Ο υπερβολικά αδιάφορος, ο αναίσθητος, ο έχων στωική στάση για τη ζωή.
- Καλά παιδί μου εσύ δεν παίζεσαι με τίποτα.
- Τι θα γίνει θα κατέβεις;
- Το χάνουμε το αεροπλάνο....καλαααααααά, εσύ είσαι «χέζε ψηλά κι αγνάντευε».
Ο υπερβολικά αδιάφορος, ο αναίσθητος, ο έχων στωική στάση για τη ζωή.
- Καλά παιδί μου εσύ δεν παίζεσαι με τίποτα.
- Τι θα γίνει θα κατέβεις;
- Το χάνουμε το αεροπλάνο....καλαααααααά, εσύ είσαι «χέζε ψηλά κι αγνάντευε».
Άλλη έκδοση: χέσε ψηλά κι αγνάντευε
Got a better definition? Add it!
Ως γαλατάδικο αποκαλείται το πολύ πρωϊνό (ξημερώματα ή/και πριν φέξει ακόμα) δρομολόγιο αεροπορικών και ακτοπλοϊκών γραμμών, το οποίο κατά κανόνα αφορά προορισμούς εντός των συνόρων μίας χώρας. Η εξήγηση της μεταφοράς είναι απλή: Όπως τα παλαιά εκείνα χρόνια ο γαλατάς ξεκίναγε το δρομολόγιο του στα μαύρα σκοτάδια για να αφήσει τη μπουκάλα στο κατώφλι των καταναλωτών-συνδρομητών, έτσι και τα εν λόγω μεταφορικά μέσα ξεκινούν νωρίς προκειμένου οι επιβάτες να είναι στη σωστή ώρα στον προορισμό τους για να πάρουν πρωϊνό. Λέμε τώρα...
Επίσης, αναφορικά με την ώρα που ξεκινάνε, ως γαλατάδικα αποκαλούνται και οι πολύ πρωϊνές ενημερωτικές εκπομπές της τηλεόρασης -ο συντάκτης του παρόντος λήμματος επιφυλάσσεται ως προς την αντίστοιχη ονομασία των ραδιοφωνικών εκπομπών, αν και φαίνεται εκ πρώτης όψεως λογικό να τις πιάνει κι αυτές. Ο συνειρμός με το ωράριο του γαλατά είναι, για μία ακόμη φορά, προφανής.
Υ.Γ. (1) Επίσης, δεν έχει εξακριβωθεί αν η ίδια ονομασία αφορά και τα πολύ πρωϊνά δρομολόγια αστικών και υπεραστικών λεωφορείων αν και για μία ακόμη φορά φαίνεται λογικό να πιάνει και αυτά. Όποιος έχει υπόψη του κάποια ένδειξη για τη στήριξη αυτού του συλλογισμού, ας κάνει τη καλή να την αναφέρει στα σχόλια.
Βασικά από που προέκυψε το «γαλατάδικα»; Γνωρίζεις κάτι για τις ώρες;(btw: «γαλατάδικα» έχει επικρατήσει να λέμε τα πολύ πρωινά δρομολόγια)Μα είναι φυσικό να έχουν αλλάξει τα δρομολόγια τους, 2 χρόνια μετά. Το παράδοξο θα ήταν να επιμένουν επί 2 χρόνια στο ίδιο πλάνο... (Εδώ)
-Ο αεροσταθμός είχε αρχίσει να γεμίζει από κόσμο που έπαιρνε τα γαλατάδικα (πρώτες πρωινές πτήσεις). Έχοντας φτάσει αρκετά νωρίς, αποφασίσαμε να μπούμε σε λίστα αναμονής για νωρίτερη πτήση από την καθορισμένη που είχαμε κλείσει το εισιτήριο. Εύσημα στους Ιρανούς για την ευελιξία τους!! (Πιο'δω)
Λοιπόν, επειδή έχει τύχει να δω ουκ ολίγες φορές τα «γαλατάδικα», όπως έχουν αυτοχαρακτηριστεί, έχω καταλήξει ότι ναι μεν η ΝΕΤ διαθέτει ίσως το πιο αξιόλογο δίδυμο, αλλά αναμφίβολα το καλύτερο πρωϊνό είναι αυτό του MEGA. (Εκεί)
-Η αποστολή του ALPHA μαζεύει από το τραπέζι του μεσημβρινού κολατσιού κασέτες, κινητά και λοιπά απαραίτητα σύνεργα και ετοιμάζεται για αναχώρηση. Η αποστολή του STAR έχει ήδη πάρει το δρόμο της επιστροφής. «Τι θες να κάνουν παρασκευιάτικα; Βλέπεις, αύριο δεν έχουμε και «γαλατάδικα» (σ.σ.: πρωινές ενημερωτικές εκπομπές) για να βγάλουν κανένα ζωντανό» αστειεύεται ο Κώστας, τεχνικός του MEGA, που περιμένει κι αυτός το σφύριγμα για το ξεκίνημα της επιστροφής στην Αθήνα... (Παρακεί)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Λογοπαίγνιο από τη γόβα στιλέτο και τη σκύλα (γυναίκα). Χαρακτηρισμός μοιραίας (Σ.τ.Σ. για ποιους;) μπουζουκογκόμενας με όλα τα γνωστά αξεσουάρ, βασικότερο εκ των οποίων η γόβα στιλέτο.
- Πήγες τελικά χτες στον Πετρέλη;
- Πήγα, και είχα και καλή παρέα.
- Ξέρω, ξέρω. Πάλι με κείνη τη γόβα σκυλέτο τη Σουζάννα θα ήσουνα...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Έκφραση που λέγεται για ένα φαγητό (κυρίως όταν το τρως έξω γιατί η μάνα/γυναίκα/πεθερά σου δεν το φτιάχνουν τόσο καλό) το οποίο είναι σοκ.
Είναι τόσο γευστικό και απολαυστικό που δεν μπορείς να σταματήσεις να το τρως ακόμα και όταν το πατσοκοίλι σου αρχίζει και ζητάει έξτρα χώρο στο παντελόνι.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα:
· Το ριζότο μανιτάρια στο Tony Bonanno, στην Καστέλλα
· Η σουπιά στο Ούζου Μέλαθρον, στη Θεσσαλονίκη
· Το πιτόγυρο στου Jimmy's, στη Μύκονο
· Το Banoffee στα Πρόσωπα, στο Ρουφ.
Got a better definition? Add it!
Ρητορική ερώτηση με αρκετή δόση ειρωνείας και (αυτο)σαρκασμού, η οποία ακούγεται συχνά σε περιπτώσεις αγανάκτησης, αναφορικά με «κάτι», όπως για παράδειγμα με ένα αντικείμενο, άτομο, πληροφορία, κατάσταση και δεν συμμαζεύεται, που είτε μας παρέχονται από τρίτους, είτε έρχονται και κατσικώνονται από μόνα τους, ενώ μας είναι τελείως άχρηστα, για να μη πούμε δυσάρεστα και απεχθή.
- Άσχημα νέα... σε γράψανε. Ορίστε η κλήση...
- ...και μου τη δίνεις να την κάνω τι; Να τη βάλω στον κώλο μου;
Got a better definition? Add it!
Ελήφθη. To 'πιασα. Ακούει.
- Άλλαξαν τα σχέδια για το βράδυ, άκυρο το έξω, θα μαζευτούμε στου Γκιμπ για pro.
- Ρότζερ.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ή «ούτε για συνδετήρες».
Απαξιωτική έκφραση για οποιοδήποτε παλιό ή / και άχρηστο μεταλλικό αντικείμενο, αλλά χρησιμοποιείται ιδίως για πλοίο ή αυτοκίνητο, με την σημασία ότι είναι τόσο ακατάλληλο λόγω φθοράς, ώστε δεν αξίζει ούτε να πουληθεί για παλιοσίδερα, να λιώσει και να ξαναχυθεί για να κατασκευαστούν έστω και τα πιο ευτελή μεταλλικά εξαρτήματα.
Τα πολεμικά πλοία καταλήγουν στα ο.π.π., τα εμπορικά σαπίζουν στο ντόκο μαζί μ’ ένα βατσιμάνη (μην κλαπεί κανένα όργανο ή καμιά μπαρούμα = τα μόνα που αξίζουν κάτι) και τα αυτοκίνητα μετά από ένα γερό τράκο, αφού καμία ασφαλιστική δεν πληρώνει την επισκευή, αλλά την εκτιμώμενη αξία (λόγω ολοκληρωτικής καταστροφής), στη συνέχεια παραδίδονται με πρωτόκολλο σε μάντρες για σκραπ.
Σχετικά: Σακαράκα, κάρο, καρούλι, ψαροκασέλα, παντόφολα, μπακατέλα, καφεκούτι, για τα μπάζα, σαράβαλο, σαπάκι, ρημάδι, προπολεμικό, κωλοκοτρωνέικο (π.χ. σουγιάς), βίδες, σμπαράλια (Μικρασιατικά) κ.α.
- Πού θα πας διακοπές;
- Κρήτη, έχω κλείσει και εισιτήριο!
- Με ποιο φεύγεις;
- Με το «Κάντια»...
- Να σου πω, μπάνιο ξέρεις;
- Γιατί;
- Ρε άκου που σου λέω, το καράβι δεν είναι ούτε για καρφίτσες! Πώς νομίζεις ότι έμαθε σέρφινγκ ο Κακλαμανάκης;
Got a better definition? Add it!
Επειδή είναι εξαιρετικά σπάνιο να τελειώσει το γκάζι στον αναπτήρα του αρειμάνιου καπνιστού, εάν δεν τον χάσει ή κάποιος συνδαιτυμόνας του τον καβαντζώσει κατά λάθος (λέμε τώρα), η συγκεκριμένη έκφραση χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει συνήθειες από κάτι τύπους ξεζουμίστρες, που καταναλίσκουν όλα τα ενδεχόμενα, τα εναλλακτικά σενάρια, την υπομονή των συνεργατών τους κ.α., μέχρι τελικής πτώσεως.
Ως εκ τούτου, με κάπως ελεύθερη προσέγγιση θα μπορούσε να αντικαθιστά το «διυλίζω τον κώνωπα» ή το «κάνω την τρίχα τριχιά». Επιπλέον, θα μπορούσε να αναρτηθεί και στη μακρά λίστα των αιτιατικών του γκέουλα (τον ξυρίζει τον σκίουρο, τον φυσάει τον κουραμπιέ), ένεκα που δεν σημαίνουν τίποτις ιδιαίτερο, όπερ και χάριν διακριτικότητος εκφέρονται.
- Πω ρε Μάικ, τι ψείρας είσαι; Ξεκόλλα επιτέλους! Τον άδειασες τον αναπτήρα!
- Τον είδες τον μικρό φιρφιρίκουλα που έφερε τους φραπέδες στον δεύτερο; Μάλλον τον αδειάζει τον αναπτήρα!
Got a better definition? Add it!
Το ρούχο που, πρώτον, στεγνώνει πολύ γρήγορα καθότι λεπτό, βου δεν θέλει σιδέρωμα επειδή δεν τσαλακώνει (άρα είναι +/- συνθετικό) ή φοριέται επίτηδες τσαλακωμένο.
Πλύνε-βάλε σημαίνει ότι είναι τόσο εύκολο ρούχο ώστε το φοράς, γυρίζεις σπίτι σου, το πλένεις και, την ίδια μέρα λέμε τώρα άμα λάχει το ξαναφοράς και ξαναβγαίνεις.
Το στέγνωμα ούτε που αναφέρεται στην έκφραση, τόσο αμελητέα υπόθεση είναι.
Πλύνε-βάλε, μπορεί κάλλιστα να είναι ένα Μικρό Μαύρο Φόρεμα, ας πούμε. Αλλά και οτιδήποτε είναι ελαφρύ και μικρό σχετικά σε μέγεθος.
Το σίγουρα αντίθετο του πλύνε-βάλε είναι το τζην.
Να σημειωθεί ότι σπανίως αφορά αντρικό ρούχο η έκφραση.
- Ωραίο μπλουζάκι!!!
- Φχαριστώ. Είναι και πλύνε-βάλε, πολύ με έχει βολέψει.
Got a better definition? Add it!
Κυριολεκτικά είναι το αποβαλλόμενο δέρμα των ερπετών που αποτελείται μόνο από νεκρά κύτταρα και που όλοι έχουμε δει κάποια φορά σε περιήγηση στην εξοχή. Λέγεται και «πουκάμισο» ή φιδόντυμα.
Επίσης κάτι ανάλογο συμβαίνει με τα αμφίβια, αλλά και με τα έντομα, όπως τα τζιτζίκια, που το δέρμα τους το συναντάμε το καλοκαίρι στα δέντρα και είναι πορτοκαλί (παράδειγμα 1).
Σλανγκικώς όμως, έτσι χαρακτηρίζεται συγκεκριμένο ρούχο, συνήθως μπλουζάκι, από όλους τους βλέποντες (καμιά φορά κι από τυφλούς που έχουν οξυμένη την όσφρηση), όταν ο κάτοχός του το φοράει συνέχεια -αφενός διότι είναι πτωχός κι έχει, βαριά, άλλο ένα, αφεδύο διότι είναι τσίπης και δεν πάει να αγοράσει κάνα ρούχο και αφετρία επειδή είναι πολύ κολλημένος (στα όρια του αυτισμού) και θέλει να φοράει μόνο αυτό το ρούχο σε σημείο που όλοι να τον θυμούνται εξ ανακλητικής μνήμης με το συγκεκριμένο.
Οι μασχαλιαίες περιοχές βέβαια σφύζουν από αμμωνιαζόλ και, όταν το βγάζει το βράδυ για να κοιμηθεί, το ακουμπά στο πάτωμα διότι πλέον στέκεται όρθιο δίκην θώρακος πανοπλίας (παράδειγμα 2).
Το δεύτερο δέρμα
Όταν το παλιό «πουκάμισο» της κολουβρίδας ξεραθεί,
το φίδι το αποβάλλει, μιας και το δέρμα αυτό, που αποτελείται
από στρώματα νεκρών πλέον κυττάρων, δεν αναπτύσσεται μαζί με το ερπετό.
Με τον ίδιο τρόπο αποβάλλουν το παλιό τους δέρμα και τα αμφίβια.
Μετά το στάδιο της νύμφης, τα έντομα εξελίσσονται σε τέλειους οργανισμούς.
Αντίθετα τα θηλαστικά και τα πουλιά σχηματίζουν εκ νέου μικρές
ομάδες δερματικών κυττάρων, αποβάλλοντας τα νεκρά κύτταρα.
Τα μαλάκια, όπως τα σαλιγκάρια, δεν παύουν να αναπτύσσονται ποτέ,
κάτι που φαίνεται από τις ραβδώσεις στο καβούκι τους.
Αντίθετα, τα σπονδυλωτά αναπτύσσουν τα οστά τους σε συγκεκριμένες φάσεις της ζωής τους.
- Είδες τον Γρηγόρη;
- Μπα! Έχω να τον δω τρεις-τέσσερις μέρες.
- Νά' τος ρε έρχεται καμαρωτός με το δεύτερο δέρμα του...
- Τον πούστη, ακόμα το φοράει ρε, θα 'χει κολλήσει απάνω του.
- Και θα στέκεται και όρθιο, γάμησέ τα, ευτυχώς που έχω δέκα μποφόρ ιγμορίτιδα...
Got a better definition? Add it!