Πράξη που κάνει κάποιος /-α για να μην γίνεται στόχος, να μην τον πάρουν πρέφα, να μην τον κάνουν κόζι.

- Τώρα που κουρεύτηκα και ξυρίστηκα κι έβγαλα τα χαϊμαλιά είμαι πολύ αντικόζι φιλαράκι, δεν με σταματάνε ποτέ οι λίτες.
-Ένεκα το φανταριλίκι Τάσο μου.

Κάποτε κάποιος κόζαρε κάποιον που έκανε κόζι ένα μαραγκό επί το έργον.Του \'βγαλε το παρατσούκλι. Αυτό έγινε επώνυμο και  μετά από τέρμενα εξήλθε η εγγονή αυτού που κόζαρε το μαραγκό... Λέμε τώρα (από GATZMAN, 29/04/11)αντικόζι:Κι όποιος κοζάρει την αντίκα (π.χ:το γέρο ή το θέμα του βίντεο)  (από GATZMAN, 29/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντομογραφία του αντικρατιστή, κατά το αντιφά. Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες μανιχαϊστώνε αντικρά:

Το Κόμμα εν τη σοφία το θωρεί αμφότερους και τους δύο τύπους αντικρά αντιδραστικές οπορτούνες, καταδικασμένες στην συνείδηση του λαού.

1.
- ΟΛΟΙ ΣΤΗ ΚΑΜΑΡΑ - ΝΑ ΜΗ ΣΥΝΗΘΙΣΟΥΜΕ ΣΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ★αντικρά

2.
- Και ξαναρωτώ όλοι εσείς οι αντιφα αντιρα αντικρα αντικάτσε καλά δημοκράτες τρομοκράτες και λοιπόν βαρεμένοι πως θα αισθανθείτε όταν την κόρη σας ή την εγγονή σας θα την αναγκάσουνε να φοράει μπούργκα ή τον γιόκα σας θα τον μαστιγώσουν επειδή στραβοκοίταξε κάποια;

3.
ΔΕν υπάρχουν νεοφιλ στην Ελλάδα αντικρατικιστες υπάρχουν (θα μπορουσαν να ονομαστουν αντικρά) και εναντιοι στο επάρατο βυσμάτωμα .

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση ακραίου ναρκισσισμού κατά την οποία ψωνισμένοι ντραμάκουιν κάνουν ο,τιδήποτε (καλό ή κακό, δεν έχει σημασία) προκειμένου να στραφούν όλα τα λέιζερ επάνω τους. Αν τα καταφέρουν την αυτοβρίσκουν, σε αντίθετη περίπτωση έχουν νευράκια ή κλαψομουνιάζουν. Εκ του αγγλικάνικου attention whore.

Άλλο ένα παράδειγμα του γλωσσολογικού φαινομένου να σλανγκεξελληνίζονται αγγλικές λέξεις εις -έισιον με την αφαίρεση του τελικού n (βλ. πιχί απλικέησιο, ινσέψιο, κ.ά.).

1.
Δε θέλω να γίνω κακός αλλά αυτό το ατενσιοχοριλίκι του να κάνετε ρητουήτ τον εαυτό σας απ το φάβσταρ είναι χειρότερο κι απ το σηκωμένο γιακά

2.
Δε με πειθεις, κοπελια. Ατενσιοχοριλικι μου κανει, σαν τα πολλα στα οποια μας εχεις συνηθισει. Lady Gaga vomits live on stage in Barcelona.

3.
Αυτοθυματοποίηση, ατενσιοχοριλίκι και ντραμακουινισμός, αυτό ειναι το νέο ΠΑΣΟΚ

4.
ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΕΣ. ΕΝΟΠΛΗ ΠΑΛΗ. ΑΥΤΟ ΤΟ ΑΤΕΝΣΙΟΧΟΡΙΛΙΚΙ ΤΟΥ ΝΑ ΘΕΣ ΝΑ ΣΩΣΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΜΕ ΤΟ ΖΟΡΙ..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αφορά την περίπτωση κλανιάς, ασχέτως κατηγορίας (λαδερή, λιγδιάρα, τιρμπουσονέ, κατά ριπάς, κατσαρή, παραπονιάρα, Γης Μαδιάμ, κομπολογάτη, κλπ) η οποία κατά την έξοδό της στην κοινωνία συνοδεύεται από τη μύτη βρομερού κουραδόσκατου, γεγονός που οφείλεται συνήθως σε υπερβολικό σφίξιμο.

Προς αποφυγήν τέτοιων embarrassing καταστάσεων καλό θα είναι να ακολουθείται η συμβουλή του Ηλία Πετρόπουλου σύμφωνα με την οποία μια ζορισμένη πορδή καταλήγει συχνά σε ένα μικρό σκατουλάκι. Ας αναφερθεί και η ταυτόσημη Αγγλοσαξονική (Καναδάς δεκαετία 60) έκφραση «a fart with a turtlehead» (κλανιά με κεφάλι χελώνας).

- Πού τρέχεις ρε σαν παλαβός;
- Άσε, πάω για καινούργιο σώβρακο, μπουμπούνισα μια κομπρεσεράτη και βγήκε με ψαχνό.
- Ε καλά, άμα είναι να μας χέσεις να μη σε κρατάω...

(από Vrastaman, 03/01/12)

Βλ. χέκλασα, εχεκλάνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βικτίμια ή βικτιμάδες αποκαλούνται τα εκούσια θύματα των τάσεων της μοδός, της ποπ κουλτούρας, της τρέντι πολιτικής, γουατέβα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι ορδές σούργελων με Juicy Cuture γιομάτα τρουκς και γελοίες μπότες Ugg (το ένα χέρι στο iPhone και το άλλο στις «50 αποχρώσεις του γκρι») που παρελαύνουν έφιππες σε επινοημένα αλόγατα με υπόκρουση το ώπα γκάγκναμ στάιλ (φωτογραφία από τις αρχές του´13).

Οι γιαλόμες θεωρούν ότι κραδαίνοντας επώνυμα αγαθά (ή μαϊμούδες αυτών), το βικτίμι ελπίζει ότι θα αποσπάσει θαυμασμό και ρισπέκ ανάλογο προς τη πραγματική (ή φαινομενική) αξία τους, και καταντά έτσι θύμα της κενόδοξης ανασφάλειας του. Αλλά ποιος τις χέζει τις γιαλόμες, είναι οι χειρότερες βικτιμούδες όλων.

Εκ του fashion victim (λεξιπλασία του Oscar de la Renta).

1. Το παλιό συνυπάρχει με το καινούριο, το καλόγουστο με το κιτς, οι αντίκες με τα παλιατζίδικα, οι πλανόδιοι πωλητές (κερασι τραγανοοοοοοοοοοοοό) με τα επώνυμα καταστήματα, οι φλώροι με τους ντιζαϊνάτους, οι ψαγμένοι με τα βικτίμια

2. Εκεί όλοι ανήκαν σε κάποια φυλή, υπήρχαν χίπιδες, βικτίμια, ροκαμπιλάδες, μέταλα, αναρχικοί και φυσικά γότθοι, οι οποίοι ήταν πιο κομψοί απ’ όλους

3. Το γαλλικο νυχακι κι εγω για ασπρο το'χω, αλλα μπορει να εχει προχωρησει η επιστημη, δεν ξερω. Μια βικτιμού στη δουλειά, μου ειχε στειλει μαιλ για το νεο μανικιούρ Loubouten (δεν ξερω αν γραφεται ετσι, χεστηκα). Απεξω κοκκινο και απο μεσα μαυρο. Αστα, μην ρωτησεις καν......

4. επισκέφτηκα το γνωστό «σκακιστικό» βιβλιοπωλείο στα Εξάρχεια, πέφτω πάνω σε κάτι πιτσιρικάδες και «να’σου το Γκρέιχοκ» και «έτσι ο Γκρέιχοκ» και μόνο τη λέξη Γκρέιχοκ άκουγα. Ααα, λέω (σαν κλασικός μάρκετινγκ βικτιμάς) νά λοιπόν το νέο μου φαρμακερό βέλος που θα προστεθεί στην ποικιλώνυμη σκακιστική μου φαρέτρα… πάω σε μια κοπέλα υπεύθυνη και ζητάω λοιπόν το «άνοιγμα Γκρέιχοκ» ή τον σκακιστικό συγγραφέα Γκρέιχοκ… « Το Γκρέιχοκ είναι ρόουλ πλέινγκ γκέιμ, κύριε!» με κατακεραύνωσε. Για τα σκακιστικά, στο ραφάκι στο βάθος.»…έφυγα σα βρεγμένη γκρίζα γάτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο απαθής. Ο τελών σε κατάσταση μακάριας αδιαφορίας. Ο ευρισκόμενος σε νιρβάνα. Αυτός που δεν παίρνει μυρωδιά και δεν αντιδρά σε τίποτε.

«Βούδας της Ραφήνας» έχει χαρακτηριστεί και ο τ. Πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής ΙΙ επειδή συνόψιζε στο πρόσωπό του τις παραπάνω ιδιότητες όταν θα περίμενε κανείς ν' αναλάβει δράση για φλέγοντα ζητήματα.

Ο «Βούδας» Καραμανλής, ο «Μαοϊκός» Πάγκαλος και άλλες ιστορίες… από το wikileaks (από εδώ)

(από Khan, 09/06/12)Ως "βούδας" χαρακτηρίζεται πλέον και ο Προκόπης Παυλόπουλος. (από Khan, 13/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O γκαγκά γεροξεκούτης, το ῥαμολιμέντο με έμενταλ.

Θηλ.: γκαγκαδιάδα, ουδ.: γκαγκαδιάρικο.

Έχει και τα καλά του να είσαι γκακαδιάρης: μαθαίνεις πολλές φορές για πρώτη φορά τα ίδια ευχάριστα νέα.

αουτομπανεύκολο λολοπαίγνιο τιμής ένεκεν και εις μνήμην (από xalikoutis, 19/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για δική μου τυχαία επινόηση. Αφορά τον προσδιορισμό μίας γκόμενας σε υψηλό κλιμάκιο ομορφιάς, αλλά και σεξουαλικότητας. Επίσης πιο σπάνια χρησιμοποιείται για άνδρες.

Δύναται να χρησιμοποιηθεί και για την περιγραφή αντικειμένων, αλλά ακόμα και αφηρημένων εννοιών.

Γενικότερα δηλώνει το αχανές και άνευ μέτρου (όπως είναι το διάστημα) μίας κατάστασης.

Για γυναίκα:
Κώστας: Πω ρε Χάρη, τι γκόμενα που είναι αυτή η γκαρσόνα!!!!
Χάρης: Όντως!!! Διαστημική γκόμενα!!

Για αφηρημένη έννοια:
Χάρης: Άσε ρε συ Μήτσο... έφαγα μία χλαπάτσα διαστημική εχθές στο γραφείο...

Για αντικείμενα:
Χάρης: Μιλάμε πήρα ένα πουκάμισο εντελώς διαστημικό!! Δεν υπάρχει σου λέω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κωδική έκφραση ώστε να μην καταλαβαίνουν οι γυναίκες τι συζητάμε με τους φίλους μας. Χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσουμε μια γυναίκα αρκετά ελκυστική, και πολύ σέξι, που μας παραπέμπει σε πονηρές σκέψεις - θέλουμε να την «φάμε» δηλαδή. Η έκφραση είναι νηστίσιμο στην ουσία ρωτάει: τρώγεται; είναι γαμήσιμο;

- Κοίτα ρε μαλάκα εκείνη με το κόκκινο!!!
- Είναι νηστίσιμο;;

πατοος (από georgegreek, 28/12/11)αρτησιμο (από georgegreek, 28/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως οι πουτάνες έγιναν ερωτικές αναπληρώτριες και το Γουδί, Γουδή, έτσι και το πτωχό πλην άτιμο «κάνω δίαιτα» συμμορφούμενο στις υποταγές της κορεκτίλας μεταλουμπαδιάστηκε στο και καλούα μουράτο «κάνω διατροφή».

- Κάνω διατροφή, όχι δίαιτα. Και ζυγίζομαι τακτικά. Αν δω τον δείκτη να ανεβαίνει ένα με δύο κιλά προσπαθώ να προσέχω τις επόμενες μέρες. Όσο για τους κοιλιακούς το οφείλω στο βόλεϊ που παίζω χρόνια αλλά και σε διάφορες μορφές άσκησης που κάνω όπως yoga.
(Βίκυ Χατζηβασιλείου, εδώ)

- Αυτη τη στιγμή κανω διατροφή Ατκινς.
(εκεί)

- Κάνω διατροφή και γυμναστική 3 με 4 φορές τη βδομάδα οπωσδήποτε. Ακόμα κάνω αποτρίχωση, αφού ασχολούμαι με την κολύμβηση...
(παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified