Σιγά το πράγμα, δεν τρέχει και τίποτα.
Σιγά το πράγμα, δεν τρέχει και τίποτα.
Got a better definition? Add it!
Το όλο θέμα ξεκινά σε παλαιότερες εποχές, με την κατάργηση της δοτικής, οπότε και γεννιέται η ανάγκη να βρεθεί νέα λύση εκεί που μέχρι πρότινος χρησιμοποιούταν η συγκεκριμένη πτώση. Έτσι, καθημερινές φράσεις, όπως π.χ. το «λέγεις μοι», παύουν να υφίστανται και η γλώσσα αναζητά έναν νέο τρόπο έκφρασης.
Στην Βόρειο Ελλάδα προτιμήθηκε η αιτιατική ενώ στην Νότιο Ελλάδα η γενική για να δώσουν (σε νεώτερα ελληνικά) «με λες» και «μου λες», αντίστοιχα. Και οι δύο αυτοί τύποι είναι σωστοί καθώς χρησιμοποιούνται κανονικότητα μέσα στους αιώνες από τους Έλληνες. Κατά μίαν άποψη η αιτιατική είναι πιο κοντά στην δοτική οπότε, όσο παράξενο και να ακούγεται, ο βορειοελλαδίτικος τύπος (με λες) θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι πιο δικαιολογημένος.
Ο βασικότερος λόγος που σήμερα η σύνταξη με γενική θεωρείται ορθότερη (μου λες), είναι μάλλον επειδή η Νότιος Ελλάδα απελευθερώθηκε πρώτη και η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε στο νέο κράτος ήταν αυτή που μιλούσαν σε εκείνα τα μέρη. Σήμερα, ειδικά μέσω των μέσων μαζική ενημέρωσης, έχει καθιερωθεί γενικότερα ο τύπος με την γενική. Το βέβαιο είναι πως έχει περάσει στο υποσυνείδητό μας ως ο ορθός τρόπος, αν και αυτό όπως είδαμε δεν στέκει πραγματικά.
Παρεμπιπτόντως, δυο από τους λογοτέχνες που έχουν γράψει με τον συγκεκριμένο τρόπο είναι ο Κώστας Π. Καβάφης και ο Αθανάσιος Χριστόπουλος. Ας μην ξεχνάμε το εξής σημαντικό: οι νοτιοελλαδίτες, που εκφράζουν τη δοτική μέσω γενικής λέγοντας «θα σου πω κάτι», «θα της δώσω κάτι», στον πληθυντικό διαπράττουν ακριβώς το «σφάλμα» που καταλογίζουν στα εκ Βορρά αδέλφια τους, και λένε: «θα σας πω κάτι», «θα τους δώσω κάτι». Χρησιμοποιούν δηλαδή αιτιατική! Επομένως, καθαρά από απόψεως ομοιογένειας, τα βόρεια ιδιώματα είναι πιο συνεπή διότι χρησιμοποιούν αιτιατική και στον ενικό και στον πληθυντικό.
- Και με λέει ότι δεν σε έδωσε το κινητό της.
- Τι να με πει και αυτή ρε, πλάκα σπας;
Δες ακόμη: σελεμελές / σελεμελού, θεσσαλονικιώτικα.
Got a better definition? Add it!
Οι βορειοελλαδίτες βάζουν μερικές φορές τον αιτιολογικό σύνδεσμο "γιατί" στο τέλος της δευτερεύουσας πρότασης:
Άντε ξεκίνα, αργήσαμε γιατί.
Ξέρω οτι λέγεται ακόμη σε κάποιο βαθμό σε όλη την Μακεδονία, στο δίχτυ όμως μπόρεσα να βρω μόνο αναφορά για τον νομό Σερρών (Αλιστράτη και Νέο Σούλι):
"Συνήθης είναι η χρήση του «γιατί» και του «αφού» στο τέλος της πρότασης π.χ. «έλα να σι πω δε βαστώ γιατί» (γιατί δεν αντέχω)".
Η σύνταξη αυτή μοιάζει με την αντίστοιχη του αφού και του για, μόνο που τώρα φαίνεται να δικαιώνεται ο συσχετισμός που προτείνει η ironick με το αρχαίο γαρ και να αίρεται η επιφύλαξη του poniroskyloυ, μιας και εδώ έχουμε τον σύνδεσμο 'γιατί' ως ένα ξεκάθαρα αιτιολογικό 'επειδή':
Το αφού στο τέλος, όμως, δεν είναι αιτιολογικό και γι' αυτό νομίζω ότι οι συγκρίσεις με το γαρ δεν είναι εύστοχες, κτγμ. Δεν είναι τιποτε περισσότερο από ένα επιτατικό μόριο, που, ασφαλώς, διατηρεί το στοιχείο της αντίθεσης.
poniroskylo στο λήμμα αφού
Got a better definition? Add it!
Καθημερινή έκφραση που δηλώνει την έκπληξή μας σχετικά με μη αναμενόμενες ενέργειες. Την χρησιμοποιούν κυρίως κάτοικοι της Βορείου Ελλάδας, χωρίς αυτό να αποτελεί κανόνα.
(μεταφορά από δηλώσεις εργαζόμενης σε super market στην τηλεόραση...)
-Και μπήκε μέσα και μου λέει ληστεία και του λέω.... πλάκα με κάνεις.
Δες ακόμη: θεσσαλονικιώτικα, σε λέω, με λες.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Οι σχιζοφρένειες στις πανκ συναυλίες.
Ό,τι να ναι έκφραση (από το πάτα κιούτα + dancing) της παλαιάς σχολής των Κοζανιτών πανκς της Θεσσαλονίκης.
Αν ο χορευτής δε διαθέτει λοφίο, το μιμείται με το ένα χέρι, και με το άλλο δουλεύει τον αγκώνα.
- Ρε Σάκη, να παίζουν οι Πανικός εν έτει 2008 και από κάτω πατά κιούτα ντάνσινγκ...γούστα...
- Συγκίνηση...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κυριολεκτικά:
κατιμάς ο (ουσιαστικό) [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :τουρκ.λ. katma = συμπληρωματικός] μικρό κομμάτι κρέας κατώτερης ποιότητας που προσθέτει ο κρεοπώλης στο ζύγισμα του καλού, για να καταναλωθεί κι αυτό. Αλλιώς κατμάς.
Μεταφορικά και σλαγκικά: Ό,τι μας περίσσεψε, με όλες τις εκφάνσεις της φράσης. Κάτι που σου πασάρουν υπούλως (σαν τον χασάπη ανωτέρω) ή επιλέγεις εξ ανάγκης (επειδή δεν έμεινε τίποτα καλύτερο, ή δεν σε παίρνει να ψωνίσεις καλύτερη ποιότητα λόγω τιμής). Κανείς δεν είπε ότι ο κατιμάς δεν τρώγεται - απλά είναι υποτιμημένος. Συχνά αναφέρεται σε ερωτικούς συντρόφους (Παραδείγματα 1, 2) ή σε παίκτες για διάφορα αγωνίσματα (Παράδειγμα 3).
Στον ερωτικό τομέα, η επιλογή του κατιμά λόγω ανάγκης, δεν αποτελεί απαραίτητα απόδειξη ότι κάποιος είναι σαβουρογάμης / σαβουρογάμα. Ίσα ίσα αποτελεί ένδειξη ότι το υποκείμενο είναι ευέλικτο και έχει αντιληφθεί ότι, λόγω νομοτελειακών καταστάσεων όπως η φυσική επιλογή, όποιο είδος δεν προσαρμόζεται στις συνθήκες είναι καταδικασμένο να εκλείψει.
Ο λαός είναι σοφός και το να ακολουθεί κανείς τις λαϊκές ρήσεις είναι σοφία. Στην περίπτωση επιλογής του κατιμά ακολουθείται το ρητό «Στην αναβροχιά καλό και το χαλάζι».
Το υποκείμενο, για να αποφύγει τις συνέπειες των επιλογών του και την κοινωνική κατακραυγή μπορεί να ισχυριστεί ότι διετέλεσε μια εξυπηρέτηση, οπότε τελικά από δακτυλοδεικτούμενος με την κακή έννοια, γίνεται ήρωας.
Σχετικά λήμματα (μη εξαντλητική λίστα): σαβούρα, πατσαβούρα, πλέμπα, διπλοσάκουλο, τελειωμένος, γαμίκος κ.λπ.
Δεν πρέπει να συγχέεται με έννοιες όπως: Καπαμάς (φαγητό από κρέας με λάχανα), καπλαμάς (επικάλυμμα), κάτι μας... (-συνέβη, -βρήκε, -έτυχε κλπ ρήματα).
Παράδειγμα 1
- Καλά μωρέ Κατερίνα, είναι δυνατόν, πήγες με τον κουασιμόδα, τον τελειωμένοπου τα χει ρίξει σε όλες μας και έφαγε από όλες τον χυλό;
- Σοφία, δείξε σοφία κι άσε την κριτική. Αφού το ξέρεις, τα μισά καλά παιδιά είναι πιασμένα από πουτάνες και τρελές και τα μισά από τα υπόλοιπα είναι λούγκρες. Έκανα και 'γω τον συμβιβασμό μου με τον κατιμά, μέχρι να 'ρθει ο πρίγκιπας.
- Τον έβαλες να φοράει κολάν και καβάλα σε κανα άλογο για να σου 'ρθει η όρεξη;
- Ήπια πριν όλο το Βόσπορο και μετά περιορίστηκα στην ανάποδη καβαλαρία και στο πισωκολλητό.
- Τι να σου πω ρε φιλενάδα, άντε και εις ανώτερα.
Παράδειγμα 2
- Γάμησες;
- Γάμησα...
- Λέγε ρε.
- Άσε.
- Λέγε λέμε! Ποια;
- Την Ποπάρα...
- Ε, όχι ρε πούστη εκεί ξέπεσες, στον κατιμά;
- Μια εξυπηρέτηση ρε φίλε...
- Είσαι ήρωας κολλητέ, θα πας στον παράδεισο...
Παράδειγμα 3
Ο κατιμάς στον πάγκο, εκτός από τον Βάγγο. (από εδώ)
Got a better definition? Add it!
Συνώνυμη της έκφρασης τσιμέντο να γίνει (και μπετόν αρμέ). Ενώ το τσιμέντο να γίνει... έχει κάποια λογική βάση, υπό την έννοια του ας γίνει κι ας παραμείνει έτσι όπως το τσιμέντο που έχει μιαν άλφα μονιμότητα, η φράση ντέφι να γίνει δεν υπακούει σε απολύτως καμία λογική. Η μαγεία της ελληνικής γλώσσας...
Χρησιμοποιείται κυρίως (πού αλλού...) στη Θεσσαλονίκη.
- Θα πάμε τελικά στο Μέγαρο; Έναν μήνα σε παρακαλάω ρε Παντελή και κάνεις τον Κινέζο.
- Ρε κακό μπελά βρήκαμε. Πάμε, ντέφι να γίνει. Αλλά αν ροχαλίζω, δεν θα μου την πεις κι από πάνω!
Got a better definition? Add it!
Με μεγαλύτερη προσήλωση στους κανόνες της Γραμματικής, γράφεται «Τ'ς έντ'σαν τ'ς άλλοι» και σημαίνει «Τους έντυσαν και τους άλλους», που πάει να πει τους στράτευσαν, τους πήραν φαντάρους. Η προέλευση της φράσης ανάγεται στο μακρινό Σουρδιστάν (περιφέρεια Κοζάνης) και οι ρίζες της χάνονται στα βάθη των πρώτων ΕΣΣΟ του ΕΣ.
Στο παράδειγμα που ακολουθεί, αναγράφονται και οι δύο τύποι φωνημικής γραφής, καθώς και η απόδοση του σουρδο-διαλόγου στην καθομιλουμένη.
- Σεν τσαν; (Σ΄έντ'σαν; - Σε έντυσαν;)
- Μεν τσαν (Μ΄έντ'σαν - Με έντυσαν)
- Τσάλι τσεν τσαν; (Τ'ς άλλοι τ'ς έντ'σαν; - Τους άλλους τους έντυσαν;)
- Τσεν τσαν τσάλι (Τ΄ς έντ΄σαν τ΄ς άλλοι - Τους έντυσαν (και) τους άλλους)
Got a better definition? Add it!
Στα Αλεξανδρουπολίτικα, σημαίνει την κοπάνα από το σχολείο, αδικαιολόγητη ολιγόωρη απουσία από το μάθημα, με κύρια αιτία τον καφέ στο «Παράφωνο», γνωστό τόπο συνάντησης των σχολικών μαζών.
- Ρε συ, κάνουμε κατσάκι στα θρησκευτικά να πάμε για φραπεδούμπα;
- Πάμε Παράφωνο;
Got a better definition? Add it!
Τοπική έκφραση της συμπρωτεύουσας την οποία έφερε στο προσκήνιο η δημοφιλής εκπομπή του Λαζόπουλου «10 μικροί Μήτσοι» και συγκεκριμένα το σκετσάκι με τον Λαζόπουλο και τον Σταρόβα, λες και δεν έφθανε ένα εκατομμύριο Θεσσσαλονικείς που τη λένε ακατάπαυστα. Τέλος πάντων, μεγάλο εργαλείο η τηλεόραση.
Έχει διπλή σημασία: αφενός αποτελεί τη μονολεκτική περιγραφή του τι σημαίνει να είναι κάποιος Θεσσαλονικιός (σ.σ. τρίωρος φράπες στην παραλία, μεσημεριανή σιέστα και μια γενικότερη αντίληψη περί χρόνου η οποία δεν συμφωνεί με την κρατούσα) και αφετέρου σηματοδοτεί την καταφατική αποδοχή και μάλιστα προσδίδοντας έμφαση σε κάτι που λέγεται από τον συνομιλητή (βλ. σχετικά παραδείγματα).
Προφέρεται αποκλειστικά με παχύ λάμδα, αλλιώς ασ' το καλύτερα.
Αθηναιος: - Ρε βιαζόμαστε σου λέω, δεν καταλαβαίνεις; Μας περιμένουν οι άλλοι στο Μπελ Αιρ από τις 9 και είναι 10 και τέταρτο. Έλεος. Μέχρι να πάμε και να βρούμε να παρκάρουμε θα πάει 11. Άντε. Άντε λέμε. Γαμώ την καταδίκη μου μέσα.
Θεσσαλονικιός: - Χαλαρά ρε φιλαράκι, κούλαρε λίγο.
- Έτσι όπως πάει η ομάδα, μας βλέπω να τρώμε 3 μπαλάκια την Κυριακή, να τα 'χουμε να πορευόμαστε. - Ω, χαλαρά.
Got a better definition? Add it!