Further tags

Όρος της υψηλής κομμωτικής που σημαίνει κατσαρώνω, γίνομαι αφάνα, φουντώνω, ή καλύτερα «φριζάρω»... κατά την επίσημη κομμωτική (από το αγγλικό frizz). Η λέξη χρησιμοποιείται μόνο για τα μαλλιά ή, σπανίως, για κανα μάλλινο πουλόβερ.

Τα μαλλιά, ιδίως τα «ξηρά ή ταλαιπωρημένα, ατίθασα» μαλλιά, πουτσοτριχίζουν άγρια όταν τα έχουμε λούσει και δεν έχουμε βάλει μαλακτικό, όταν κάνουμε το λάθος να τα βουρτσίσουμε, όταν είναι σπαστά ή κατσαρά από φυσικού τους αλλά εμείς τα ισιώσαμε, και όλα αυτά σε συνδυασμό και με στενό συνεργάτη την τρελή υγρασία (από 50% και άνω). Όπως έχει διαπιστωθεί τα τελευταία χρόνια, οι υγροί καιροί γίνονται όλο και συχνότεροι, διαρκούν όλο και περισσότερο, άρα αυξάνονται και τα προβλήματα της τρίχας. Η εικόνα που δίνουν τα μαλλιά-πουτσότριχες είναι κάτι σαν θολό περίγραμμα γύρω-γύρω από την κόμη. Αν λοιπόν το καλοκοιτάξεις αυτό, αν βρίσκεσαι δηλαδή κόντρα στο φως, θα φανούν μία μία οι κατσαρωμένες τρίχες. Οι λύσεις είναι δύο: ή τα κόβουμε γουλί, ή τα παστώνουμε με λογής-λογής ειδικά καλλυντικά.

- Άντε βγες από το μπάνιο επιτέλους να μπει και κανας άλλος. Ακόμα τα μαλλιά σου φτιάχνεις;
- Άσε μας ρε Στέλιο και πρέπει να φύγω για τη δουλειά και παλεύω με το κωλόμαλλο που πάλι έχει πουτσοτριχίσει από την υγρασία... Δε βλέπεις το χάλι; Μη με αγχώνεις και συ τώρα!

(από ironick, 06/11/08)(από ironick, 06/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χαρακτηρισμός που έγκειται στο να παρουσιάσουμε την έντονη τριχοφυΐα (συνήθως γυναικών) στην γεννητική τους περιοχή!

  1. Πήγα να την γλείψω κι έφαγα την τρίχα της αρκούδας, δάσος η γκόμενα!

  2. - Το 'χει ξυρισμένο ρε μαλάκα;
    - Τι ξυρισμένο ρε; η γκόμενα μιλάμε είχε δάσος, χρειάστηκα πυξίδα για να βρω τρύπα!

(από Galadriel, 23/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τρισάθλιος, κυρίως εμφανισιακά αλλά και «εσωτερικά». Ο μιζερομίζερος, ο καχεκτικός, ο «κακομοίρης». Συνήθως είναι και ξινίχλας. Ανήκει στην κατηγορία μύγας, αλλά νομίζει ότι έχει πιάσει τη ζωή απ' τ 'αρχίδια και συμπεριφέρεται αναλόγως: κάνει πουστίτσες, έχει πάντα την «καλή» κουβέντα στο στόμα του, κάνει κατήχηση σε όλους προσπαθώντας να επιβάλλει τις απόψεις του, γενικά σπάει καυλί και συμπεριφέρεται σαν κυρα-περμαθούλα. Μπορεί όμως και να είναι πολύ μαζεμένος και ντροπαλός, όχι όμως από τους μαζεμένους και ντροπαλούς που μας είναι συμπαθείς, αλλά απ' αυτούς με το ύπουλο μάτι.

Άπλυτος, αξύριστος, άλουστος, ακούρευτος, λιγδιασμένος, με ικανή δόση πιτυρίδας. Παλιό μοντέλο άντρα, δε λέω, τώρα πια δεν το βλέπεις συχνά. Ευτυχώς.

Έτσι όπως το φαντάζομαι, η λέξη προέρχεται από ένα περίεργο κράμα των λιμός (πείνα, άρα λιμασμένος -μεταφορικά- ή απλώς αδύνατος) και φτερό (τόσο ανεπαίσθητη είναι η παρουσία του, αλλά με την κακή έννοια). Το -ξί- μπήκε για λόγους ευφωνίας ή συλλαβικού ρυθμού.

Δεν απαντάται στο θηλυκό, αλλά αν θέλουμε να το πούμε για γυναίκα χρησιμοποιούμε το ουδέτερο και γίνεται ακόμα πιο υποτιμητικό. Αφορά γυναίκες οι οποίες είναι επίσης ατημέλητες, καχεκτικές, βρώμικες, ελεεινές και εξαιρετικά μικροκαμωμένες.

  1. Βρε κορίτσι μου, τί δουλειά έχεις εσύ με αυτόν τον κατακαημένο, άντε τράβα να βρεις κανα γκόμενο να σου ταιριάζει αντί να υποτιμάς τον εαυτό σου έτσι μια ζωή με όλους τους λιμοξίφτερους...

  2. Καλά, χθες φρίκαρα, ήρθε στο μπαρ η Ελένη, αυτό το σίχαμα, το λιμοξίφτερο, και μου την έπεσε άσχημα, δεν ήξερα από πού να φύγω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. (πληθ.) Τα πολύ μικρά γράμματα μιας γραμματοσειράς ή ενός γραφικού χαρακτήρα.

  2. Ο υπερβολικά τακτικός και οργανωτικός άνθρωπος. Στην περίπτωση αυτή το ουσιαστικό γίνεται επίθετο: «ψείρας» (αρσ. και για τα δύο φύλα)

  3. Το πολύ μικρού μεγέθους μικρόφωνο που τοποθετείται μέσα από το ρούχο ενός συνεντευξιαζόμενου και πιάνεται στον γιακά, ώστε να μην φαίνεται αλλά αυτός να ακούγεται καλά.

  4. (πληθ.) Τα ψιλά χριστουγεννιάτικα λαμπάκια, πολλά μαζί (συνήθως καμιά 60αριά) ώστε να σχηματίζουν γιρλάντα.

  1. - Ποιον έχουν καλεσμένο στο πάνελ σήμερα;
    - Δεν τον ξέρω.
    - Δεν έγραφε;
    - Και πού θες να διαβάσω εγώ αυτές τις ψείρες χωρίς γυαλιά;

  2. Ωραίος γκόμενος ο Αποστόλης αλλά πολύ ψείρας βρε παιδάκι μου, όλα πρέπει να είναι στην εντέλεια για να μπορέσει να λειτουργήσει. Και άμα του το λες, απαντά «α, όλα κι όλα, είμαι τελειομανής, το ξέρετε». Ένας υποχόνδριος μαλάκας και μισός είναι.

  3. Χθες στα γυρίσματα έγινε μια κόμπλα άλλο πράμα. Πέθανα στα γέλια. Η κυρία Τομπαίζογλου φορούσε φουστάνι και για να περάσει την ψείρα έπρεπε να την βάλει από κάτω. Της είπε ο Τάκης να το κάνει μόνη της καλύτερα κι αυτή απάντησε «Όχι μωρό μου, βάλτο μου εσύ».

  4. Πάλι αγόρασες ψείρες γαμώ την οικονομική μου κρίση μέσα; Κάθε Χριστούγεννα αυτό το βιολί θα έχουμε;

βλ. και τον ορισμό του χρήστη perkins για συμπλήρωμα στο 4 του παρόντος ορισμού

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύς λόγος γίνεται τώρα τελευταία για το σίγμα.
Ως γαλλικό σίγμα, μιλάμε για τον άνθρωπο εκείνο που λόγω ηλικίας (εβδομήντα Μαΐων και βάλε), το σώμα του από τα γεροντάματα και την καταπόνηση της ζωής μπορεί να παρομοιαστεί με S. Έτσι, τα πόδια είναι ανοικτά και κυρτώνουν προς τα μπρος, η περιφέρεια κάμπτεται προς τα μέσα, η κοιλιά πάει προς τα μπρος, η πλάτη φιλοξενεί καμπούρα και το κεφάλι είναι γειρτό και χωστό μέσα στους ώμους.

Ο όρος θα μπορούσε να μην αναφέρεται υποχρεωτικά σε γέρο άνθρωπο, άλλα σε κάποιον που έχει εκ γενετής μυοσκελετικά προβλήματα, ή τα αποκτά μέσω ατυχήματος και σαν συνέπεια αυτών το σώμα του μοιάζει με γαλλικό σίγμα (βλ. παράδειγμα 2).

  1. - Πόσα χρόνια έχεις να δεις την κυρα Φωτούλα;
    - Ου... δε θα 'ναι καμιά εικοσαριά χρόνια που θα 'χω να τη δω. Θα τα 'χει πατήσει τα ογδονταπέντε, ε;
    - Ογδονταοχτώ είναι.
    - Πώς είναι;
    - Αν εξαιρέσεις το γεγονός πως είναι σα γαλλικό σίγμα, κατά τα άλλα είναι κατάγερη και έχει εξελιχθεί σε super γιαγιόνι.
    - Καραλόλ!

  2. Αναφορά σε σκάφος.
    Θα σου ελεγα να μη βαζεις ατομο μπροστα και μαλιστα σε καθισμα.Ο μπατζανακης μου καθοταν μπροστα στο πατωμα,επεσα σε κατι απονερα και τον ειδα ΟΛΟΚΛΗΡΟ στον αερα.Και ειναι και 120 κιλα.Η μεση του εγινε γαλλικο σιγμα.
    http://www.createphpbb.com/adminfouskoto/viewtopic.php;t=5558&start=15&sid=6379e5cb18806086c5136da989c7e5e9&mforum=adminfouskoto

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δύο μεγάλες συνομοταξίες γουρνάρηδων, με διαφορετική ετυμολογική προέλευση:

1. Ο χοιροβοσκός. Η ορθή προφορά είναι γουρνάρς.

Εκ του γουρουνιού (< αρχ. γρώνα, η γουρούνα).

Στο σημείο αυτό αξίζει να αναρωτηθούμε που πήγε η δεύτερη συλλαβή ου, οέο. Εξερευνώντας την επαρχία μας θα διαπιστώσετε ότι πάμπολλες ταβέρνες δελεάζουν τους περιηγητές με μια μαγική επιγραφή: γουρουνόπουλο σούβλας. Φτάνοντας όμως στην Πελοπόννησο, και προχωρώντας νότια προς Αρκαδία και Μεσσηνία, οι πιο οξυδερκείς καλοφαγάδες θα παρατηρήσουν μια ειδοποιό διαφορά που θα διεγείρει τους σιελογόνους αδένες τους: στις πινακίδες των ταβερνείων το γουρουνόπουλο μεταλλάσσεται σε γουρνοπούλα.

Εγκαταλείπεται δηλαδή η πλεονάζουσα συλλαβή ου και πέφτουμε πάραυτα στο ψητό.

Με την ίδια λοιπόν αφαιρετική λογική ο γουρουνιάρης χοιροβοσκός γίνεται γουρνάρης. Ο έχων την ετυμολογία του χοίρου γουρνάρης έχει, εκ του προχείρου, δύο σλανγκικές εφαρμογές:

α) Ο μηχανόβιος aficionado της γνωστής γουρούνας.

β) Έτσι ακοκαλείται, με βουκολική διάθεση, οποιαδήποτε μορφής ανθρώπινο γουρούνι: - Όργανα της τάξης - Σοβινιστής φαλλοκράτης (ήτοι οιοσδήποτε άνδρας δεν το σφίγγει το μπουλόνι) - Ακατάστατος και εν γένει λιγδιάρης (γράφε, μη μητροφυλόφιλος).

2. Παραδοσιακό παιχνίδι του παρελθόντος

Εκ της γούρνας (< αρχ. γρώνη, η κοιλότητα) του οποίου οι κανόνες μπορείτε να διαβάσετε εδώ, αρκεί να σντικαταστήσετε ως συνήθως το ερωτηματικό.

Γουρνάρης, the pig farmer:

Ο μόνος που δεν ψήφισε ακόμη είναι ο Τζίμος ο γουρνάρης. Βλέποντας ότι η ψήφος του είναι καθοριστική τρέχουν να τον παρακαλέσουν να διαλέξει την μία ή την άλλη παράταξη. Ο Τζίμος ανένδοτος δεν αποδέχεται τις προτάσεις αλλά τους εκβιάζει λέγοντας να ψηφίσουν αυτόν για πρόεδρο. (Από τοπική εφημερίδα της Ημαθίας)

Γουρνάρης, the male chauvinist pig

Λίλιαν: Είσαι ένας αισχρός άθλιος γουρνάρης!
Πέρι: Γουρνάρης, χρου;;;

Γουρνάρης, the game:

Για μπάλα είχαν το σκλεπατάρι,
πηδούσαν σαν καλλικατζάροι,
στη γούρνα έπρεπε ν’ αράξει
ο γουρνάρης για ν’ αλλάξει.
(Από λαογραφική ιστιοσελίδα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προτροπή να χάσεις κιλά, κυρίως γύρω της κοιλιακής χώρας (το λεγόμενο σωσίβιο).

Εμπνευσμένο από κάτι εξώφυλλα στο Men's Health του τύπου

Διώξε το σωσίβιο

Φάε καλά, χάσε κιλά κλπ

- Μαρία... κάψε το σωσίβιο.

(από notheitis, 25/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσιμούχα αποκαλείται τοσο το είδος κουρελιού που χρησιμοποιείται για στεγανοποίηση σωληνώσεων και άλλες βιομηχανικές χρήσεις, όσο και ο δακτύλιος στεγανοποίησης για κινητήρες. Εκ του ιταλικού cimosa (ούγια υφάσματος).

Σλανγκιστί, μωρή τσιμούχα αποκαλείται υποτιμητικά τόσο η άσχημη και συνήθως ξερακιανή γυναίκα (Βλ. πατσα(β)ούρα, λινάτσα) όσο και ο εν γένει σπασαρχίδης άνδρας.

- Τι θα μου πάρεις για δώρο μπουμπούκο μου;
- Μια φλάντζα.
- Γιατί, καλέ;;;
- Τι άλλο δηλαδή να σου πάρω μωρή τσιμούχα; Μπη στα διάλα από δω!

Για του λόγου το αληθές, καθαρίζει δονητές-- και; (από knasos, 01/12/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για πρόσωπα, είμαι εμφανίσιμος, όχι άσχημος. Γενικότερα, είμαι παραδεκτός, μέτριος. Πολύ συνηθισμένο το αντώνυμο: δέν βλέπομαι.

  1. - Κάτσε να τα βάλω σε μία σειρά γιατί χάθηκα: Δύο σκάλες κάτω από Τίφανυ αν και δεν την έχεις πάρει [...]. Την Τίφανυ την έχεις πάρει; Δεν συγκρίνεται με την... Άννα, άρα δυό σκάλες κάτω από Τίφανυ και δύο κεφάλια κάτω από Άννα. Μήπως τελικά να μην πάω;
    - [...] δες ΕΔΩ για να ξέρεις πού πας.
    - Όχι ρε πούστη μου, δεν βλέπεται η γκόμενα... (από το προς το παρόν τελόν υπό δίωξη μπουρδέλα κομ)

  2. Τα Λανγκολίαρς... Αν και το βιβλίο του Κινγκ δεν ήταν τόσο κακό...
    η ταινία ΔΕΝ ΒΛΕΠΕΤΑΙ!... (από φόρουμ, απάντηση σε θέμα με τίτλο «Η χειρότερη ταινία όλων των εποχών»)

  3. Δεν βλέπεται η Μίλαν: Από το κακό στο χειρότερο πάει η Μίλαν. Η ομάδα του Κάρλο Αντσελότι έμεινε για δεύτερο σερί ματς χωρίς βαθμό, αφού έχασε και από την Τζένοα, μετά από την Μπολόνια με 2-0. (από τον διαδικτυακό τύπο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με τη λέξη βαρβατίλα εκφράζουμε το μέτρο σύγκρισης της αρρενωπότητας, του ανδριλικίου και του ασήκωτου νταλκαδιάρικου άντρα ακριβώς όπως χρησιμοποιείται και το μέτρο για το μήκος. Μόνο που η βαρβατίλα δεν διαθέτει κάποιο σταθερό σημείο αναφοράς ώστε να μπορούμε να το μετρήσουμε και να αποφανθούμε ότι ο Τάδες έχει 3.3 κιλόΒαρ βαρβατίλας Ζαγοράκειας πρώτης ποιότητος. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να καταφύγουμε στην ανάλυση των σημαδιών που μας επιτρέπουν να εκτιμήσουμε κάπως την ποσότητα της βαρβατίλας που κάποιος διαθέτει. Αναλυτικά:

1. Μυρωδιά ιδρώτα
Είναι επιστημονικά και εμπειρικά αποδεκτό ότι η δυσάρεστη οσμή του ιδρώτα είναι ανάλογη με την ποσότητα βαρβατίλας που κάποιος διαθέτει. Άρα αν στα κλαμπ όπου συχνάζετε παίζει Οτεγιάννη Χέρια Ψηλά και όλη η παρέα σας αφήνει χώρο να ξεδιπλώσετε τις χορευτικές σας ικανότητες είστε σίγουρος ότι διαθέτετε κατάτι περισσότερη βαρβατίλα από όλους γύρω σας.

2. Συχνότητα σκαλίσματος μύτης
Άλλη μια καταφανέστατη ένδειξη ότι διαθέτετε βαρβατίλα. Ειδικό μπόνους αν το κάνετε στα φανάρια ή βλέποντας ταινία του Τσαρλς Μπρόνσον (ξυπνάει ο ανταγωνισμός μέσα σας και θέλετε να δείξετε πως έχετε τόση βαρβατίλα όση αυτός, άδικος κόπος) ή αν πετάτε τις μπίλιες-κακάδια ενώ τεντώνετε την κορμάρα σας.

3. Ροχάλες
Δεν μπορεί να ειπωθεί τίποτα εδώ. Τα πράγματα είναι ξεκάθαρα: όσο πιο μπρούτζινη και αλαβάστρινη η υφή της χλέπας τόση περισσότερη βαρβατίλα κουβαλάτε.

4. Αποβολή σωματικών αερίων κάθε είδους
Η συχνότερη και με όσο το δυνατόν περισσότερο πάταγο αποβολή τους συντελεί στην δημιουργία εντύπωσης πως αυτός που το κάνει διαθέτει κοχόνες αρίστης ποιότητος. Οπότε ρέψιμο και κλάσιμο ορίζουν τον ολοκληρωμένο άντρα.

5. Τρίχες σε όσο το δυνατόν περισσότερα μέρη του σώματος
Ειδικά οι τρίχες στην πλάτη μπορούν να αποδειχθούν γκομενοπαγίδα μιας και υπόσχονται πως ο κάτοχός τους βάζει κάτω και ρημάζει. Πωπός, αυτιά, μύτη και ιδιαίτερα στήθος ακολουθούν με μικρή διαφορά την περιοχή της πλάτης.

6. Ποσότητα και ποιότητα της κουράδας
Η κουράδα τα λέει όλα πιστεύω.

7. Η πίστη σε παραδοσιακές αξίες
Όσο και αν δεν θέλουν να το παραδεχθούν, τα θηλυκά έλκονται ακόμη από τύπους παραδοσιακούς του στυλ Αν δεν ψήφιζαν-οδηγούσαν-δούλευαν-έβγαιναν έξω οι γυναίκες όλα θα ήταν καλύτερα. Ο συγκεκριμένος τύπος άντρα εκφράζει μια πιο πρωτόγονη μορφή του που ξυπνά άγρια ένστικτα στις και καλά φεμινίστριες γυναίκες του σήμερα. Οπότε είναι ένδειξη βαρβατίλας.

Κάτι τρύπιοι ψευδοεπιστήμονες-κομπογιαννίτες υποστηρίζουν πως τα παραπάνω δεν έχουν καμία απολύτως αξία και πως μια ουσία ονόματι τεστοστερόνη καθορίζει τα πάντα αλλά όλοι ξέρουμε πως κάτι τέτοιο είναι βλακεία για τον απλούστατο λόγο ότι η τεστοστερόνη μετριέται ενώ τα παραπάνω είναι φλου και ο καθένας μπορεί να ισχυριστεί ότι τα διαθέτει. Επίσης ο καθένας μπορεί να συμπεριλάβει το δικό του χαρακτηριστικό της βαρβατίλας από το μπυροκοίλι μέχρι την φαλάκρα και έχω ακούσει φίλο να λέει πως η τεράστια πληγή που έχει στη φάτσα είναι γκομενομαγνήτης και δείχνει βαρβατίλα γιατί παρουσιάζει ένα πιο άγριο προφίλ.

(Η Νίτσα μιλάει με την Κούλα και της εξηγεί γιατί περπατάει σαν συγκαμένη)

- Αχ Κούλα μου, δεν φαντάζεσαι τι έγινε χτες. Με έπιασε ο Βαλάντης και μου εξήγησε το όνειρο! Τέτοιον άντρα πρώτη φορά πήρα! Βέβαια φαινόταν ότι είχε βαρβατίλα αλλά δεν τον περίμενα κι έτσι. Με βάζει κάτω και με αρχίζει στις σφαλιάρες! Και πάνω που αρχίζω να λιποθυμάω από τη μυρωδιά του ιδρώτα του με ξυπνάει με ένα ρέψιμο άλλο πράμα! - Και τι απέγινε ο φεμινισμός ρε συ; Το γραφείο που στήσαμε; Οι καμπάνιες μας;
- Από αρσενικό που δεν μπορεί να σου αλλάξει τα φώτα μη περιμένεις και πολλά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified