Ο φανταχτερός, ο γυαλιστερός, ο τριζάτος, ο πλουμιστός, ο υπερκυριλέ. Αυτός που με την εμφάνισή του «φυσάει». Το καρακιτσαριό δηλαδή.

Η λέξη δεν σημαίνει κάτι, προφ είναι ηχομημιτική, πιθανόν από το κλασικό περιπαικτικό σφύριγμα που κάνουμε όταν κάτι και καλά πολύ εντυπωσιακό εμφανιστεί μπροστά μας -σε συνδυασμό με τη λέξη κυριλέ. Η ορθογραφία παραλλάσσεται ανάλογα με τη το φαντασιακό του καθενός: φισφιριλέ, φυσφιριλέ, φυσφυριλέ.

Λέγεται για ανθρώπους, αντικείμενα, συμπεριφορές, καταστάσεις, χώρους, για τα πάντα όλα.

  1. Πολύ φυσφυριλέ το έκανες το σπίτι σου ρε συ Ρούλα, ούτε ο Σπύρος Σούλης στο «Άλλαξέ το» να σου τό 'φτιαξε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για συνδυασμό του σαμπρέλα + καμπριολέ. Χρησιμοποιείται κυρίως από γυναίκες (που δε ντρέπονται να κλάσουν μπροστά σε γκόμενο και καταπίνουν 3 σουβλάκια/sec) όταν τους λες κάτι βαρετό, εκνευριστικό ή μουρμουράς και είσαι κλαψοκώλης.

Τουλίτσα θες να μιλήσουμε για κάτι άλλο; Μου 'χεις κάνει το μουνί σαμπριολέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε όταν μια κατάσταση είναι αφόρητη και αποπνικτική, κυρίως σε οικογενειακές συγκεντρώσεις ή σε θέματα με γονείς, όταν αρχίζουν τις κλασικές σπαστικές ερωτήσεις και η ανάκριση τους δεν λέει να πάρει τελος!

Γενικώς, μια κατάσταση είναι πρηξουλέ όταν κάποιος «σου τα πρήζει» και χαλάει τη ζαχαρένια σου.

- Τι λέει, Μπάμπη, πήγες τελικά Σαββατοκύριακο που έλεγες στους γονείς σου, Πάτρα;
- Ναι, άσε μαλάκα, τι το 'θελα; Με είχαν τρεις και λίγο στην ανάκριση για το πότε τελειώνω επιτέλους μ' αυτή τη σχολή, πότε θα βρω δουλειά, πότε θα παντρευτώ και μα-μου ιστορίες... Σου μιλάω για τρελή πρηξουλέ κατάσταση!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το απαίσιο μανίκι που ήταν της μοδός στα γυναικεία πουλόβερ και μπλούζες των ογδόνταζ. Ξεκινούσε από τον καρπό και ενωνόταν (με πολύ μπόσικο) με το κάτω μέρος της μπλούζας. Ένας θεός μόνο ξέρει γιατί λεγόταν τότε παπαγαλέ. Σήμερα πιθανολογώ ότι θα έχει πιο δήθεν ονομασία.

  2. Η απαίσια αυτή λέξη, από τις χειρότερες σε γαλλίζον στυλ, χρησιμοποιείται και για αγκίστρια. Προφανώς από το σχήμα τους που θυμίζει ράμφος παπαγάλου.

  1. Τα παπαγαλέ μανίκια έχουν ξαναγίνει της μόδας, φρίκηηηηηηηηηηηηηηη!

  2. «Παπαγαλέ, μαύρο, ενισχυμένο: Τα αγκίστρια 50339 της Ιαπωνικής OWNER ενδείκνυνται για γενικό ψάρεμα. Χαρακτηριστικά: παπαγαλέ, μαύρο ενισχυμένο. Διάμετρος κοτσανιού 0.68mm. Ενσωματώνουν την τεχνολογία CUTTING POINT της OWNER, και είναι εγγυημένα ότι δεν χρειάζονται ποτέ τρόχισμα! Διατίθενται σε συσκευασία φακελλάκι για εύκολη μεταφορά και αποθήκευση. Διαλέξτε από το κουτί επιλογών το μέγεθος που προτιμάτε.»
    (από ονλάιν κατάστημα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στρατιωτικός σύνθετος όρος από τις λέξεις παμπάλαιος και λέ (κατάληξη από το λελέ), που απαντάται κυρίως στα σώματα του Στρατού Ξηράς.

Ο πραγματικός παμπαλέπαμπαλές) είναι η σειρά απολύσεως και οι μέρες του υπολοίπου του είναι αξιοζήλευτες από τους ημιπαλιούς και φυσικά τους νέους. Χωρίς αυτό να αποκλείει συχνά πυκνά του φαινόμενο του σφετερισμού του συγκεκριμένου επιθέτου και της τάσεως στον ΕΣ του αυτοχαρακτηρισμού ως παμπαλέ από κάποιο πουστόνεο, που μόλις έβαλε την πρώτη του σειρά μέσα, ήπιε μια γουλιά δηλαδή και μέθυσε απότομα από το ποτήρι της παλαιοσύνης του λέουρα.

Οι υπηρεσίες που χτυπάει ο παμπαλέ όταν και όποτε είναι το θαλαμοντόγκινγκ, η διαρκής έξοδος κτλ. Φυσικά υπάρχουν και έχουν αναφερθεί αρκετές περιπτώσεις ατυχέστατων παμπαλέ που χτυπούν σκοπέτα και αγγαρείες λίγες ημέρες ή ακόμα και την τελευταία ημέρα πριν την απόλυση. Θέμα δίκα (διοικητή), ατυχών συγκυριών/κακοδιαχείρισης των υπηρεσιών από την επόμενη σειρά απολύσεως, αλλά και «εκδικητική χολή» των τελευταίων ημερών (απωθημένα για πιθανά σοβαρά χωσέ που έφαγε από τον παμπαλέ) από πρώην ημιπαλιό και νυν σειρά απολύσεως προς τον παμπαλέ μιας και ο παμπαλέ βρίσκεται πλέον σε στάδιο πολίτη και δεν έχει χρόνο και διάθεση, ούτε να βάλει στην θέση του τον ασεβή ημιπαλιό, που την είδε πριν την ώρα του και του γάμησε τις τελευταίες υπηρεσίες (εάν και εφόσον ο παμπαλέ ξέμεινε από άδειες απολύσεως κτλ.).

- Ποιός θα μπει εστιατόρια ρε φίλε το μεσημέρι αύριο; Δεν βγαίνουν οι υπηρεσίες. Βάλε τον Γιάννη αύριο.
- Τον Γιάννη;;; Δεν έχεις ιερό και όσιο ρε φίλε; Ο Γιάννης είναι παμπαλέ 15 κουσού, δεν τον αγγίζει ούτε ο άνεμος στην μονάδα! Νέος θα μπει πάλι!

(από Mpiliardakias, 08/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μειωτικός χαρακτηρισμός της ομάδας του Ολυμπιακού εκ του κουρέλας με ένα ψευδογαλλικό ζενεσεκουά, ο οποίος ήταν πολύ δημοφιλής στην δεκαετία του 1970 και ψιλοκράτησε και αργότερα. Σήμερα λέγεται περισσότερο νοσταλγικώς από παλαίμαχους αντι-ολυμπιακούς, ενώ η έκφραση χρησιμοποιήθηκε πιο πρόσφατα ως μειωτικός χαρακτηρισμός για την αεροπορική εταιρεία της Ολυμπιακής.

  1. Υπεράνω όλων, όμως, η μεγάλη επιτυχία της εποχής «Ασπρα , κόκκινα, κίτρινα , μπλέ» του Δημου Μούτση
    Παρά το ότι ερμηνεύεται από την Βίκυ Μοσχολιού, (ή, ισως, ακριβώς γι αυτό!) θα ακουστεί στο Καραϊσκάκη, όσο η χρονιά προχωρεί προς το φινάλε της «Ασπρα , κόκκινα, κίτρινα , μπλέ , Θρυλε, Θρυλε ομαδάρα, είμαστε πρωταθλητές» Δειλά, δειλά, αντιτείνεται στην ...;Λεωφόρο «Ασπρα , κόκκινα, κίτρινα , μπλέ , ΠΑΟ, ΠΑΟ ομαδάρα, Ολυμπίκ ντε Κουρελέ». (Εδώ).

  2. Ολυμπικ ντε κουρελέ θα σκάσουν από το κακό τους, που στην Ευρώπη η Ελλάδα έχει μόνο μια ομάδα, την ΠΑΝΑΘΗΝΑΪΚΑΡΑ! (Εδώ).

  3. Ήταν ένα site εμπνευσμένο από τα αξέχαστα λόγια του κυρ-Αντρέα στην πρώτη συνέντευξη τύπου της ΠΕΚ, τότε που φώναζε «ρεουλελέ-ρουλελέ-ολυμπίκ ντε κουρελέ».
    (Αλήθεια λέμε, τα έχουμε ζήσει αυτά στον Παναθηναϊκό, δεν κάνουμε πλάκα) (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει τον πούλο, κάν' τηνα, λε πουλ. Βολεύει καλύτερα σε περιπτώσεις εκνευρισμού, καθώς συνδυάζει και το αλέ.

  1. - Να κάτσω μέχρι να 'ρθει η Μαίρη;
    -Τι λες, ρε μαλάκα; Μπουλελέ!

  2. - Έρχεται ο μεγάλος. Τι κάνουμε τώρα;
    - Μπουλελέ!

Μπουλελέ! (από panos1962, 29/10/09)

Δες επίσης και τον πουλελέ κι αμάν αμάν και Τομπούλογλου

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για προπολεμική αργκό που περιγράφει μικρό μουσάκι μεταξύ κάτω χείλους και σαγονιού. Στην βιβλιογραφία συναντάται και ως μπαμ τιρλελέ ή ταμ τιριρί.

Η ετυμολογία του λήμματος παραμένει εισέτι άγνωστη, αλλά πιθανολογείται η έρζατς γαλλοφανής αυτή ονοματοποιία να παραπέμπει στην κίβδηλη και δήθεν μαγκιά του τυπικού φορέα μπαμ τερλελέ.

Σε πιο σύγχρονη εκδοχή, η λέξη περιγράφει το υπόλειμμα χιτλερικού μουστακιού που πολλές γυναίκες αφήνουν πλέον πάνω από το αιδοίο τους.

  1. «ταμ τιριρί ρε παιδιά δεν είναι το μουσάκι χωρίς μουστάκι;
    ή είναι μπαμ τερλελέ εκείνο; θα με μουρλάνετε εδώ μέσα» (από forum)

  2. «Μπάμ Τερλελέ σημαίνει το μικρό μουσάκι στο κάτω χείλι, στην αργκό του μεσοπολέμου. Αυτή η αναφορά σε μια εποχή όπου, στα μουσικά πράγματα, άκμαζαν οι μικρασιάτικες πολυπολιτισμικές παραδόσεις, δίνει το στίγμα των μουσικών που φιλοξενούμε.» (από ιστοσελίδα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα από τα εις που φοριέται αρκετά. Μιλάμε για γυναίκα που φέρνει σε μοντέλα. Στην χειρότερη περίπτωση, είναι ανορεξική απ' τα κόκαλα βγαλμένη ή κι η ίδια κόκκαλο. Στην καυλύτερη περίπτωση έχει απλά ένα αβυζαλέο ντεκολτέ, ή έστω ένα αθλητικό στήθος, ενώ το σώμα της είναι πολύ σφριγηλό και γυμνασμένο.

Κυρίως τρεις χρήσεις παρατηρώ: 1. Μια απολύτως θετική μοντελέ και τρελελέ. Μια γυναίκα που μοιάζει με μοντέλο, είναι θεόμουνο, ονείρωξη κι αμαρτωλό, ο τυχερός που την έχει καμαρώνει ως μοντελοπνίχτης. (Εννοείται βέβαια ότι το μοντελέ το χρησιμοποιούμε για γυναίκες που μοιάζουν με μοντέλα χωρίς να είναι).

  1. Μια αμφίθυμη. Η μοντελέ γυναίκα αντιδιαστέλλεται από την γυναίκα με καμπύλες, και εδώ περί ορέξεως τζιτζίκια γιαχνί. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και αρνητικά για ένα παιδί της Μπιάφρα ή για μία μη μου άπτου. Αλλά σε άλλους αρέσει ειδικά αυτό το δώσε πόνο λουκ. Άλλοι πάλι τις θεωρούν ξενερουά.

  2. Στο μπουρδελοϊδίωμα (σύμφωνα με ομώνυμα θρεντ στο Ίντερνετ) χρησιμοποιείται για μια γυναίκα που υπερβαίνει πολύ το στερεότυπο της χυδαίας τάνας και μοιάζει με μοντέλο κατά κυριολεξία κι όχι κατ' ευφημισμό. Συνδέεται όμως με τον κίνδυνο να έχει αντίστοιχο τουπέ και μη μου άπτου συμπεριφορά με ολέθρια αποτελέσματα. Για υψηλά βαλάντια πάντως προσφέρεται εν είδει model experience, κατά τα gfe, pse κ.τ.ό.

  1. Μοντελέ ή με καμπύλες;
    Για τις γυναίκες είναι ένα θέμα ταμπού. Για τους άνδρες είναι απλά θέμα γούστων και επιλογής. Εσύ, ποιές προτιμάς;
    Ας ξεκαθαρίσουμε αρχικά τους όρους του διλήμματος. Μοντελέ δεν εννοούμε τις ανορεξικές. Εννοούμε τις πολύ αδύνατες γυναίκες που το σώμα τους δεν παρουσιάζει ιδιαίτερες καμπύλες.
    [...]
    - Χυμώδεις. Συμφωνώ με τη λέξη «μοντελέ» που λογικά θα πρέπει να λέγεται μόνο με κομπολόι από ανθρώπους που δεν έχουν ιδέα ποια είναι η Gisele. Αν το πάρω τοις μετρητοίς και μιλήσουμε για αληθινές αναλογίες μοντέλου, τότε θα έχουμε μια ανθρώπινη κρεμάστρα, με μπούτι σαν το χέρι μου και μέση σαν τη γάμπα μου.
    [...]
    Ξέρεις τι με εκνευρίζει περισσότερο σε αυτό το δίλημμα; Ότι θα δημοσιευτεί με πλούσιο φωτογραφικό υλικό εκπροσώπων της κάθε κατηγορίας και οι «με καμπύλες» απαντήσεις θα εικονογραφηθούν με juicy καλλονές, οι οποίες στην πραγματικότητα είναι είτε α) γυναίκες με κακό σώμα που έχουν υποστεί 15 ώρες photoshop είτε β) αδύνατα κορίτσια, που τους προσθέτει κιλά ο φακός. Λόγω δουλειάς έχω δει πολλές και σε διαβεβαιώνω πως τα φαινόμενα απατούν. [...] Μόνο με ένα αδύνατο (και δεν εννοώ ανορεξικό) κορίτσι μπορείς να είσαι safe. Μπορεί το στήθος της να μη γεμίζει δύο παλάμες και τα οπίσθιά της να μη φουντώνουν πόθους στους περαστικούς, αλλά τουλάχιστον τη βλέπεις στην παραλία και το θαυμάζεις το κορμί της. (Εδώ).

  2. Θρεντ από μπουρδελοσάη: Ζητείται Πουτάνα με σώμα Μοντελέ;;; - συνηθως οι πολυ καλλιγραμμες μονο τα βασικα κανουν...
    - εγώ ψάχνω μοντέλο με ψυχή πουτανέ - Να έχει σώμα μοντελέ φάτσα καβλέ μάτια καφέ μαλλί καρέ βυζί κομπλέ μουνί χωσέ πόδι ατελέ κώλο τρελλελέ βρακί τιγρέ πέδιλο μπλέ ύφος μπλαζέ χωρίς τουπέ.

  3. Μπορεί το στερεότυπο του “μοντελέ” γυναικείου σώματος να θεωρείται κυρίαρχο στις επιθυμίες των ανδρών, αλλά ποιών ανδρών; Σίγουρα όχι των αγχωμένων!
    Αυτό προκύπτει τουλάχιστον από έρευνα που διενήργησαν οι επιστήμονες των βρετανικών πανεπιστημίων του Γουέστμινστερ και του Νιούκαστλ, το πόρισμα της οποίας δείχνει ότι όταν οι άνδρες βρίσκονται αντιμέτωποι με αγχώδεις καταστάσεις, προτιμούν να έχουν δίπλα τους γυναίκες με μεγαλύτερο δείκτη μάζας σώματος (BMI). [...] Aξίζει δε να σημειωθεί ότι σύμφωνα με παλαιότερη έρευνα των ιδίων επιστημόνων, προτίμηση στις εύσωμες γυναίκες φέρεται να έχουν και όσοι άνδρες τυχαίνει να είναι όχι αγχωμένοι, αλλά… πεινασμένοι. (Εδώ).

Το διακύβευμα: Μοντελέ ή με καμπύλες; (από Khan, 18/11/12)Με την κακή έννοια. (από Khan, 28/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μετά από αίτημα του Vrastaman στο ΔΠ, πλήρες ρισέρτς με γούγλε γούγλε και βιβλιογραφία απέδωσε τα εξής:

«Μεγιέ Μελέ» ή «μεγιεμελέ» (όπως ακούγεται): Μεγάλο hit του Φίλιππου Νικολάου (1973) (στίχοι, μουσική, α' εκτέλεση) και τίτλος του αντίστοιχου μουσικού άλμπουμ του καλλιτέχνη.

Η σημασία του «μεγιέ μελέ»:

Αντίστοιχη έννοια με το «λάι λάι λάι λάι» (που, σημειωτέον, περιέχεται επίσης στο προαναφερθέν τραγουδάκι) και το «τραλαλά» - εύηχες και χαρούμενες λεξούλες χωρίς καμία σημασία, που χρησιμοποιούνται σε κεφάτα τραγουδάκια (δεν έχει καταγραφεί μοιρολόι που να περιλαμβάνει «τραλαλά» ή «μεγιεμελέ») και προσδίδουν μια παιδική ανεμελιά στον στίχο. Σημαντικό ρόλο ενδέχεται να διαδραματίζει η ύπαρξη του υγρού (και γλυκού κατά μία έννοια) σύμφωνου «λ» που φαίνεται να λειτουργεί κατευναστικά στον εγκέφαλο.

Ειδικά το «μεγιέ μελέ» κάνει ρίμα με το «Τζεμιλέ», το «καλέ» και, λίγο πιο τραβηγμένα, με το «για πού το ‘βαλε» και το «μα δεν το λέει» - βλ. παράδειγμα.

Γενικώς το «μεγιέ μελέ» ξεσηκώνει τρομερά κέφια και μόνο που υφίσταται σε στίχο και ειδικά σε συνδυασμό με την χοροπηδηχτή μουσική, παραπέμπει σε τζερτζελέ και χαβαλέ, που δηλαδή να 'χεις πιει και καναν ναργιλέ (λέξεις εις -λε επίσης, ασφαλώς και δεν πρόκειται για σύμπτωση). Εξ ου και η μεγάλη επιτυχία του συγκεκριμένου άσματος, που οδήγησε και σε μεταγενέστερες εκτελέσεις (ενδεικτική εκτέλεση από τον Γ. Γερολυμάτο στο μήδι με την Μόργκαν - του οποίου η ακρόαση είναι μάλλον απαραίτητη προϋπόθεση για την κατανόηση του λήμματος σε όλο του το μεγαλείο).


Εκ των υστέρων συμπλήρωση μετά από νέες αποκαλύψεις:

Σε υψηλούς κύκλους του slang.gr φημολογείται ότι, το μεγιέ μελέ μπορεί να σχετίζεται με την έννοια μελέ, που αναφέρεται σε νταβαντούρια και μπάχαλο. Ερχόμαστε λοιπόν να επιβεβαιώσουμε, την εξαιρετικά ορθή (αλίμονο, εγώ την διατύπωσα) θέση περί τζερτζελέ, με μεγάλη μας χαρά που όλοι οι δρόμοι οδηγούν στην ίδια ακλόνητη αλήθεια. Θεγκζ Γκατζ για τον συνειρμό.

Δώστε βάση στο νόημα:

Ποιος ήλιος εξεπρόβαλε - Μεγιέ Μελέ, Μεγιέ Μελέ,
ποιος ξέρει για πού το 'βαλε - πού πάει, καλέ, πού πάει καλέ;
Δεν είναι ήλιος μόνο, είναι - η Τζεμιλέ, η Τζεμιλέ
που 'χει διψάσει για φιλιά - μα δεν το λέει, μα δεν το λέει.

Αν ήταν ήλιος και φεγγάρι - Μεγιέ Μελέ, Μεγιέ Μελέ
το νου δεν θα μου είχε πάρει - η Τζεμιλέ, η Τζεμιλέ.
Γι' αυτή την όμορφη γυναίκα - Μεγιέ Μελέ, Μεγιέ Μελέ
λιώνουμ' εγώ και άλλοι δέκα - Μεγιέ Μελέ, Μεγιέ Μελέ.

Ποια να 'ναι τούτη η κερασιά - Μεγιέ Μελέ, Μεγιέ Μελέ
που 'βαλε χάντρα θαλασσιά - μη τη ματιάσουνε καλέ
Αυτή δεν είναι κερασιά - η Τζεμιλέ, η Τζεμιλέ
που 'χει διψάσει γι' αγκαλιά - μα δεν το λέει, μα δεν το λέει.

Αν ήταν δέντρο και κλωνάρι - Μεγιέ Μελέ, Μεγιέ Μελέ
το νου δεν θα μου είχε πάρει - η Τζεμιλέ, η Τζεμιλέ.
Γι' αυτή την όμορφη γυναίκα - Μεγιέ Μελέ, Μεγιέ Μελέ
λιώνουμ' εγώ και άλλοι δέκα - Μεγιέ Μελέ, Μεγιέ Μελέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified