσων άλλων.

Ιστορική περέκβαση: το μπουζούκι ανήκει στην αρχαία οικογένεια των Πανδουροϊδών εγχόρδων οργάνων της ανατολικής μεσογείου, που στο διάβα των αιώνων είχε τα ονόματα: πανδουρίς ή τρίχορδον, φάνδουρος, ταμπούρα, ταμπουράς (π.χ του Ρήγα Φεραίου και του Μακρυγιάννη) και πολλά άλλα ονόματα ανάλογα το μέγεθος, τις χορδές, το κούρδισμα και το μέρος που το έπαιζαν ( π.χ bulgari, dort teli, iki teli, cura, baglama, saz, liogari κ.λ.π.) Τέλος, το αμερικάνικης προέλευσης μπουζούκι που χρησιμοποίησαν οι ρεμπέτες αποτελεί υβρίδιο κατασκευής μάλλον του Επ. Σταθόπουλου που πάντρεψε στις ΗΠΑ, τον παλιότερο παραδοσιακό μπουζουκοταμπουρά με το μαντολίνο και έβγαλε ένα νέο όργανο/ υβρίδιο, το τρίχορδο ρεμπέτικο μπουζούκι με τάστα και μηχανικά κλειδιά/γρανάζια που πια δεν ήταν απλός μπουζουκοταμπουράς, αλλά συγκερασμένο όργανο. Κάτι που έγινε και λίγο αργότερα (κατ' άλλους παράλληλα) και με το 4χορδο μπουζούκι.

  1. Περσικό:
    - Μπαμπά, μπαμπά, έχω μεγάλο κεφάλι, μπουχουχού... [μπαμπάς χαϊδεύει επιφάνεια γκλάβας υιού με μεγάλες κυκλικές κινήσεις] - Τσώπα, τσώπα τώλα, μικρέ μου μπουζουκοκέφαλε!

  2. Οθωμανικό:
    - Άντε ρε μπουζουκοκέφαλε! Ξεροκέφαλε και κατεστραμμένε άνθρωπε!

(από Vrastaman, 03/10/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πουθενάδας: Εκ του ελληνικού πουθενάς και του ισπανικού nada που σημαίνει τίποτα, ως πουθενάδας ορίζεται ο μεταφορικά ανύπαρκτος, ο τιποτένιος, αυτός που η παρουσία του δεν προσφέρει το παραμικρό όφελος.

Μπορεί να χρησιμοποιηθεί αντί εκφράσεων όπως τελευταίος, ανίκανος ή βλακομουτρίδης.

Ποιόν θα γαμήσεις στο Pro ρε πουθενάδα; Μάθε μπαλίτσα αγόρι μου...

Σύγκρινε: πουθενάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ρεζίλης, ο ξεφτιλισμένος, ο ρεζιλεμένος.

Από το τουρκικό kepaze (κακόφημος).

  1. - Άντε χάσου από δω, παλιό-κεπεζέ!

  2. Ντόμα-ζέτο κεπαζέτο (σπιτόγαμπρος-ρεζιλόγαμπρος). Σλαβοσκοπιανή παροιμία, χρησιμοποιείται και από σλαβόφωνους Έλληνες για τους σώγαμπρους (doma: σπίτι, zetot: γαμπρός).

doma zetot kepazeto (από iwn, 19/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω επιτυχώς τον κακομοίρη.

Μάρκος Λεζές, γνωστός καρατερίστας ηθοποιός, γνωστός για τις αξιολύπητες μούτες καθώς και το κλαψομούνικο ύφος του, που περιέφερε σε πλείστες όσες βιντεοταινίες.

Πάλι σε τούμπαρε ο Βασίλης ρε μάπα; Ήρθε και σου ξανάκανε τον Λεζέ, δήθεν τάχα ότι του ξαναχάλασε η μητρική και πού λεφτά για γήπεδο... Και συ του ξανάδωσες;

(από τσοκτσοκγκιουζέλ, 20/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιομοδίτικο, χέβυ ντιούτυ μπινελίκι για μισητούς νεκρούς. Μονοθεϊστικής προέλευσης, εφόσον ξεκάθαρα συνδέεται με διαόλους, τριβόλους, τα καζάνια της κόλασης, θειάφια, σκατόλακκους, φωτιές, κολασμένες λυσσάρες καλόγριες και ταλιμπάν. Υποψιάζομαι ότι το χρησιμοποιούν τύποι δυσκοίλιοι, στερούμενοι άλλων μέσων έκφρασης της απέχθειάς τους προς τον μεταστάντα.

Λέγω (αλλά ποιος μ' ακούει), ότι και αυτή η έκφραση μάλλον εμπίπτει στην κατηγορία των μη χρησιμοποιούμενων πλέον στον προφορικό λόγο, που ωστόσο επιζούν στον γραπτό τοιούτο, και δη τον ιντερνετικό.

Να σας εξομολογηθώ τέλος ότι έφερνα και πίπουλα για να διακοσμήσω το λήμμα, αλλά τα πήρε ο αέρας τα γαμημένα. Ο ίδιος που σκόρπισε και καναδυό επιπλέον λογοτεχνικά παραδείγματα που (νόμιζα ότι) είχα να σας παραθέσω, από Καζαντζάκη μεριά μου φαίνεται. Οπότε θα βολευτείτε με τα βρισκούμενα, και μην πυροβολείτε τον πιανίστα παρακαλώ.

  1. [...] ΤΙΣ ΒΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΕΒΑΛΕ Ο ΠΙΣΣΟΚΟΚΚΑΛΟΣ ΠΟΛΩΝΟΕΒΡΑΙΟΣ [...]

Ιντερνετική επάλειψη / στεγανοποίηση οστών τεθνεώτος Βαλκάνιου σοσιαλιστή ηγέτη, περί τα τέλη του παρελθόντος αιώνος.

  1. Ο Παπαδογιάννης κατώρθωσε να καταβάλη τον Μουσταφάν και, αφού του έδωκε της χρονιάς του, του είπε:
    - Μπουρμά! Επεράσαν κείνα πού κάτεχες. Επέρασ’ ο καιρός που μαχαίρωνε ο κύρης σου ο πισσοκόκκαλος για το σημαντήρι. Εδά κτυπά καμπάνα και γλήγορα θα την ακούσης και στ’ αυτί σου κοντά!

Ι. Κονδυλάκης «Η καμπάνα», από το «Όταν ήμουν δάσκαλος», εκδ. Νεφέλη 1988.

  1. Η σιγανομουρμουριστή ψαλμουδιά, π' αρχίνησε ο παπάς τράβηξε σαν κλώσσα πίσω της το πλήθος και καθώς κατηφόριζαν ακούστηκε η στριγγιά φωνή της Καλλιρώς:
    - Στ' ανάθεμα και στην πισόβραση, κολασμένε!

Στρ. Αναστασέλλη «Το μοσακό», από τη συλλογή διηγημάτων «Κερατοζωή», εκδ. Θεμέλιο 1975.

  1. Πίσσα στα κόκκαλά του, που έλεγαν κάποτε.

Πισσοκόκκαλης (από σφυρίζων, 29/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσάτσος με δίπλωμα.

Μέχρι το 1950 που τα μπουρδέλα ήταν νόμιμα στην Ιταλία, ο τσάτσος έπρεπε να έχει δίπλωμα, πατέντε, από την αστυνομία, για να μπορεί να έχει νόμιμο το μπουρδέλο και φυσικά αφού οι μπάτσοι τον είχαν στο χέρι ήταν και καταδότης της αστυνομίας.

Ρε μαλάκα μη πεις τίποτα στον Πάνο για την διαδήλωση, γιατί αυτός είναι ρουφιάνος πατεντάτος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified