Selected tags

Further tags

Χρησιμοποιείται πολύ ευρύτερα από το αν κάτι συγκεκριμένο διώχνει τους τουρίστες. Σημαίνει ότι κάποιος έχει ένα ειδικό χαρακτηριστικό που αμέσως τον καθιστά πολύ άχαρο, άτσαλο, ατσούμπαλο, μουνοδιώχτη ή πουτσοδιώχτρα, ήτοι εν γένει ανθρωποδιώκτη. Επίσης μπορεί ο εν λόγω άνθρωπος ή κατάσταση να είναι μια χαρά, αλλά κάτι συγκεκριμένα που κάνει να είναι εντόνως απωθητικό, αποκρουστικό. Επίσης, το λέμε για ανθρώπους που είναι καλοί, αλλά τους λείπει τραγικά η γοητεία. Αλλά το λέμε και για ανθρώπους-καταστάσεις που είναι από κάθε άποψη σκατά κι απόσκατα.

  1. Vrastaman, σχόλιο εδώ:

Τρανό παράδειγμα τα μόνο 4 μέλη που έχουν απομείνει στην άλλοτε ακμάζουσα θρησκευτική σέκτα των Shakers στις ΗΠΑ. Η θρησκεία αυτή στα ψιλά γράμματα απαγορεύει δια ροπάλου κάθε μορφή sex – ακόμα και για παντρεμένους. Ο αντιτουριστικός αυτός όρος οδήγησε στην απώλεια πολλών μελών, και το ποίμνιο της εκκλησίας περιορίστηκε σε 4 μέλη το 2006. Όσοι πιστοί, προσέλθετε!

  1. - Ρε συ ο Ντέτλεφ Σρεμπφ ψηφίστηκε τρίτος καλύτερος φόργουωρντ του ΝΒΑ!
    - Τι να το κάνεις; Το στυλ παιχνιδιού του είναι τελείως αντιτουριστικό!

Αντιτουριστικό σποτ του ΚΚΕ για τις Ευρωεκλογές (από Vrastaman, 27/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η περιοχή περί το πρωκτικό ακροφύσιο, η οποία προσιδιάζει έντονα σε πορτοκάλι, λόγω της αυξημένης κυτταρίτιδας. Διόλου απαραίτητο να είναι χρώματος και γεύσεως πορτοκαλί.

Παραλλαγή αποτελεί το πρωκτοκαύλι, όπου στο πρωκτικό ακροφύσιο είναι σφηνωμένο ένα ορθωμένο καυλί. Με λίγα λόγια, κώλος με περιεχόμενο.

Και αυτό το καλοκαίρι, εξαφανίστε τα ενοχλητικά πρωκτοκάλια σας με τους νέους αποφλοιωτές της Mounilex. Ανακτήστε τη χαμένη σας θηλυκότητα και μεταμορφωθείτε στο ξέκωλο που πάντα ονειρευόσαστε!

Ακροφύσια που ψεκάζουν βενζίνη (από poniroskylo, 29/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τάπας, ο κοντός. Ειδικά ο κοντός ποδοσφαιριστής, γιατί όταν τρέχει μοιάζει με κουβαρίστρα που κυλάει.

- Καλός ο Σάλπι. - Άντε ρε με την κουβαρίστρα.

Μπαμπαγκίντα (από Marco De Sade, 29/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η ωραία, αλλά ηλίθια ξανθιά. Το επιτηδευμένο βούρλο. Από την πασίγνωστη κουκλίτσα-φετίχ Barbie.

  2. Η γκόμενα -άσχετα με το χρώμα μαλλιού- η οποία συχνάζει σε μπάρ. Ή ακόμα καλύτερα, αυτή που πάει από μπάρ σε μπάρ, όπως οι μέλισσες από λουλούδι σε λουλούδι. (Μάλλον από το bar + bee).

Μπάρμπι η δικιά σου. Ή θα της το κόψεις το χούι, ή θα γίνεις κι εσύ αλκοολικός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χαρακτηριστική ανεκδιήγητη ξανθιά απόχρωση της κόμης των –συμπαθέστατων κατά τα άλλα– θηλυκών κατοίκων της Νύμφης του Θερμαϊκού. Απαντάται σε μακρύ μαλλί, κατά προτίμηση με μπούκλες κομμωτηρίου, και παραπέμπει σε τραγουδιάρα, τηλεπαρουσιάστρια, playmate κτλ. Αρχίζει και παρατηρείται στην τρυφερή ηλικία των 17 ετών. Προϋποθέτει ντεκαπάζ γιατί συνήθως επιλέγεται από καραμελάχρινες (εκεί εικάζεται ότι οφείλονται μεταγενέστερες εγκεφαλικές βλάβες, βλ. καμμένα εγκεφαλικά κύτταρα) και δεν έχει καμία σχέση με το χρώμα του δέρματος, το οποίο μπορεί να είναι από πολύ ανοιχτόχρωμο μέχρι εντελώς γυφτέ (συνηθέστερη η δεύτερη περίπτωση). Η πλειοψηφία των γυναικών που το επιλέγουν ανήκουν στην κατηγορία της λάικας.

Τελευταίως έχει αρχίσει να υιοθετείται και από θήλεα της πρωτευούσης, είναι όμως ιμιτασιόν και δεν πρέπει να συγχέεται με το ορίτζιναλ, εκθαμβωτικό θεσσαλονικί χρώμα.

Και μας σκάει το Σεπτέμβρη το μελανούρι η Βασούλα στην τάξη μ' ένα μαλλί θεσσαλονικί, μας στράβωσε μιλάμε! Και να 'ταν μόνο το μαλλί! Δως του και τα μινάκια, να και το βυζάκι έξω, κι όλο και να φαίνεται το στριγκάκι μέσα απ' το παντελόνι... Αχ Βασούλα, μας πέθανες στο χερογλύκανο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι ακατέργαστου σχήματος, συνήθως μέλος σώματος κάποιου.

Ρε μαλάκα πώς είναι έτσι η γάμπα σου; Σα τσούμπα είναι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το επίθετο χρησιμοποιούντανε αρχικά από καραβανάδες για να στηλιτεύσει τα στραβευμένα εκείνα νιάτα που είναι ανίκανα να παρελαύσουν με κάποιον υποτυπώδη έστω συγχρονισμό.

Η έκφραση παρεισέφρησε και εκτός στρατού για να περιγράψει άτομα αμφοτέρων και των δύο φύλων με απαράδεκτο ντύσιμο, συμπεριφορά, ή με εμφάνιση να μασάς σκατά και να φτύνεις.

Εκ του απαράδεκτος.

  1. - Ααααάνδρες! Προοοοοσχή! Cunning, κακομαθημένε, πως στέκεσαι έτσι; Είσαι άπαρ, πέσε και παίρνε!!
    (και για όσους δεν το γνωρίζουν, το μουνί του νέοπα Cunning αυτές τις μέρες πιξελιάζει!)

  2. - Ρε μαλάκα τι άπαρ ντύσιμο είναι αυτό με βερμούδα και άσπρη κάλτσα;. Είσαι μουνομαγνήτης αλλά με αντεστραμμένους πόλους!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αγελαδομούρα. Που θυμίζει την Κλαραμπέλ του Ντίσνεϋ. Γυναίκα με παχουλά μάγουλα (κι ας είναι αδύνατη), ανοιχτά ρουθούνια, στρογγυλά μάτια, φαρδύ κούτελο, μεγάλο στόμα.

- Ρε κόλλημα ο Γιώργος με τις αγελαδομούρες ρε πστ! - Επίτηδες το κάνει για να μην του τις πηδάνε, ποιος θα γαμήσει κλαραμπέλ...

(από Hank, 30/05/09)(από Hank, 30/05/09)(από soulto, 19/03/15)(από soulto, 19/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται μεταφορικά. Έτσι αποκαλούνται οι γυναίκες που έχουν τρομερή αυτοπεποίθηση και σιγουριά για την ομορφιά τους, χωρίς όμως αυτή να γίνεται αντιληπτή από το 90% του πληθυσμού!!!

- Σήμερα είδα και τη Ρούλα...
- Άσε μας μωρέ με τη σαύρα της Κωπαΐδας που νομίζει ότι είναι η θεά!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το γαλλικό basse classe, που σημαίνει κατώτερη κοινωνική τάξη, το μπας κλας παίρνει την κατάληξη -αρία και γίνεται «μπασκλασαρία».

Η κατάληξη «-αρία» είναι πολύ συνηθισμένη στην μεταφορά ξενικών στην ελληνική καθομιλουμένη, λ.χ. kitsch- κιτσαρία, snob- σνομπαρία, αλλά και ελληνικών, όπως πουτσαρία, ψωλαρία.

Μπασκλασαρία είναι κάτι πολύ φτηνής, τραγικής ποιότητας, που θεωρούμε καλό να το σνομπάρουμε.

- Πάλι μ' αυτούς τους λαϊκούς κάνεις παρέα, τις μπασκλασαρίες; Θα σε φάει η λαϊκουριά! Κι εγώ που νόμιζα ότι είχες ένα άλφα επίπεδο...

Τhe Who - Magic Bus (από allivegp, 22/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified