Απρόσωπη παλιά έκφραση που σημαίνει: εξαφανίζεται, πάει, χάνεται, πάει στράφι, χαλάει, κλπ.
- Φοβάμαι μην της πω καμιά μαλακία και πάει περίπατο όλη η προσπάθεια που έκανα μέχρι τώρα...
Απρόσωπη παλιά έκφραση που σημαίνει: εξαφανίζεται, πάει, χάνεται, πάει στράφι, χαλάει, κλπ.
- Φοβάμαι μην της πω καμιά μαλακία και πάει περίπατο όλη η προσπάθεια που έκανα μέχρι τώρα...
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αστείος προσδιορισμός για το πέος. Χρησιμοποιείται σε υπονοούμενα για στοματικό σεξ.
-Βγήκα χτες με την Ελένη.
-Ποια ρε αυτή τη σνομπ που καπνίζει μόνο ακριβές μάρκες τσιγάρων;
-Ναι, αλλά χτες κάπνισε και πούρο με φλέβα!
Συνώνυμο: πούρο φλεβάτο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Έκφραση αποδοκιμασίας ή προειδοποίησης, συνώνυμη με το στάκα, κάτσε καλά, σσσσ, κλπ.
- Θα πάω να του σπάσω το μαγαζί, του μαλάκα.
- Ίσα ρε που θα τα βάλεις με την προστασία, άσχετε! Θα τις φας χοντρά, στο λέω.
Δες και ίσα.
Got a better definition? Add it!
Ειρωνική έκφραση συνώνυμη με το καααλά, χαιρετίσματα, χαιρέτα μας τον πλάτανο, κλπ
- Πάμε αύριο μπαρότσαρκα;
- Δεν μπορώ, θα πάω σε μια ομιλία για την παγκόσμια συμφιλίωση.
- Καλά κρασιά! Την έχεις ακούσει άσχημα τελευταία, νομίζω. Δεν πας να βρεις κανα γκόμενο να σε γαμήσει νά 'ρθεις στα ίσα σου;
- Δεν καταλαβαίνες τίποτα απ' αυτά εσύ. Τι κάθομαι και σ' τα λέω...
Σχετικά: ωραία φέτα, καλά, πιάσε μια Amstel, του Κίτσου η μάνα κάθονταν, από την πόρτα σου περνώ..., οτινανισμός, ο,τινανισμός, πούτσο κλαίγανε, τον, άρες, μάρες, κουκουνάρες, άρτσι μπούρτσι και λουλάς
Got a better definition? Add it!
Κάπου γαμιέται.
- Πού είναι Μήτσος ρε;
- Ξέρω γω ρε; Κ.Γ.!!
Βλ. και Κ.Κ..
Got a better definition? Add it!
Τέλος πάντων (προφέρεται: ταυ πι).
Η προφορά ταυ πι συμπίπτει κάπως με της γαλλικής έκφρασης tant pis (= τόσο το χειρότερο).
-Φοβερό πράμα αυτό που συνέβη στην Κάτια...
-Τ.Π... Τι να πεις...
Βλ. και τεσπά.
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται ειρωνικά για να μειώσουμε ασήμαντα πρόσωπα και καταστάσεις ή για να περιγράψουμε καταστάσεις που δεν έχουν καμία πιθανότητα να συμβούν. Πολλές φορές επίσης χρησιμοποιείται σαν συνώνυμο του γνωστού στ' αρχίδια σου.
Νοηματικά συνδέεται με το Ναι καλά και το Τι σε νοιάζει (πάντα σε ειρωνικό τόνο).
Γνωστή παράφραση:
Ξύσ' τ' αρχίδια σου με τον γκασμά.
- Μαλάκα ο Τάσος θα ξηγηθεί καλή φάση εκδρομούλα το σαββατοκύριακο!
- Ποιος ρε, αυτός ο ψεύτης; Ξύσ' τ'αρχίδια σου με τον μαλάκα, τι ασχολείσαι!
- Η γκόμενα δεν πήρε τηλέφωνο και έχω ανησυχήσει ρε γαμώτο...
- Ποιος την γαμεί ρε βλάκα, ξύσ' τ'αρχίδια σου!
Βλ. και τσίμπα ένα αρχίδι, www.xystarhidiasou.gr, www.ksistarxidiasou.gr, επαγγελματίας ξύστης, ξυστό, ξυσοκάρυδος, ξύσιμο συνεχές, και χωρίς ενοχές, ξυσαρχιδισμός, ξυσαρχίδι, ξυσαρχίδας (ο), ξύσ' τ' αρχίδια σου με το γκράιντερ ή με τον γκασμά γιατί η τσουγκράνα αφήνει κενά/ξύσ' τ' αρχίδια σ' με γκασμά γιατ' η τσουγκράν' αφήν' κενά.
Got a better definition? Add it!
Είναι ποτέ δυνατόν; Γίνεται κάτι τέτοιο;
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την αδυναμία κάποιου να κάνει κάτι ή γενικότερα πράγματα που δεν είναι δυνατόν να συμβούν.
- Αν μας πιάσει ο Μήτσος την γαμήσαμε μαλάκα, θα φάμε πολύ ξύλο!
- Ποιος ρε, αυτό το λιμό; Κλάνει ο πεθαμένος;
Βλέπε και χέζουν οι αρκούδες στο δάσος;.
Got a better definition? Add it!