Ο έχων έναν τον όρχι.
- Κι εκεί που έπαιζε μπάσκετ, του στρίβει το ένα αρχίδι, και τελικά του το κόψανε με εγχείρηση...
- Τι λε ρε παιδί μου... μονάρχης δηλαδή ε...
Ο έχων έναν τον όρχι.
- Κι εκεί που έπαιζε μπάσκετ, του στρίβει το ένα αρχίδι, και τελικά του το κόψανε με εγχείρηση...
- Τι λε ρε παιδί μου... μονάρχης δηλαδή ε...
Got a better definition? Add it!
Η άσχημη γκόμενα, η πατσαβούρα. Λέμε και υπερμπάζο αλλά και τρίμπαζο.
- Καλά είναι σοβαρός ο Μιχάλης; Τα έφτιαξε με την Σούλα, το υπερμπάζο;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η χειρότερη. Απο το «χάλι» και «καλλίτερη».
Πολύ χάλι η γκόμενα -- η χαλίτερη του μαγαζιού.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που ακούει punk μουσική και πρέπει να το αποδεικνύει συνεχώς με την εμφάνιση αλλά και την συμπεριφορά του. Συνήθως συναντάται στα Εξάρχεια (στην Αθήνα) και στην Ναυαρίνου (στην Θεσσαλονίκη). Υιοθετεί την στερεότυπη εικόνα του punk, επιβιώνει μόνο με μπύρα και ρετσίνα και οι κοινωνικές του ανησυχίες περιορίζονται στο «μπάτσοι γουρούνια δολοφόνοι».
Πήγα να δω συναυλία των Exploited που τους άκουγα μικρός αλλά ξενέρωσα. Γεμάτο μεθυσμένους κατσαπάνκηδες ήταν το μέρος. Μοϊκάνες, δερμάτινα μπουφάν και ύφος «σας γαμάω όλους».
Βλ. και πανκιό, χαοτικός πάνκης
Got a better definition? Add it!
Η άσχημη γυναίκα.
α. (www.petrakas.gr) -...Φωνάρα, αλλά η μούρη της έχει μία αρρενωπότητα, σαν τραβέλι ένα πράγμα...
β. (www.infobeto.com) -M'αυτήν είναι παντρεμένος ; Ρε εσύ, αυτή είναι σα τραβέλι...
%
Got a better definition? Add it!
Ο χάλιας, τόσο από εξωτερική εμφάνιση, όσο και ψυχολογικά.
- Έτσι θα πας στη συνέντευξη ρε; Χαλιαμπάλιας;
Got a better definition? Add it!
Ο κοντός, μικροκαμωμενος άνθρωπος.
Κοίτα ρε τον κομίνη, μωρό που κυκλοφορεί...
Got a better definition? Add it!
Αυτός που περπατάει λες και έχει καταπιεί κρεμάστρα.
Ο πολύ γυμνασμένος (ή φουσκωμένος - γνωστός και ως τρόμπας ή πρησμένος), ο οποίος δεν παραλείπει σε κάθε ευκαιρία να επιδεικνύει τους μυς του (κυρίως σε γυναίκες).
Σχετικά: Κ.Δ.Ο.Α., κορμαρίων, μποντέος / μπονταίος, μποντιμπιλντεράς, ντούκι, σβάρτσος, σφίχτης, τίγκας, τίγκατρον, τρίπατος, φουσκωτός, χτιστός.
Got a better definition? Add it!
Το γυναικείο σώβρακο τύπου string που φαίνεται περισσότερο απ' όσο πρακτικά χρειάζεται.
- Κοίτα κοίτα τη σερβιτόρα! Τι στρινγκαδούρα είναι αυτή ρε...
Got a better definition? Add it!