Selected tags

Further tags

Τσιγκλάω. Ερεθίζω κάποιον με πειράγματα. Περιπαίζω, μάλλον εκνευριστικά.

Πολλές φορές, το τσίγκλισμα και τα πειράγματα λειτουργούν ως κίνητρο για να κάνει κάποιος αυτό που θέλουμε - κατ' επέκταση κουλαντρίζω φτάνει να σημαίνει και 'ωθώ κάποιον σε κάτι, τον πείθω, τον φέρνω στα νερά μου'.

Σε ορισμένες χρήσεις, το κουλαντρίζω αποσυνδέεται από τα πειράγματα και σημαίνει απλώς 'φέρνω βόλτα, κάνω κουμάντο' - όπως λέει ο ορισμός τού didikong. Τότε λέγεται και για ανθρώπους και για καταστάσεις.

  1. - Καλά, αναλόγως φτηνά τη γλυτώσατε στην Τούμπα, βρωμοσκούληκα ... 3-0, τζάμπα πράμα ...
    - Μη με κουλαντρίζεις, ρε πούστη γύφτε ... δεν έχω όρεξη σήμερα.

  2. Καλά, είναι μεγάλη πουτάνα η Αφροδίτη ... τον κουλαντρίζει μια χαρά τον δικό της και της κάνει όλα τα γούστα ... γιατί, του λέει, τι παραπάνω έχει ο Χατζηπαπάρας και πήρε στην κερία του Λουί Βουϊτόν και θα την πάει το Πάσχα και Ταϊλάνδη ... ε, κι ο μαλάκας έρχεται στο φιλότιμο και τα σκάει κανονικά ...

  3. Μη σκας, ρε Μαράκι, για τα λεφτά ... κάπως θα το κουλαντρίσουμε το πράμα μέχρι να μου δώσει ο Χατζηφαρδέλας τα χρωστούμενα ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προφέρεται: 'γκαα-τάλαβα. Σημαίνει: «δεν κατάλαβα».
Στην έκφραση αυτή προφέρεται και η απόστροφος σαν κόμπος στο λαιμό, σαν μικρό σταμάτημα προτού ξεκινήσει η επόμενη λέξη. Αυτό συμβαίνει επειδή η απόστροφος αντικαθιστά τη λέξη δεν που, λόγω μαγκιάς, παραλείπεται. Ό,τι απομένει από το δεν είναι η προφορά του , γι αυτό και το κατάλαβα γίνεται γκατάλαβα. Η συλλαβή -γκα- τραβιέται λίγο στον χρόνο, με μάγκικη προφορά του -α- (λίγο προς /ε/). Η έκφραση χρησιμοποιείται όταν κάποιος μας δουλεύει ή μας προσβάλλει και θέλουμε να του δείξουμε (προτού του σπάσουμε τα μούτρα) ότι δεν το δεχόμαστε.

- Άμα θες να ξέρεις είσαι και πολύ μαλάκας φίλε...
- ...'γκαα-τάλαβα, σε ποιον μιλά' ρε μαλάκα;
- Σε σένα ρε αρχίδι!
(και γίνεται της πουτάνας).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση η οποία υπονοεί την απόλυτη βαρεμάρα. Προκαλεί πολύ γέλιο και είναι μάλλον εξαιρετικά περιγραφική.

Δύο φίλοι, ο Ανδρέας και ο Πέτρος, είναι με σκάφος και με δύο κοπέλες που πρόσφατα γνώρισαν, αραγμένοι Κυριακή μεσημέρι σε ένα κολπάκι στην Βουρβουρού. Δεν είναι και πολύ «ψημένοι» με τις κοπέλες και βαριούνται. Ο Πέτρος είναι ξαπλωμένος με κλειστά τα μάτια και λιάζεται, ενώ ο Ανδρέας είναι σε χειρότερη θέση. Του έχουν ανοίξει συζήτηση επί παντός επιστητού ..... Προσπαθώντας να ξεφύγει προτείνει να παίξουν μπιρίμπα. Τα κορίτσια λένε ναι με μεγάλο ενθουσιασμό, ενώ όταν φωνάζουν στον Πέτρο να σηκωθεί για να παίξουν, αυτός απαντάει: «ο Πέτρος τώρα, δεν παίζει ούτε τα βλέφαρά του».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρώω τούμπα, συνήθως από γλύστρα ή παραπάτημα, και απλώνομαι φαρδύς-πλατύς στο έδαφος.

Λέγεται επίσης πολύ και όταν κάποιος πέφτει από ποδήλατο.

Γενικά, αναφέρεται σε πέσιμο απροσδόκητο και θεαματικό που, σε πρώτη φάση τουλάστιχον, προκαλεί τη θυμηδία των παρισταμένων. Οι συνέπειες μπορεί να είναι οδυνηρές αλλά ποτέ τραγικές.

Αν πούμε «το αγόρασε το οικόπεδο σε καλή τιμή» σημαίνει ότι ο παθών τη γλύτωσε χωρίς πολλά πολλά. Αν πάλι πούμε «ακριβά το πήρε το οικόπεδο» σημαίνει ότι χτύπησε μάλλον άσχημα.

Συγγενή λήμματα: μπίστος, σαβούρδα, τρώω σάρα, σαούλι, σούπα

- Πρόσεχε τώρα που θα βγεις, γλυστράει. Τώρα που ερχόμουν είδα έναν που σαβουρντίστηκε ... δυο στρέματα οικόπεδο αγόρασε ... εκεί, Πρίγκηπος Νικολάου και Ιπποδρομίου που είναι και λίγο κατηφορικά ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ως μεταβατικό: αφήνω κάποιον ξεκρέμαστο, δεν του παρέχω την υποστήριξη και την κάλυψη που θα έπρεπε.
  2. Ως αμετάβατο: βρίσκω χρόνο να κάνω κάτι, προλαβαίνω, ευκαιρώ. Επίσης, κατουράω, ξαλαφρώνω.
  1. - Τόσον καιρό τον υποστήριζα και τώρα που ήρθε η ώρα δείξει αν είναι φίλος, με άδειασε κανονικά!
    - Εγώ στά 'λεγα: μεγάλο καθίκι ο Ρένος!

  2. - Πότε θα πάμε για κανένα καφεδάκι;
    - Θα σε πάρω από βδομάδα, γιατί τώρα δεν αδειάζω καθόλου.

  3. - Βαρέθηκα σε αυτό το μαγαζί, σαλούν είναι!
    - Πάω να αδειάσω μια στιγμή και φύγαμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι (έμψυχο ή άψυχο) που μας ανεβάζει το κέφι, τη διάθεση, τη λίμπιντο.

1
- Πολύ ανεβαστικό μωρό η Πόπη δικέ μου.
- Τι ανεβαστικό ρε μαλάκα που μου 'χει γίνει τιράντα μ' αυτά που φοράει.

2
...και περνάμε σε κάτι που μας ζητάτε συνέχεια, κάτι πολύ ανεβαστικό για να ξεκινήσει δυνατά αυτό το Σαββατόβραδο. Paul van Dyk και Let go.

3
- Πού ήσουν ρε μαλάκα τόση ώρα και σε ψάχνω; Και γιατί έχεις αυτό το ηλίθιο χαμόγελο της επιτυχίας; Γάμησες ρε;
- Όχι ρε πεζέ άνθρωπε... Έκανα test drive την Cayman S και φτιάχτηκα χοντρά. Μιλάμε για εντελώς ανεβαστικό εργαλείο.

(από Galadriel, 26/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελληνοποιημένη σύνθεση των αγγλικών λέξων too much, δηλαδή πάρα πολύ. Δηλώνει το υπερβολικό, την πάνω από τα όρια κατάσταση.

Χρησιμοποιείται πολύ από τους Έλληνες του εξωτερικού, από τους οποίους και προέρχεται.

- Πιστεύεις ότι είναι καλή ιδέα να της ζητήσω να πάμε μαζί διακοπές το καλοκαίρι;
- Ε ναι ρε μαν, κάτσε λίγο, τουματσιά εντελώς! Ούτε 3 βδομάδες δε γνωρίζεστε καλά καλά!

Σχετικά: του ματς, τουματσισμός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανόητη παραλλαγή της έκφρασης στου διαόλου τη μάνα και των λοιπών που θα βρείτε στο αντίστοιχο λήμμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ορίτζιναλ. Η μητέρα όλων των εκφράσεων που προσδιορίζουν κάποιο μέρος που και έτη φωτός μακριά είναι και που κανείς δεν ξέρει πού ακριβώς βρίσκεται - αν και τώρα τελευταία λέγεται ότι ο Μάκης ξέρει...

Στου διαόλου τη μάνα καταλήγουμε διότι

α) κάποιος ανόητος μας έδωσε τη λάθος διεύθυνση
β) ο/η συνοδηγός δεν ξέρει να διαβάζει το χάρτη
γ) κάποιος από την παρέα είχε ιδέα να πάμε σε μια καλή ταβέρνα για την οποίαν του είχαν πει
δ) η αποκέντρωση του κρατικού μηχανισμού σε αυτή την περίπτωση λειτούργησε πέραν πάσης προσδοκίας.

Απαντάται και η ρωσσότροπη εκδοχή «στου διαόλου τη μανίτσκαγια». Όπου, εκτός όλων των άλλων, κάνει και κρύο.

Συνώνυμα: στου διαόλου το κέρατο, στου διαόλου τον πούτσο, στου διαόλου τον κώλο, στου διαόλου το ξεσταύρι

- Ρε πούστη μου, δεν είναι κράτος αυτό ... μια κωλοβεβαίωση για το οικόπεδο ήθελα ... στου διαόλου τη μάνα μ' έστειλαν σ'ένα γραφείο ... και μετά μου λένε πρέπει να την καταθέσω και στο υποθηκοφυλακείο ... τρέχα πάλι, μαλάκα, στου διαόλου τον κώλο ... γαμώτο, δηλαδή

...λίγο ευθεία θα πας, δε θα το χάσεις... (από Jonas, 18/03/09)

Βλ. και αλησμονιά, τέρμα Θεού, αρχές Αλλάχ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φέρομαι ύποπτα, αλλάζω τη στάση μου απέναντι σε κάποιον με αρνητικές συνέπειες γι' αυτόν, τα γυρνάω.

  1. - Τι γίνεται με τον πιανίστα, αρχίσατε τις πρόβες;
    - Αγγούρια... Αν και τα είχαμε συμφωνήσει πριν έναν μήνα, τώρα που τον παίρνω τηλέφωνο να κανονίσουμε μου κάνει νερά...

  2. (από το διαδίκτυο) Πληγωμένο κυκλάμινο από Αθήνα.
    Δημήτρη τον τελευταίο καιρό το αγόρι μου έχει αρχίσει να κάνει νερά, μου επαναλαμβάνει συνεχώς ότι δεν τον πειράζει αν πάω με άλλον άντρα αρκεί να το ξέρει.

βλ. και μουαρέ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified