Further tags

Έτσι χαρακτηρίζεται το φουσκωτό μουνί, σα μπουμπούκι έτοιμο να σκάσει, σαν φουσκωμένο κάστανο, σανπρόσφορο, που εξέχει εγερμένο ανάμεσα στα λαγόνια, ενώ διαγράφονται ανάγλυφα οι 3D ανατομικές του λεπτομέρειες επάνω στο ένδυμα, απαρέγκλιτα στενό παντελόνι η μαγιό και αναδεικνύεται κατά τη νωχελική, λικνιστική βάδιση της κτήτορος, που το επιδεικνύει ηθελημένα η μη. Κατά τη διέλευση του ακούγονται βαθείς αναστεναγμοί, εκφράζονται καημοί, επιφωνήματα πόνου, αλαλαγμοί, μέχρι πολεμικές ιαχές.

Συνώνυμο: μουνί τριζάτο

- Πάρε μάτι τι περνάει. Μουνί βιτρινάτο.

βλ. και μουνί καμηλό

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η καυλιάρα γυναίκα, το τουμπανάκι, αλλά λίγο ψηλότερη από το καυλοράπανο.

- Πώωωω πω!!!Τι καυλοτσέκουρο είσαι εσύ μωρό μου;;;; Να σε βάλω κάτω να σου ρουφήξω τη μελίγκρα, να σε σφάξω στο γόνυ σου λέω....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ασφαλώς και είναι ο άνθρωπος με τα σγουρά, κατσαρά μαλλιά, αλλά

  2. ειρωνικά αναφέρεται στους παντελώς φαλακρούς, καραφλούς, γλόμπους, κασίδες, κασιδιάρηδες και φυσικά

  3. στον πούτσο του οποίου οι σγουρές δεν είναι βέβαια ξυρισμένες.

Επίσης: ζγουρομάλλης, κατσαρομάλλης.

2α. Κλασικό παράδειγμα στην ταινία «Μάθε παιδί μου γράμματα», όπου δραματοποιήθηκε με το γλαφυρότερο τρόπο το λήμμα στο πρόσωπο του Κώστα Τσάκωνα, τον οποίο με άπειρη τρυφερότητα προσφωνούσε ο Βασίλης Διαμαντόπουλος «Σγουρομάλλη μου!!»

2β - Ρε συ! ξες ποιος είν' ο ζγουρομάλλης πέρα στη γωνιά; - Ο γείτονάς μου ο Κότζακ. - Πες του να καθίσει παραδίπλα και με γκάβωσε η αντηλιά.

3 - Η Ριρίκα θέλει να ξυρίσω το ζγουρομάλλη. - Αντίποινα; - Έ!! - Αφού δε σου ζήτησε ανταύγειες.

(από Vrastaman, 01/11/10)Πάμε πάλι... (από HODJAS, 01/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη μια λέξη που περιγράφει το ανδρικό γεννητικό όργανο. Συνήθως υπονοεί μικρο μεσαίο μέγεθος.

Συνώνυμα: ψωλή, τσουτσού, πέος, πούτσα, κλπ κλπ

- Τη κοντή τη τσούρα το μαλλί της φταίει.

Θανάσης Τσούρας (από Vrastaman, 28/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εντυπωσιακή, προκλητική, πρόστυχη και λάγνα θηλυκή ύπαρξη.

- Καλά χτες στο μπαράκι γνώρισα μια βρωμερή. Ήθελα να την δαγκώσω σου λέω. Αλλά με περίμενε η δικιά μου στο σπίτι...
- Άστο φίλε, γενικά κυκλοφορεί πολλή βρωμιά εκεί έξω τώρα που καλοκαίριασε. Πόσο να αντέξει ένας άντρας;

Dirty Girls - Courtney Love  (από tryager, 29/07/10)Το «Subbacultcha» απο Πίξιζ. (από vikar, 29/07/10)(από GATZMAN, 31/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε βραχύσωμο - συνήθως - θηλυκό με φλογερή ματιά και σπάνιο ταμπεραμέντο. Υποδηλώνει πόθο και/ή λαγνεία προς το συγκεκριμένο πρόσωπο.

Πιθανολογείται πως προέρχεται από το καύλα και την κατάληξη ουδέτερων ουσιαστικών -όνι που προσδίδει τσαχπινιά αλλά και μεγαλείο (από το ιταλικό υπερθετικό πληθυντικού -oni).

Σύμφωνα με μια άλλη θεωρία πρόκειται για πάντρεμα του όρου καύλα με το αηδόνι.

  1. Καυλιδόνι είναι το μικρό και χαίρεσαι να είσαι μέσα του.

  2. Άσε το Σάββατο γνώρισα ένα καυλιδόνι...

Αρχαίο καυλιδόνι (από Vrastaman, 15/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται στα γυναικεία στήθη.

Είχα πνιγεί στο βυζόκρεας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που αναφέρεται στην στυτική ικανότητα των φαλακρών, μεσόκοπων ανδρών, οι οποίοι ισχυρίζονται με αυτόν τον τρόπο ότι τα χρόνια που πέρασαν δεν έχουν επηρεάσει τις σεξουαλικές τους επιδόσεις (λέμε τώρα).

Σημείωση: α) Την συγκεκριμένη έκφραση καπηλεύονται (έτσι, για να αυτοπροβληθούν) και οι υπόλοιποι καράφλες που είναι αρκετά νεότεροι.

β) Το μόριο του διαβόλου ως αρχέτυπο στο συλλογικό λαϊκό ασυνείδητο θα πρέπει να είναι τουλάχιστον [μαλαπέρδα](http://www.slang.gr/lemma/244-malaperda) και να λειτουργεί σαν επαναληπτική καραμπίνα [τουλάστιχον](http://www.slang.gr/definition/5266-toulastixon) (δεν ξέρω μήπως είναι και σπονδυλωτό).

- Κάνε μπάντα ρε παππού που θες και κοκό.
- Κόψε ρε σπόρο που θα μου πεις εμένα... Δεν το ξέρεις το ρητό; Μαλλί καθόλου - ψωλή διαβόλου.
- Σιγά ρε Γκουσγκούνη, μας πήρανε τα φλόκια.

Πρόγονος Γκουσγκουνη (από perkins, 28/05/10)Σεϊζης (από perkins, 28/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λεξιπλασία που προκύπτει από τη παραφθορά της λέξης κουλούρι για να δηλώσει τον ανδρικό ή γυναικείο πρωκτό. Δεν πρέπει να προκαλεί καμία έκπληξη δεδομένου του σχήματος του κουλουριού (στρογγυλό με τρύπα στη μέση) αλλά και της ίδιας της υπόστασης του ως διατροφικό προϊόν, δηλαδή ενός εξαιρετικά δημοφιλούς εδέσματος που όλοι σπεύδουν να το ζητήσουν και να το καταναλώσουν. Σημειωτέον πως το κωλούρι είναι ιδιαίτερα δημοφιλές στο ανδρικό κοινό, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει πως δεν χαίρει εκτίμησης και από το γυναικείο.

Για λόγους υγείας και υγιεινής, το κωλούρι είναι καλύτερο σκέτο, δηλαδή χωρίς γέμιση. Αν και αυτό πάλι είναι θέμα καθαρά γούστου και -πάνω απ' όλα- βίτσιου.

- Τι είναι αυτό που θα σας κάνει να θέλετε να συζητήσετε με μια κοπέλα; κ ποιο χαρακτηριστικό είναι αυτό που σας κάνει να την γουστάρετε τρελά; πάντα ήθελα να μάθω...

- Το σπίτι που μένει και σε ποιά περιοχή, το αυτοκίνητο που οδηγεί, το ρολόι π
που φοράει, αν έχει δικιά της επιχείρηση και αν δίνει κωλούρι. (Από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μικράν έχων την ψωλήν, ωσεί γυμνοσάλιαγκα τινά.

Ο τοιούτος συχνά μετατρέπεται σε σαλιγκαρόπουστα στην λογική του δε γαμείς που δε γαμείς, δε γαμιέσαι να γαμήσουμε κι εμείς;

Τι πήδημα μωρέ να καταλάβει με τον σαλιγκαροψώλη; Σαν κωλοσκούπισμα ήτανε...

Δες και -ψώλης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified