Πρόκειται για γκέι φυλή που χαρακτηρίζεται από πληθωρική σωματική διάπλαση, πολλή τριχοφυΐα, μούσι και γκαρνταρόμπα που περιλαμβάνει απαραιτήτως πουκάμισο - τραπεζομάντηλο ξυλοκόπου.

Μπαμπαρκούδοι (daddy bears) αποκαλούνται οι μεγαλόσωμοι αρκούδοι οι οποίοι θέλγονται από αρκουδάκια (cubs). αρκούδους δηλαδή μικρότερης ηλικίας ή μεγέθους. Πουστρόλυκοι (gay wolves) δε αποκαλούνται οι πιο μυώδεις και εκδρομικοί αρκούδοι.

Η σεξουαλική ιαχή του αρκούδου προς άλλον αρκούδο είναι «woof!» ή «γκρρ!»

Η υποκουλτούρα των αρκούδων ξεκίνησε στο Σαν Φρανσίσκο (πού αλλού;) στις αρχές των '80s από γκέι που ένιωθαν άβολα με το πρότυπο της γυμνασμένης και τριχοφοβικής πλην ντυμένης στην τρίχα αδελφής-συλφίδας. Στην Ελλάδα, συνειδητοποιημένοι αρκούδοι έκαναν το ντεμπούτο τους στα τέλη των '90s.

Εκ του αγγλικού bear.

Ασίστ: The slangus formerly known as Hank.

- Στην Ελλάδα οι αρκούδοι μαζεύονταν ατύπως στο Alecos Island Bar. Το 1998 (πραγματοποιήθηκε η) πρώτη προσπάθεια συσπείρωσης των ελλήνων αρκούδων, οργανώνοντας το πρώτο πάρτυ, τυπώνοντας μπλουζάκια και περιμένοντας ελάχιστο κόσμο - αλλά μαζεύτηκαν 200 άτομα. Ακολούθησαν δύο συναντήσεις και πάρτυ, την πρώτη Παρασκευή κάθε μήνα. Από το 2001 έγιναν μερικά bear in the sun πάρτυ, σε ξενοδοχεία κλεισμένα όλα από αρκούδους. Τα πάρτι κράτησαν περίπου 2 χρόνια, ύστερα το bear κίνημα έγινε πιο ιντερνετικό. (από εδώ)

- Ο gay χώρος έχει πολλάκις κατηγορηθεί για δουλική υποταγή στα κελεύσματα της μόδας. Το αμερικανικό πρότυπο του ωραίου gay άνδρα (και σταδιακά και του str8) τον θέλει μυώδη, άτριχο πατόκορφα και, βρέξει - χιονίσει, με εφαρμοστό T-shirt. Υπάρχουν όμως άνδρες που ακολουθούν διαφορετικά πρότυπα: οι bears (αρκούδοι στα καθ'ημάς) είναι gay άνδρες που δεν κατασκηνώνουν σε γυμναστήρια, εχουν κοιλίτσα και γενικά εγκαταλείπουν το πρότυπο του Μπραντ Πιτ στο βασίλειο του σελιλόιντ.
(Time Out Athens, Μάρτιος 2005)

Ο γουτσισμός μεταξύ αρκούδων ειναι εκ των ων ουκ άνευ... (από Vrastaman, 30/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ως εμφάνιση: Ο πολύ χοντρός άνθρωπος. Δηλαδή αυτός που έχει κρέατα όχι μόνο για τον εαυτό του, αλλά και για να πουλήσει το απόθεμα σε άλλους. Το -πωλείο εδώ μπορεί να συσχετισθεί και με το -εμπορας, λ.χ. στα κακαδέμπορας, κουραδέμπορας, όπου κάποιος εμφανίζεται να προτείνει προς πώληση αηδιαστικά μέρη του κορμιού του (και μεταφορικώς βεβαίως) ή με το αγγλικό -monger. Στο κρεοπωλείο βέβαια η έμφαση είναι περισσότερο στην περίσσεια των κρεάτων που επαρκούν και για εξαγωγή. Κυρίως λέγεται ως κινητό κρεοπωλείο.

  2. Στο μπουρδελοϊδίωμα είναι περίπου συνώνυμο του μπριζολάδικο, δηλαδή σημαίνει ευαγές ίδρυμα όπου προσφέρεται πλήρες σεχ. Βέβαια πρόκειται περισσότερο για ασθενή μεταφορά παρά για παγιωμένο τεχνικό όρο, όπως το μπριζολάδικο. Μια μεταφορά, η οποία έχει κάπως ηθικολογική χροιά και καυτηριάζει το γεγονός ότι πωλείται πλήρες σεξ, ως μή όφειλε. Λ.χ. θα χαρακτηριστεί λιγότερο ως κρεοπωλείο ένα μπουρδέλο, ενώ περισσότερο ένα στριπτιτζάδικο ή μασατζίδικο ή άλλα μέρη που δεν προσφέρουν επίσημα παρόμοιες υπηρεσίες. Η μεταφορά κρεοπωλείο θίγει εν προκειμένω α) το ότι δεν υποτίθεται ότι προσφέρεται η πλήρης αυτή υπηρεσία στο εν λόγω γαμαζί, β) ότι αυτό παρ΄ όλαφ τα γίνεται με την ενθάρρυνση της διεύθυνσης του γαμαζιού και όχι από πρωτοβουλία μιας επιμέρους κορασίδας. Εφόσον βέβαια πρόκειται για απλές μεταφορές, η χρήση ποικίλλει.

Εξάλλου, ο όρος κρεοπωλείο χρησιμοποιείται ευρύτερα ως ηθικολογική μεταφορά για να καυτηριαστεί η επίδειξη ή σεξουαλική εργαλειοποίηση ανθρώπινης σάρκας, λ.χ. και σε παραλίες, πλατείες, νυφοπάζαρα και όπου.

- Τον φίλο σου, το κινητό κρεοπωλείο τι τον έφερες; Αφού έχει τον γκομενοδιώκτη.

- Παλιά κάναμε και τον χαβαλέ μας στο γαμαζί, πίναμε το ποτάκι μας, λέγαμε καμιά μαλακιούλα. Τώρα που έχει γίνει κρεοπωλείο και μαζεύεται όλη η καυλοπιτσιρικαρία στην ουρά για να κουρτινιάσει, τι να ευχαριστηθείς;
(Παράπονο πουρέιτζερ για την εκτράχυνση των γαμαζιών).

Στο 0.20 γράφει "το κρεοπωλείο της νέας εποχής". (από Khan, 08/11/11)(από Khan, 09/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεολογισμός που σχηματίζεται από την αγγλική λέξη straight (εξελλην. στρέιτ) -> άμεσος, ευθύς, κατευθείαν, συν την κατάληξη -άδικος, και που χρησιμοποιείται για να δηλώσει τα εξής:

  1. (Μουσ.) Ρυθμός, ή σύνθεση, ή τρόπος παιξίματος μουσικού κομματιού (ασχέτως οργάνου) που χαρακτηρίζεται από ευθύτητα και αμεσότητα κατά τη σύλληψη και την εκτέλεση, που δεν εμπεριέχει περίτεχνα ή περίεργα γυρίσματα ή σπασίματα αλλά εξελίσσεται ευθύγραμμα και χαρακτηριστικά του μουσικού ιδιώματος στο οποίο ανήκει.

Ως στρεϊτάδικος δε χαρακτηρίζεται και ο ήχος μουσικού οργάνου που δεν περιλαμβάνει επεξεργασία, αλλά που είναι άμεσος και για μία ακόμη φορά χαρακτηριστικός του εκάστοτε μουσικού ιδιώματος (βλ. και καρφί).

  1. Ως στρεϊτάδικο αποκαλείται και ο χώρος ή το μέρος στο οποίο συχνάζουν άτομα ετεροφυλοφιλικών σεξουαλικών προτιμήσεων (βλ. στρέιτ).

  2. Ως στρεϊτάδες αποκαλούνται τόσο οι ετεροφυλόφιλοι σεξουαλικά άντρες (δεν συνηθίζεται ο χαρακτηρισμός στις ετεροφυλόφιλες γυναίκες), αλλά ακόμη περισσότερο οι θιασώτες της ιδεολογίας straight-edge ή στρέιτ-ετζ, στρέιτετζ.

(Όσον αφορά το μουσικό σκέλος του ορισμού, η διαδικτυακή έρευνα δυστυχώς δεν είχε αποτελέσματα. Οποιοσδήποτε γνωρίζει και μπορεί να συνεισφέρει για την τεκμηρίωση, ας τ' αναφέρει στα σχόλια. Πάντως, ο συντάκτης του παρόντος ακούει και χρησιμοποιεί το λήμμα με τον συγκεκριμένο ορισμό εδώ και χρόνια).

  1. «Έχεις λαλήσει εντελώς», τον ρώτησε ο Mike. «Πήγες να ψωνιστείς και να παίξεις σε redneck στρεϊτάδικο; Και στο δρόμο, οδηγώντας; Θα σε σκοτώσουν ή θα σε μαντρώσουν». (Εδώ)

  2. Μπαίνω σε σεσημασμένο στρειτάδικο. Ο Μάκης επιμένει ότι πέρυσι είδε «και κάτι τρελές» και ότι «δεν χρειάζεται να κάνεις παρέλαση. Είμαι αντίθετος με τον όρο γκέι, πιστεύω σ’ αυτά που προστάζει η φύση». Μα κι αυτό, προσταγή της φύσης δεν είναι; τον ρωτάω. Επιμένει. Ο Θάνος εργάζεται σε στρατιωτική υπηρεσία: «Δεν πιστεύω γενικά στις διαδηλώσεις. Πιο αποτελεσματικό θα ήταν ένα ψήφισμα». Πώς φαίνεται το επάγγελμα! (Εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασσικός ελληνικός γυναικότυπος που χαρακτηρίζεται από χυμώδη και ζουμπουρλούδικη ανατομία με αεροδυναμικές καμπύλες και σφριγηλά σφαιρικά θέλγητρα.

Μπορεί να μη έχει το κορμί-λαμπάδα μιας λεβεντομούνας, αλλά υπερχειλίζει σπιρτάδα, θηλυκότητά και τσαχπινιά με αποτέλεσμα το πιτσολόμετρο κάθε αρσενικού να βαράει τιλτ. Πρόκειται για Κορμί που προσφέρεται για άπλετη απτική αναψυχή. Σε αντίθεση με τον φθισικό και κοκαλιάρικο της ανταγωνισμό, η Φρατζολίνα Ζολί είναι ονειρική βυζού, διαθέτει κώλο αναφοράς, στρατηγικά πιασίματα και εξαίσια μπουτάκια σαν φρεσκοφουρνιστά φρατζολάκια.

Εχθρός της Φρατζολίνας η μάσα. Δεδομένου δε ότι δεν κοπανιέται νυχθημερόν στα γυμναστήρια όπως οι λεβεντομούνες, είναι επιρρεπής στην παχυσαρκία. Ζυγίζεται λοιπόν με ζήλο καθημερνά και αν ποτέ ξεφεύγει λιγάκι αμέσως κάνει κωλόκρυψη, δίαιτα και παραλείβεται με κρέμες μέχρι να ξαναβρεί τα ίσια της.

Με κόπο και υπομονή πολλές Φρατζολίνες παραμένουν θεόμουνα σε βάθος χρόνου. Άλλες πάλι υποκύπτουν στο δέλεαρ των υδατανθράκων και καταλήγουν γαλακτερά βασταγερά ή φακλάνες.

Υπάρχουν πολλές γουάναμπι Φρατζολίνες με σωματότυπο αχλαδιού. Ωστόσο, η δυσανάλογα μεγάλη περιφέρειά τους, τα μπανανόβυζα και η κυτταρίτιδά τους τις καθιστούν ελάχιστα έως καθόλου θελκτικές, εκτός εάν συνεπικουρήσουν το αλκοόλ ή/και άλλα κρυφά χαρίσματα.

Ασσιστ: Angelina Jolie

Λίλιαν: Βύζους Κράιστ, φιλενάδα! Είδες με τι έσκασε μύτη στο μπαρ το Πέρι; Φτυστή η γκόμενα που παίζει την Λάρα αλλά στο πιο ρουμπενσινοκίνητο!

Λάουρα: Εννοείς την Φρατζολίνα Ζολί! Καλά τι γυρεύει μαζί της ο ξεφτιλισμένος;

Λίλιαν: Ξεκόλλα με το παρελθόν, το θέμα είναι να μας γνωρίσει το αμαρτωλό τωωωωρα!

H Angelina και η Φρατζολίνα - με το χέρι στη καρδιά, ποιά προτιμάτε? (από Vrastaman, 11/03/09)Ράνια Θρασκιά - Φρατζολίνα φοσό! (από Vrastaman, 11/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο στραβισμός ή αλληθωρία στα τσιτσία ή βυζιά παρατηρείται σε δύο μορφές:

  • Στον κάθετο άξονα, που είναι και η γλαφυροτέρα μορφή. Στην περίπτωση αυτή η δύσμοιρη κάτοχος του βυζοσέτ έχει ανισομερώς κρεμαστά μεμέ. Έτσι το ένα παραμένει ημιθελκτικό ενώ το άλλο φλερτάρει επικίνδυνα με τον αφαλό.
  • Στον οριζόντιο άξονα. Στην μορφή αυτή μόλις επιτύχεις το γδύσιμο της αλληθωροβύζας συνήθως γκριματσώνεσαι σαν να δοκίμασες ληγμένο ζωντανό γιαούρτι. Ήτοι θωρείς 2 ρώγες η μία να βλέπει ανατολή και η άλλη δύση με αποτέλεσμα αντί για ανάπλαση ερωτικών εικόνων στον εγκέφαλο, ανακαλείς αποσπάσματα από βιντεοσαβούρες-ταινίες του 1980 με ψευτοαλλήθωρους που συνήθως είναι και κεκέδες. Η αλληθωροβύζα έχει συνήθως αχλαδάτα στήθη δυσανάλογα με το σώμα της σε κάθε οψιόν δυσαναλογίας.

- Μην πας για μπάνιο στην παραλία γυμνιστών «της γριάς το μνι» γιατί συχνάζουν κάτι αλληθωροβύζες Γερμανίδες 50άρες τύπου Angela MerKel και θα ξενερώσεις τελείως. Θα τον ψάχνεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τέως νυμφίδιο που διατηρεί την πιτσιλογένεια του 20+ χρόνια μετά. Εναλλακτικά, πολύ νεαρά μιλφ (κάτω των 25 ετών).

Άλλη μια ευφάνταστη ελληνική απόδοση του αγγλικάνικου MILF(mother I'd like to fuck). Βλ. επίσης: μιλφ, μιλφ σέηκ, μιλφάρα, μιλφέιγ, μιλφομάνα, μιλφού κ.ά.

Αγγλογαλλιστί: milfette.

1.
- η Χριστίνα Αλεξανιάν έχει εξελιχτεί σε απείρου κάλλους μιλφίδιο.

2.
- παντως στο στομα της τα χα δωσει καποτε....τα πηρε γελωντας κιολας....βασικα το μιλφιδιο ειναι για πολυ αγριο σεξ και ξυλο...... :2funny: :2funny:

3.
- Και εγώ θα ήθελα χωρίς ενδοιασμούς να κάνω τις βλακείες του.Να βγάζω γκόμενα μιλφίδιο και να βαράω τατού με το όνομά της.Μετά απο 1-2 μήνες που θα έβρισκα άλλη,ξανά τατου και πάει λέγοντας.Να εφτανα στα 50,γεμάτος τατού απο ονόματα γυναικών(ε) και να τα έπινα στο καφενείο διηγώντας ιστορίες μέχρι να πεθάνω απο αλκοολισμό

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι που συνεπεία επιμελούς πειράγματος κατέστη ούμπερ τυμπανιαίο, γαμάω μανούλες, κιέτσ'. Συνήθως τουμπανιζέ αποκαλούνται τα κωλοφτιαγμένα auto/moto και τα υπερτούμπανα γκομενικά.

Εκ του τούμπανο και του γαλατικοπρεπούς γαμοσλανγκοτέτοιου .

1.
- Είναι πραγματικά πανέμορφη!! Να το χαίρεσαι με υγεία!
Χρόνια σου πολλά και ότι επιθυμείς!!
- niiiiiiiiiice ... τελικά το λευκό είναι το πιό ΤΟΥΜΠΑΝΙΖΕ χρώμα ... P.s. H πινακίδα μπροστά που μπαίνει ;;;;;;;

2.
- Κινητηρας τουμπανιζε απο ΕR6, πλαισιο χωροδικτυωμα και διαφορα αλλα εχουν επιτρατευτει για το εγχειρημα.
- Kαλο...95 κιλα δλδ πιο ελαφρυ απο παπακι με 95 αλογα,μαλλον καλα θα παει :-)

3.
Κρανίδι είμαι! Έχουμε ωραία μέρη εδώ για εξορμήσεις 4Χ4. Κανονίστε και θα σας βγάλω διαδρομή τουμπανιζέ!! Θα πάρετε λάσπη και για το σπίτι.

4.
- Aγορά Laptop τουμπανιζέ version - Ωστόσο, επειδή αναφέρεις τη λέξη τουμπανιζέ, θα σου πρότεινα να προσανατολιστείς σε ένα alienware laptop.

  1. - Δες τουμπανιζέ η Λάουρα, φέτες οι κοιλιακοί!

Τουμπανοϊνσέψιο (από Khan, 05/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην ναυτιλία, το χοντρό σχοινί, παλαμάρι(του γνωστού λεμβούχου), με το οποίο δένονται τα πλοία στις μπίντες του ντόκου. Στην Καλαμάτα καλείται «σουλάτσο», από το γλίστρημα στα όκια.

Μεταφορικώς, είναι το κορδονάκι, το οποίον βυθίζεται γλυκά ανάμεσα εις τους γλουτούς από το στρινγκ, κωλοκόρδι, τάνγκα, thong, κουραδοκόφτης κλπ, που φορεί μια ευτραφής γκόμενα στην παραλία ή διαφαίνεται μέσα από τρανσπαράν φούστα (αίσχος !), δεδομένου ότι το κορδονάκι αυτό, είναι αναγκαστικώς χονδρό κατ' αναλογία...

- Άλα της στρινγκάκι η φακλάνα!

- Τι στρινγκάκι ρε μαλάκα! Αυτό είναι κάβος! Μου φαίνεται θα κόψω το κρέας και θα το ρίξω στα όσπρια ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητική σλανγκιά με δύο μεγάλες έννοιες:

1. δεν ειναι ανάγκη να πηγαίνει κανείς εξυπνάκιας στο «σπίτι» του άλλου κ να προσπαθεί με το στανιό να του δείξει πόσο λαθος ειναι,ποσο χαζός είναι,δεν εχει καλό γουστο,την εχει μικρή, ειναι μπαζοκράτωρ, κοπανος κλπ.

2. να ρωτησω κατι ασχετο;ποιες ηθοποιοι σας αρέσουν;η σαρλιζ θερον δεν ειναι μπαζοκρατορας και υπερεκτιμημενη;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασσικός ελληνικός γυναικότυπος που θυμίζει αχλάδι. Οι αχλαδομούνες διαθέτουν δυσανάλογα μεγάλη περιφέρεια, ενώ ο κώλος και τα μπούτια τους λειτουργούν ως αποθήκες λίπους και κυτταρίτιδας. Το πρόσωπο, ο κορμός και η κοιλιά τους παραδόξως διατηρούν λεπτά και ντελικάτα χαρακτηριστικά. Από βυζί: στη καλύτερη περίπτωση μπανανόβυζα και στην χειρότερη θηλές-ξεροσφύρι. H πιο διαδεδομένη εγχώρια ποικιλία αχλαδομούνας είναι η λεγόμενη κοντούλα.

Τα καλά νέα είναι ότι, σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, οι αχλαδομούνες αντιμετωπίζουν λιγότερους κίνδυνους καρδιοαγγειακών νόσων τόσο από τις μηλαρούδες όσο και από τις φραντζολίνες. Τα κακά νέα είναι ότι δεν υπάρχουν άλλα καλά νέα.

Ενώ η αρχέτυπη αχλαδομούνα είναι ξεπλένω, υπάρχουν πολλές με εκθαμβωτικά πρόσωπα. Όσες δεν το βάζουν κάτω βαλαντώνουν νυχθημερόν με σισύφειο ζήλο στα γυμναστήρια προσπαθώντας σκληρά αλλά επί ματαίω να υπερνικήσουν την γεννητική τους τροχοπέδη. Οι έξυπνες αχλαδομούνες, όπως μας πληροφορεί στα σχόλια το poniroskylo «δεν παιδεύονται να μειώσουν τις περιφέρειες - όπερ ανέφικτο - αλλά να ανοίξουν/φαρδύνουν τις πλάτες».

Οι χειρότεροι εχθροί της αχλαδομούνας είναι το ίδιο τους το DNA καθώς και η μάσα. Η δίαιτα απλώς αποτρέπει τον πλήρη εκφακλανισμό τους, χωρίς να τους χαρίζει την επιθυμητή σιλουέτα

Ο πιστότερος φίλος της είναι η κωλόκρυψη, που πείθει μόνο τους πλέον αγαθομούνηδες. Στην δε προσπάθειά τους να αποκαταστήσουν αναλογίες – Fibonacci, πολλές καταφεύγουν σε εμφυτεύσεις σιλικόνης και λιποαναρρόφηση.

Ινδάλματα κάθε αχλαδομούνας είναι φυσικά οι Jennifer Lopez, η Βeyoncé, η Shakira το ψωλαρμενάκιKim Kardashian και η Κατερίνα Γκαγκάκη.

- Λίλιαν: Θεόμουνό μου εσύ, if I told you had a beautiful body, would you hold it against me;

- Λαόυρα: 'φχαριστώ βρε φιλενάδα, αλλά δεν ήμουν πάντα έτσι. Γεννήθηκα – σνιφ-σνιφ- κλαψ-κλαψ! – αχλαδομούνα!

- Λίλιαν: Δεν το πιστεύω! Και πως έγινες τέτοια κλεψυδρομούνα;

- Λαόυρα: Το κερασάκι στη τούρτα ήταν όταν το slang.gr ανάρτησε μύδι μου με λεζάντα «εκτο-ενδομορφική αχλαδομουνοπατσαβούρα» στο λήμμα σαβουρογαμόσαυρος. Την έκανα αμέσως για San Diego όπου έβαλα ψεύτικες βυζούμπες, έκανα λιποαναρρόφηση, φόρεσα πεοχειλουδάκια και προσέλαβα τον ΡΤΠ για πέρσοναλ τρέηνερ!

- Λίλιαν: Tom Pοusti!!

Βλ. και αχλαδομουνοπατσαβούρα, αχλάδω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified