Selected tags

Further tags

Όταν είσαι τύφλα μετά από κατανάλωση αλκοόλ και χρειάζεσαι σκύλο - οδηγό (ενδεικτικά λαμπραντόρ) για να γυρίσεις σπίτι.

- Φίλε πως περάσατε χθες; έφυγα σχετικά νωρίς.

- Άστα. Τι τις ήθελα τις τεκίλες; Έφυγα με λαμπραντόρ.

Got a better definition? Add it!

Published

Ή αχαμνοξύστης. Ότι προτιμάτε :)

Ξύνω χαμηλά (κοινώς στα άχαμνα). Είμαι δηλαδή ξυσαρχίδας. Φυσικά, δεν χρειάζεται να είμαι ΔΥ για να τα ξύνω.

Είναι η πιο ευγενική εκδοχή, καθώς δεν περιλαμβάνει το "πρόθεμα" αρχιδ-

Οι φοροχωροφύλακες χρειάζονται ζεστό αίμα (ευρώ) για να πληρώσουν τα δανεικά στα αφεντικά τους, τα χιλιάδες ρουσφέτια, τους δεκάδες χιλιάδες αχαμνοξύστες και τις προεκλογικές σπατάλες της κάθε κυβέρνησης, αλλά μένουν με τα ντουβάρια στο χέρι (βλ. κτήρια Γαβαλά σε Κολωνάκι και Κορωπί (*))

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ιδιαίτερα ευτραφής γυναίκα.

Πήγα να ανέβω με το ασανσέρ αλλά ήταν μια χερσοφάλαινα μέσα και δεν χωρούσε κανείς άλλος. Ανέβηκα με τις σκάλες τελικά.

Got a better definition? Add it!

Published

το εξής λήμμα σημαίνει ότι το ατμό που το λεει είναι απασχολημένο ή έχει επιβαρυμμένο πρόγραμμα και του ζητάται να κάνει κατι επιπλέον το οποίο ο ίδιος όμως δεν θεωρεί σημαντικό Δηλαδή το λήμμα εχει την σημαία ότι το άτομο δεν ενδιαφέρεται ή δεν θέλει να κάνει κατι καθώς το θεωρεί ασήμαντο η δεν εχει τον χρόνο για να το κάνει

-Γιώργο να πας σούπερ μάρκετ μόλις τελειώσεις με την δουλειά

-Άσε μας ρε Έλη δεν είχα άλλο παπά στα αρχίδια μου (να πάω)/(θα πάω) και σούπερ τωρα

Got a better definition? Add it!

Published

μιά χαράδρα προέρχεται από αλλοίωση της έκφρασης 《μιά χαρά》. Χρησιμοποιείται ως απάντηση σε ερωτήματα όπως 《τι κάνεις;》 ή 《πώς είσαι》. Μέσω της έκφρασης αυτής δηλώνει κανείς πως τα νέα του είναι τα ίδια σκατά, τα οποία ο συνομιλητής ήδη γνωρίζει, περνώντας έτσι το νόημα πως τίποτα δεν έχει αλλάξει και πως δεν χρειάζεται να μπει σε λεπτομέρειες. Παρομοιάζεται μέσω της έκφρασης αυτής το βάθος μίας χαράδρας, με το βάθος της 《λακκούβας με σκατά》ή απλούστερα με το βάθος των προβλημάτων στα οποία βρίσκεται ο χρήστης της έκφρασης, εννοώντας έτσι πως η κατάσταση αυτή δεν είναι τωρινή αλλά χρόνια. Συχνά μπορεί να ειπωθεί με το τόνο και το ύφος που λέει κανείς 《μιά χαρά》, μόνο και μόνο για να προσθέθει στο τέλος το 《δρα》, με σκοπό να πιάστει ο συνομιλητής απροετοίμαστος.

-Τι γίνεται ρε μαλάκα, τι κάνεις; - Μιά χαράδρα...

Got a better definition? Add it!

Published

Η προφανής κυριολεκτική σημασία του είναι οτι χαμηλώνω τη θερμοκρασία ενός ποτού προκειμένου να γίνει δροσερό, ρίπτοντας τεμάχια πάγου εντός του ή συντηρώ ενα τρόφιμο τοποθετώντας το σε επαφή με πάγο ή γενικότερα διατηρώ χαμηλή θερμοκρασία με τη χρήση πάγου.

Μεταφορικά χρησιμοποιείται με την έννοια :

Κόβω τη φόρα σε κάποιον, κόβω τον τσαμπουκά, αναχαιτίζω, τον ψαρώνω, τον τρομοκρατώ, επιπλήττω με σκοπό τον εκφοβισμό και την αποτροπή.

1.Ο εργοδηγός προς στον προϊστάμενο: -θα σου στείλω στο γραφείο τον καινούργιο, που μας ήρθε πολυ τσαμπουκαλεμένος. Βάλτου λιγο πάγο, να στανιάρει.
2. Μεταξύ δικηγόρων: -ο εισαγγελέας, για αρχή, δεν τον παρέπεμψε, μόνο πάγο του 'βαλε.

Got a better definition? Add it!

Published

Προέρχεται, σύμφωνα με βικιπαίδεια, απο την περσική λέξη sharbat (شربت) που σημαίνει ποτό με νερό και ζάχαρη.

Υπάρχουνε διάφορες παραλλαγές της λέξης στα αραβικά και τουρκικά με παραπλήσιες η συναφείς ερμηνείες.

Σε μας χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει:

  1. Εμφατικά, κατι το υπερβολικά γλυκό στη γεύση.
  2. Στο πληθυντικό αριθμό μπορει να σημαίνει έντονες και διαχυτικές ερωτοτροπίες.
  3. Σε περίπτωση γρονθοκόπησης, μαζί με το ρήμα παίρνω σημαίνει αιμορραγία.
  1. Θεσσαλονικιός:-αμάν βρε παιδάκι μου, πολυ ζάχαρη μ' έβαλες στον καφέ. Σερμπέτι τον έκανες.
  2. -καθίσανε λοιπόν οι δυο τους στο παγκάκι κι αρχίσανε τα σερμπέτια (τις γλύκες).
  3. -του τραβάει ενα μπουνίδι και τον πήρανε αμέσως τα σερμπέτια.

Got a better definition? Add it!

Published

Εαν καθίσουμε λίγο και το σκεφτούμε θα συνειδητοποιήσουμε ότι κάθε σόι ευρύτερο ή και στενό, το δικό μας, αλλά και φίλων και γνωστών, έχει τουλάχιστον ένα άτομο το οποίο είναι απροσάρμοστο, εγωϊστικό, εριστικό και που για να μη το υπεραναλύσουμε εντάσσεται στη γενικότερη κατηγορία του μαλάκα. Ο σοφός λαός γνωρίζοντάς το αυτό, συνήθιζε να χρησιμοποιεί την έκφραση αυτή που έμεινε μέχρι τις μέρες μας, για να χαρακτηρίσει κάποιο τέτοιο άτομο το οποίο γνώριζε σε οικογενειακό πλαίσιο και πιθανώς για να τονίσει τη διαφορά με την υπόλοιπη οικογένεια του, η οποία είναι πιο συμπαθής. Όπως δηλαδή κάθε σπιτικό έχει αναγκαστικά και ένα χώρο στον οποίον οι άνθρωποι χέζουν, έτσι φυσιολογικά και αναπόφευκτα κάθε οικογένεια έχει και τον μαλάκα της. Τώρα, εάν στο δικό σας σόι δεν υπάρχει κανένας μαλάκας δε θέλω να σας βάλω σε σκέψεις αλλά...

-Τ' άκουσες για τον γιό του κύριου Δημήτρη του γείτονα? Τον πιάσανε για κάτι κομπίνες που έκανε στο μαγαζί του και τώρα τρέχει στα δικαστήρια

-Ε, κάθε σπίτι έχει και το αφοδευτήριο του

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει, οτι βρέχει πολύ, βρέχει ραγδαία, νεροποντή, κατακλυσμιαία βροχή.

Γκιούμι, από το τουρκικό güğüm, είναι η μεταλλική, χάλκινη (μπακιρένια), επικασσιτερωμένη (γανωμένη) η και αλουμινένια καρδάρα η κανάτα, με χερούλι και καπάκι (κατά κανόνα με μεντεσέ), που χρησιμοποιείται για οικιακή χρήση, ως μέσο για μεταφορά, βρασμό, αποθήκευση υγρών, κυρίως νερού η γάλακτος.

Παρόμοιες εκφράσεις: ρίχνει με το τουλούμι, ρίχνει καρεκλοπόδαρα, ανοίξανε οι ουρανοί.

-Καλά που πρόλαβα να μπω. Εξω ρίχνει με το γκιούμι.

γκιούμι (güğüm)

Got a better definition? Add it!

Published

Σημαίνει εντελώς, όλως δι' όλου, τελείως, τελειωτικά, αποτελειωμένα, τερματισμένα. Περιγράφει μια περαιωμένη κατάσταση που δεν επιδέχεται μετατροπή, βελτίωση, εξέλιξη η αλλαγή, κάτι που δεν πάει παρακάτω η πιο πέρα. Προέρχεται από το τούρκικο dip που σημαίνει πάτος, πυθμένας. Το γλυκό "καζάν ντιπί" σημαίνει κατά κυριολεξία: ο πάτος του λέβητα. Χρησιμοποιείται σκέτο αλλά και διπλό, με ενδιάμεσα το "για" η το "κατά", προς έμφαση.

  1. Δεν καταλαβαίνω ντιπ.
  2. Αυτός είναι ντιπ για ντιπ τρελός.
  3. Είναι μαλάκας ντιπ κατά ντιπ.

Got a better definition? Add it!

Published