Μάγκικο ισοδύναμο του λοιπόν.
Το λεπόν μαζευόμαστε όλοι και την κάνουμε για μπαρότσαρκα.
Got a better definition? Add it!
Την πέφτω με μαεστρία και φλερτάρω μέχρι τελικής πτώσης. Αντίστοιχο με το αγγλικό playing the field.
Έλα μεγάλε, κάνε παιχνίδι και δείξε στα κοριτσάκια τι εστί γκρηκ λάβερ.
Got a better definition? Add it!
Μένω με το στόμα ανοιχτό, μένω άναυδος, δεν πιστεύω στ' αυτιά μου, μένω μαλάκας.
Καλά φίλε, είδα χτες την Μαρία βαμμένη, φτιαγμένη, με τα μίνια της και έπαθα πλάκα!
Μπράβο ρε συ, δεν σου το ΄χα να της την πέσεις της δίμετρης Σουηδέζας, έπαθα πλάκα!
Βλ. και παθαίνω μουνόπλακα, παθαίνω μπακακάο, μένω κάγκελο / καγκελώνω, μένω καρότο, μένω κούκλα, μένω παγωτό, μένω πίπα.
Got a better definition? Add it!
Συνηθισμένη απάντηση σε κάποιον που είναι συνήθως μουρτζούφλης. Επίσης σε κάποιον που είναι μες στην τρελή χαρά τη στιγμή που εμείς ή είμαστε μες στα νεύρα ή δεν έχουμε καμία απολύτως όρεξη να τον ακολουθήσουμε.
Όσο σε ξέρω είσαι με μια μούρη μέχρι κάτω. Ποια χαρά σε βρήκε, το χτυπήσαμε χτες βράδυ το γκομενάκι;
Ποια χαρά σε βρήκε και είπες να κάνεις γενική φασίνα σήμερα;
Πωωω τώρα, ποια χαρά σε βρήκε και θέλεις να τους καλέσουμε αυτούς για φαγητό Σαββατιάτικα;
Ποια χαρά σε βρήκε και θες να πάμε για περπάτημα στην Πάρνηθα; Τόσα ωραία έργα έχει η τηλεόραση!
Got a better definition? Add it!
Αρχικά χαρτοπαιχτική αργκό (βλ. λ. «ρεφάρω»), η οποία όμως μπορεί να χρησιμοποιηθεί και μεταφορικά, δηλώνοντας μια μέτρια κατάσταση ούτε κρύου ούτε ζέστης, ότι είμαστε δηλαδή κομψί κομψά ένα πράμα: δεν είμαστε σούπερ, αλλά δεν μας χαλάει και τίποτα.
Όπως και το «ρεφάρω», η έκφραση χρησιμοποιείται συνήθως σε περιπτώσεις όπου ερχόμαστε στα ίσα μας μετά από ανοδική πορεία / βελτίωση, έχει δηλαδή θετική χροιά: ισορροπούμε κάπου στο μέσον και λέμε «πάλι καλά Παναγίτσα μ'».
- Έλα ρε Παντελή! Χρόνια και ζαμάνια! Πώς είσαι; - Προχτές αποφυλακίστηκα, στα λεφτά μου είμαι.
Got a better definition? Add it!
Ο υπερθετικός βαθμός του έχω χάσει επεισόδια, ήτοι είμαι εκτός των πραγμάτων, χωρίς ενημέρωση, εδώ και πάρα, πάρα, πάρα πολύ καιρό.
Από το αγγλικό season (στην προκειμένη, κύκλος επεισοδίων τηλεοπτικής σειράς).
- Κολλητή τα μαθες; Η Λίτσα χώρισε!
- Καλά, έχεις χάσει σήζον μου φαίνεται. Τα 'φτιαξε με τον Μπάμπη τον σιδερά!
- Σοβαρά;
Got a better definition? Add it!
- Πώς πάει το μαγαζί;
- Με τέτοια κρισάρα είμαστε μία η άλλη...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Νιώθω μεγάλη αηδία ή φρίκη.
(Σ.ς.: Προσοχή, ποτέ έντερα).
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Έκανε και καλά πως τάχα μου δήθεν δεν καταλάβαινε, έκανε τον Αλέκο και σφύριζε αδιάφορα.
Όταν της εξηγήσαμε ότι δεν χρειάζεται να διατεθεί ούτε ένα ευρώ, αλλά να πατηθεί μόνον ένα κουμπί, το γύρισε στο... καλαματιανό, αποκλείοντας κάθε παραπέρα επικοινωνία.
Got a better definition? Add it!
Εναλλακτικός τρόπος να πει έτσι πρέπει. Συνήθως αποτελεί απάντηση στο εφτά είναι.
- Έτοιμη η αστακομακαρονάδα.
- Εφτά είναι!
- Έξι πρέπει.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified