Τριπολιτσιώτικη λέξη: κυριολεκτική σημασία: είδος πτηνού
Μεταφορικά: άσχημη γυναίκα ή κάποιος που δεν κάνει σωστά τίποτα.
- Κοίτα πως στρινιάζει την μούρη της.
- Καλα, η γκόμενα είναι πολύ γκιώνης!
Τριπολιτσιώτικη λέξη: κυριολεκτική σημασία: είδος πτηνού
Μεταφορικά: άσχημη γυναίκα ή κάποιος που δεν κάνει σωστά τίποτα.
- Κοίτα πως στρινιάζει την μούρη της.
- Καλα, η γκόμενα είναι πολύ γκιώνης!
Got a better definition? Add it!
Μελανιά. Έκφραση Καλαματιανών.
Χτύπησα στο ποδόσφαιρο κι έκανα μια τεράστια μπλαβινιά!
Got a better definition? Add it!
Τα γυναικεία στήθη στα ποντιακά.
Να λελέβω τα τσιτσία σ' γαβρί μου!
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Η κακοντυμένη και κακόγουστη γκόμενα, που παρά ταύτα νομίζει ότι τη γουστάρουν όλοι. Η λέξη προέρχεται από τις παραστάσεις του Καραγκιόζη και συναντάται και στην Ποντιακή διάλεκτο των Ελλήνων της Αζοφικής.
- Τι λέτε παιδιά, πάμε για καφεδάκι στην πλατεία Μπουρναζίου;
- Τι λες ρε απάλευτε, έχεις όρεξη να χάσκεις τα κάρτσικλα;
Σύγκρινε με παρτσακλό.
Got a better definition? Add it!
Έκφραση την οποία άκουσα στην Πελοπόννησο. Αναφέρεται σε γυναίκες κοντές, σε βαθμό τέτοιο που, μεταφορικά, όταν κλάνουν σηκώνουν σκόνη, σύμφωνα με την κλασσική και γνωστή έκφραση. Το κοντοκλάνι συνήθως το παίζει μαγκιώρα και σκληρή, προληπτική πολιτική προκειμένου να αντιμετωπίσει τις επιθέσεις που δέχεται πανταχόθεν, λόγω του μικρού μεγέθους του.
- Ρε τι κοντοπούτανο είναι αυτό εκεί;
- Μη μου πεις ότι σ' αρέσει αυτή;
- Την ξέρεις;
- Όχι μωρέ, πήγα να της μιλήσω τις προάλλες και μου το έπαιζε δύσκολη. Μου έγινε και γκόμενα, το κοντοκλάνι...
Got a better definition? Add it!
Ο γομαράς, το ντερέκι, ο γεροδεμένος από φυσικού του ή από τη δουλειά. Όχι δηλαδή ο σφίχτερμαν και σίγουρα όχι ο μπρατσορακέτας, αλλά ο παιδαράς. Λέγεται στη Δ. Κρήτη και κυριολεκτικά είναι το πέτρινο πεζούλι (η λέξη έχει τούρκικη προέλευση - beden = έπαλξη, πολεμίστρα). Λέγεται και ειρωνικά για τύπους που τους κάνεις φου και πάνε 4 μέτρα πιο κάτω.
- Έλα ρε Γιώργη κάτσε ε να πιεις έναν καφέ....
- Κοπέλια άλλη φορά, πρέπει να πάω με τον φαταούλα ν' αδειάσω έναν βόθρο, και μετά έχω να φορτώσω ελιές...
- Α ρε Γιώργη, μπεντένι (ακολουθεί φιλική καρατιά στην πλάτη, ο Γιώργης δεν παίρνει χαμπάρι).
- Γεια σου ρε Στελάκη μπεντένι (χτύπημα στην πλάτη)... εε πού πας κάτσε να τα πούμε... είσαι όμως πολύ μπεντένι ρε Στελάκη, κρέας δεν έχεις απάνω σου.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Υπάρχουν δύο μεγάλες συνομοταξίες γουρνάρηδων, με διαφορετική ετυμολογική προέλευση:
1. Ο χοιροβοσκός. Η ορθή προφορά είναι γουρνάρς.
Εκ του γουρουνιού (< αρχ. γρώνα, η γουρούνα).
Στο σημείο αυτό αξίζει να αναρωτηθούμε που πήγε η δεύτερη συλλαβή ου, οέο. Εξερευνώντας την επαρχία μας θα διαπιστώσετε ότι πάμπολλες ταβέρνες δελεάζουν τους περιηγητές με μια μαγική επιγραφή: γουρουνόπουλο σούβλας. Φτάνοντας όμως στην Πελοπόννησο, και προχωρώντας νότια προς Αρκαδία και Μεσσηνία, οι πιο οξυδερκείς καλοφαγάδες θα παρατηρήσουν μια ειδοποιό διαφορά που θα διεγείρει τους σιελογόνους αδένες τους: στις πινακίδες των ταβερνείων το γουρουνόπουλο μεταλλάσσεται σε γουρνοπούλα.
Εγκαταλείπεται δηλαδή η πλεονάζουσα συλλαβή ου και πέφτουμε πάραυτα στο ψητό.
Με την ίδια λοιπόν αφαιρετική λογική ο γουρουνιάρης χοιροβοσκός γίνεται γουρνάρης. Ο έχων την ετυμολογία του χοίρου γουρνάρης έχει, εκ του προχείρου, δύο σλανγκικές εφαρμογές:
α) Ο μηχανόβιος aficionado της γνωστής γουρούνας.
β) Έτσι ακοκαλείται, με βουκολική διάθεση, οποιαδήποτε μορφής ανθρώπινο γουρούνι: - Όργανα της τάξης - Σοβινιστής φαλλοκράτης (ήτοι οιοσδήποτε άνδρας δεν το σφίγγει το μπουλόνι) - Ακατάστατος και εν γένει λιγδιάρης (γράφε, μη μητροφυλόφιλος).
2. Παραδοσιακό παιχνίδι του παρελθόντος
Εκ της γούρνας (< αρχ. γρώνη, η κοιλότητα) του οποίου οι κανόνες μπορείτε να διαβάσετε εδώ, αρκεί να σντικαταστήσετε ως συνήθως το ερωτηματικό.
Γουρνάρης, the pig farmer:
Ο μόνος που δεν ψήφισε ακόμη είναι ο Τζίμος ο γουρνάρης. Βλέποντας ότι η ψήφος του είναι καθοριστική τρέχουν να τον παρακαλέσουν να διαλέξει την μία ή την άλλη παράταξη. Ο Τζίμος ανένδοτος δεν αποδέχεται τις προτάσεις αλλά τους εκβιάζει λέγοντας να ψηφίσουν αυτόν για πρόεδρο. (Από τοπική εφημερίδα της Ημαθίας)
Γουρνάρης, the male chauvinist pig
Λίλιαν: Είσαι ένας αισχρός άθλιος γουρνάρης!
Πέρι: Γουρνάρης, χρου;;;
Γουρνάρης, the game:
Για μπάλα είχαν το σκλεπατάρι,
πηδούσαν σαν καλλικατζάροι,
στη γούρνα έπρεπε ν’ αράξει
ο γουρνάρης για ν’ αλλάξει.
(Από λαογραφική ιστιοσελίδα)
Got a better definition? Add it!
Από το γνωστό σεισμό που έγινε το '86 στην Καλαμάτα. Το λέμε και καλά σε αυτές που πάνε σα βάρκες, που ψάχνουν απεγνωσμένα κάποιον να τις πηδήξει ή ακόμα και σε κάποιες λιλιάνες που τις ζηλεύουμε [το συγκεκριμένο εκφέρεται κυρίως από γυναίκες] και το λέμε κάπως σα να θέλουμε να γίνουμε χαλίφηδες στη θέση του χαλίφη [της Λίλιαν] [δουλουδού σα να λέμε μωρή μην κουνιέσαι έτσι, εγώ το κάνω καλύτερα].
Μια ωραία απάντηση από την κουνίστρα είναι «αλλά μετά ξαναχτίστηκε» για να τους πει και και καλά στα @@μου και μένα, Μαρία Μανταλένα, δεν τρέχει κάστανο, άμα δε γουστάρεις να μην κοιτάς.
- Αλεξάαανδρα πρόσεχε πουλάκι μου γιατί έτσι κουνιόταν και η Καλαμάτα κι έπεσε.
- Ναι αλλά μετά ξαναχτίστηκε χρυσό μου. Κοίτα πώς ρίχνουν τους γκόμενους και βούλω.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Οι μικρές εκκολαπτόμενες Σερραίες που σε προκαλούν να τις δαγκώσεις όπως τα κομματάκια της περίφημης Σερραϊκής μπουγάτσας.
Κουβέντα σε καφενείο του πεζοδρόμου των Σερρών:
- Τσέκαρε ένα μικρό που περνάει ρε φίλε! Πωπωπω φωτιά και λαύρα!
- Καλά, αυτά τα μπουγατσάκια είναι σκέτος πειρασμός πασά μ'!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified