Further tags

Γοητρόνια ονομάζονται κάποια σωματίδια, αόρατα στο γυμνό μάτι -ορατά μόνο με ηλεκτρονικό μικροσκόπιο- τα οποία προκαλούν γοητεία και οδηγούν στην έλξη. Τα γοητρόνια εκπέμπονται συνήθως από άντρες και σπανιότερα από γυναίκες -συνήθως εξαιρετικά δυναμικές, ανεξάρτητες και ελευθεριώδεις, παρ' ολίγον λεσβίες.

Αναλυτικότερα, ο εκπέμπων γοητρόνια δύναται να κατακτήσει οποιαδήποτε γυναίκα θελήσει, απλώς και μόνο γιατί η γοητεία που ασκεί είναι γενετική και χημική και άρα, ανίκητη. Δεν υπάρχει ασπίδα προστασίας από την εκπομπή γοητρονίων, παρά μόνο πια στο στάδιο της συνουσίας -μιλάμε πια για την τελευταία ασπίδα προστασίας, τα προφυλακτικά.

Τιμή και Δόξα στη Χάιντι, τον δημιουργό αυτής της έκφρασης!

- Ρε, πήδηξες την Ελένη; Εκείνη τη θεά με τα δυο μέτρα πόδι και τα τεράστια βυζόμπαλα;
- Εμ! τι να κάνουμε; Εκπέμπω γοητρόνια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συναντάται και ως κωλοκοτρώνα.
• Μεγάλος βράχος σε σχήμα κώλου, κάπου στο Ραμαβούνι της Μεσσηνίας, απο τον οποίο λέγεται οτι πήρε το όνομά του ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
• Μεγάλος και σφιχτός κώλος. Σπάνιος και ιδιαίτερα δημοφιλής συνδυασμός.

Διάσημες κολοκοτρώνες: Jennifer Lopez, Kim Kardashian, Beyonce, Nicole Natalie Austin.

Πω-πω... κοίτα εκεί μια κολοκοτρώνα... Να φας κωλοσκάμπιλο να πάθεις διάσειση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σέξυ, υπέρλεπτος, θηλυπρεπής, υπερπουδράτος και βινυλιοφορεμένος γκοθάς, που δεν είναι όμως ομοφυλόφιλος.

Ο Σων Μπρέναν είναι ο ωραιότερος πουδρόμαγκας όλων των εποχών.

(από harakwlila, 02/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Σκεμπελοσκάμπιλο» ή «σκαμπιλοσκέμπελο», λέξεις σύνθετες εκ των σκαμπίλι + σκεμπές. Είναι το χαστούκι με τον σκεμπέ. Ένα είδος χτυπήματος που μόνο οι ευτραφείς άνθρωποι μπορούν να δώσουν. Λέγεται συνήθως ειρωνικά για τους παχύσαρκους.

Καλύτερα να φύγουμε από εδώ μη μας αστράψει ο χοντρός κανένα σκεμπελοσκάμπιλο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έαρ ή θέρος και η πλάση φοράει τα καλά της. Ιδιοκτήτης πιστιάρας μηχανής φοράει το μαϊμού δερμάτινό του παντελόνι και φορτώνει την πατσοκοιλιασμένη, συνήθως, γκόμενα στο μοτόρι και ξεχύνονται στας εξοχάς να πιάσουν το μάη ή στη χειρότερη κανα παιδί. Η συνοδηγός ευτυχής για την τσάρκα και για να εντυπωσιάσει - καρακαυλώσει τον Ρόσι της, φοράει τα καλά της ή, σε απλά ελληνικά, τα ξέκωλά της. Χαμηλοκάβαλο τζιν-μπλουζάκι αφαλοκόφτικο.

Η χαραδροκώλα, λοιπόν, γυνή, είναι αυτή που μόλις καθίσει στη σέλα προσφέρει άπλετο θέαμα στους οπισθοπορευόμενους. Το θέαμα είναι αμφιβόλου κάλλους, μια και η ανατομική λεπτομέρεια διαχωρισμού των κωλομερίων είναι ευμεγέθης και αρκετά μακριά, καταλήγουσα ενίοτε λίγο κάτω από τον σβέρκο της. Σε αμερικανοτραφέντα οδηγό κορβέτ -ας θα θυμίσει τον γκραν κάνυον στον ζωνιανίτη οδηγό δικάμπινου αγροτικού με χρωμιωμένη μάσκα και κρυφά ούζι στον προφυλακτήρα, θα θυμίσει το φαράγγι της Σαμαριάς, εξ ου και ο γενικευθείς ορισμός. Απαραίτητο αξεσουάρ της αμφίεσής της οι πουτανόγοβες, από 10ποντα και άνω, κάνοντας την θέα της χαράδρας ακόμη αβυσσαλεότερη, προσπαθώντας να πατήσει στα σταντ της μηχανής.

Όλοι μας σε μποτιλιάρισμα οδεύοντας προς λαοφιλή πλαζ έχουμε συναντήσει καλλίκωλες ή χαραδροκώλες συνεπιβάτισσες σε μηχανή χιλιάρα και άνω, οπότε επικαλούμαι το μνημονικό των αναγνωστών του λήμματος για παράδειγμα γλαφυρότερον ενός εικαζομένου προκατ εξάμπλ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη μπιφτεκογέρακας (αρχ. μπιφτεκοιέραξ) χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει αμφιμονοσήμαντα ένα μέλος του θηλυκού είδους με κάποιου είδους δυσμορφία στη ρινική κοιλότητα, η οποία δίνει την αίσθηση ότι πρόκειται για ένα γεράκι το οποίο σκοπεύει να γαντζώσει με τη μύτη του το μπιφτέκι σου και να πετάξει σε ασφαλές μέρος, έτσι ώστε να τραφεί - μόνο που το γεράκι αυτό έχει επιπλέον και βυζιά, αν αυτά είναι σεβαστά σε μέγεθος τότε μπορούμε να πούμε ότι μιλάμε για έναν περδικόστηθο μπιφτεκογέρακα.

Εκτός του ότι αποδεικνύει μια παντελή άγνοια για τις διατροφικές συνήθειες του περήφανου αυτού είδους της τοπικής μιας ευδόκιμης πανίδας, καθώς τα γεράκια δεν τρέφονται με καλοψημένα μπιφτέκια αλλά με ποντίκια και άλλα μικρά σε μέγεθος σπονδυλωτά, η χρήση του ως κοπλιμέντου μπορεί να έχει τα αντίθετα αποτελέσματα, καθώς πολλά μέλη του θηλυκού είδους δεν συμμερίζονται με το υποκείμενο το ίδιο μεράκι, πάθος αν θέλετε, για τα εγχώρια πτηνά.

Α1: - Αυτό εδώ το ξενοδοχείο ήταν η ερωτική μας φωλιά.
Α2: - Με τέτοιον μπιφτεκογέρακα που έμπλεξες δε μου κάνει εντύπωση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χνούδι και μουστάκι μαζί. Οι γυναίκες μπορεί να το έχουν μια ζωή. Οι άντρες από τότε που μπαίνουν στην εφηβεία έως και τα 27 τους, κάποιες πιο σπάνιες φορές.

Είναι αυτό που ενώ είναι χνούδι, έχει μέγεθος και σχήμα μουστακίου. Και αυτός που το διατηρεί, θεωρεί πως έχει μουστάκι. Ενώ δεν έχει μουστάκι. Έχει χνουστάκι.

Συνήθως είναι αστείο θέαμα (το «γελοίο» πέφτει λίγο βαρύ).

- Μια φορά το χρόνο ξυρίζεσαι κι έχεις ακόμα χνουστάκι;

(από Khan, 06/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το βυζί που είναι τούμπανο, δηλαδή: α) μεγάλο, ώστε είτε να αγκομαχάει αν βρίσκεται εντός μπλουζακίου, σουτιέν, μαγιό, είτε να αψηφά την βαρύτητα, εάν είναι ελεύθερο, β) σφριγηλό χωρίς ίχνη χαλαρότητας, γ) εκφράζον πλαστικές αξίες. Με λίγα λόγια το τέλειο ζυβί. Η φέρουσα μπορεί να ονομαστεί τουμπανοβύζα, ή, αν είναι κοντή, μικρός τουμπανιστής.

Αντώνυμα: γατόβυζο, τσιμπουρόβυζο, πλάκα, κόντρα πλακέ.

Σχετικό: μπανανόβυζο.

  1. ο τιτλος τα λεει ολα. το βυζι τουμπανο αλλα η συμμετοχη 0. 10 στο παρκινγκ λογω μηχανης,1 στην τσατσα διοτι εμφαννιτηκε με ρωτησε εαν εχω ξαναπαει της απαντησα ναι, 6 στον χωρο τα δωματια μεσαιου μεγεθους χωρις καποιο ντεκορ ντουζιερα αλλα το αιρκοντισιον κλειστο και εκανε και ζεστη χθες, εμφανιση 7 βαζω λογω του οτι τα τουμπανοβυζα με φτιαχνουν πολυ. (Αμφίθυμος κριτικός μπορντέλου εδώ).

  2. - ελα φλωρε μπαλαμουτιαζω την γιαγιακα τωρα που σε μιλω

- ελα ρε σπορε εφυγες νοκαουτ στα γρηγορα και συ
ασπρη πετσετουλα και λοκ φλωρακι και μετα θα κλαιγεσαι στα τουμπανοβυζα της μανας σου.
(βρις-οφ εδώ).

Ολτάιμ κλάσικ τουμπανοβύζοβα. (από Khan, 15/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσφώνηση για τους Ιαπωνοκινεζοκορεάτες και γενικώς για παρόμοιους Ασιάτες. Ο χαρακτηρισμός οφείλεται στην κόμμωσή τους που θυμίζει κρεμμύδι και στο γεγονός ότι οι περισσότεροι απ' αυτούς είναι αδύνατοι και ξερακιανοί σαν απόστολοι (Παύλος).

  1. - Πάλι κρεμμυδόπαυλους γέμισε η Ακρόπολη και όλοι τους με μια μηχανή στα χέρια, δεν βαριούνται;
    - Όχι ρε, είχαν και στην πατρίδα τους Ακρόπολη; Όταν εμείς χτίζαμε Παρθενώνες αυτοί τρώγαν ωμά ψάρια...

  2. Άσε με ρε, έχω δουλειά, πάω να παίξω tekken με έναν κρεμμυδόπαυλο στο ίντερνετ. Θα πάρω Jin θα τον θάψω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η διαδικασία κατά την οποία οποιοδήποτε έμβιο ον μετατρέπεται σε κάτι που μοιάζει με κουνέλι. Κύρια χαρακτηριστικά είναι η σταδιακή λεύκανση και το μαλάκωμα των τριχών, η μεγέθυνση των δύο άνω μπροστινών δοντιών (κοπτήρες) και η έντονη διάθεση για πήδημα. Κουνελοποίηση παρατηρείται μετά από έντονο στρες, αλκοολικό σοκ και υπερβολική κόπωση των ματιών μπροστά σε οθόνες υπολογιστών.

- Ο Βαγγέλης χθες μου έκλεψε τα καρότα και προσπάθησε να πηδήξει από πάνω μου. - Κουνελοποίηση...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified