Selected tags

Further tags

Λίαν εντυπωσιακός και extreme τύπος κόμμωσης, σύμβολο μιας ολόκληρης γενιάς.

Αμερικανιστί είναι γνωστό ως Mohawk, βρεττανιστί ως Μοhican, αλλά και (σπανιότερα) ως Mowie. To styling απλό: ξυρίζεις τελείως τις δύο πλάγιες όψεις του τριχωτού της κεφαλής, αφήνοντας στην κορυφή, στο μέσον ακριβώς, μια άθικτη λωρίδα μαλλιού να κυματίζει ανέμελη. Το αποτέλεσμα απλά βγάζει μάτια.

Ονομάστηκε έτσι από την ιθαγενή αμερικανική φυλή των Mohawk, για τους οποίους σώζονται μαρτυρίες πως όταν πήγαιναν στον πόλεμο, ξύριζαν το κεφάλι τους κατ’ αυτό τον τρόπο.

Η μοϊκάνα έγινε το απόλυτο σύμβολο της υποκουλτούρας των Punks, στις αρχές της δεκαετίας του '80. Αργότερα υιοθετήθηκε και από άλλα groups και άλλες υποκουλτούρες, όπως π.χ. αυτή του Goth (γκοθάδες), υφιστάμενη κάθε φορά ποικίλες μετατροπές και διαφοροποιήσεις. Η μοϊκάνα δεν θα αργήσει να χρωματιστεί και πολιτικά, με την θερμή υποδοχή που της επιφύλαξαν οι νέας κοπής αναρχικοί/αντιεξουσιαστές (που ασφαλώς ανήκαν στο πολύ ευρύτερο ρεύμα των punk rockers). H σημειολογία της είναι άκρως ενδιαφέρουσα. Διαθέτοντας αρχαίες πολεμικές περγαμηνές, συμβολίζει την προσχώρηση / εμπλοκή του φέροντος αυτήν, στον ακήρυχτο κοινωνικό πόλεμο εναντίον κάθε είδους Αρχής, που συνήθως συγκεκριμενοποιείται (ή μήπως συμβαίνει το αντίθετο;) στο Κράτος, την Κυβέρνηση, το Σύστημα Εξουσίας, τον Καπιταλισμό, τον Ιμπεριαλισμό και (πιο πρόσφατα) την Παγκοσμιοποίηση.

Αυτός ο συσχετισμός με τους Ινδιάνους και την όλη ερυθρόδερμη μυθολογία (αντίσταση κατά του Λευκού, αδούλωτο πνεύμα, νομαδικός τρόπος ζωής, μυστικιστικές συνάφειες με τη Μητέρα Φύση) εξηγεί κατά το μεγαλύτερο μέρος την απίστευτη δημοφιλία της. Όμως κάτι υπολείπεται από την εικόνα για να είναι πλήρης, κι αυτό είναι η Ψυχολογία. Το απομονωμένο περήφανο τσουλούφι στην κορυφή της κεφαλής, δημιουργεί ευθέως φαλλικούς συνειρμούς, είναι φαλλικό σύμβολο. Όπως οι οβελίσκοι, τα μενίρ, τα αγάλματα των νησιών του Πάσχα και τόσα άλλα μνημεία, η αρρενωπή μοϊκάνα διατρανώνει την αδάμαστη ενεργητικότητα του κατόχου της, την ατσάλινη θέλησή του για επικυριαρχία, επιβολή, επικράτηση. Ο φαλλικός συνειρμός καθίσταται ακόμη περισσότερο άμεσος στην περίπτωση που η μοϊκάνα συνδυαστεί με τα καρφιά (spikes), τα οποία μορφοποιούνται με τη βοήθεια ποικίλων κολλωδών ουσιών. Η μοϊκάνα είναι απλά μνημειώδης, τελεία και καύλα.

Διατήρηση. Στην περίπτωση της απλής μοϊκάνας (μακρύ τσουλούφι που πέφτει προς τα πίσω), το μόνο που έχεις για να νοιαστείς είναι το τακτικό ξύρισμα των πλαγίων όψεων, ώστε να οριοθετείται με σαφήνεια το τσουλούφι. Θέλει βέβαια λίγη εξάσκηση για να πετυχαίνεις την τέλεια διαγράμμιση, αλλά σε γενικές γραμμές τα πράματα είναι εύκολα. Σε άλλες παραλλαγές, όπως αυτήν όπου το τσουλούφι διαμορφώνεται σε τεράστια καρφιά, κατακόρυφα διατεταγμένα, ίσως υπάρξουν (στην αρχή τουλάχιστον) κάποια ζόρια, αναλόγως και την επιδιωκόμενη πολυπλοκότητα. Για τη συγκράτηση των καρφιών (που ενίοτε αναφέρονται ως Liberty spikes, εκ της ομοιότητάς τους με τα καρφιά της κόμης του αγάλματος της Ελευθερίας στη Ν.Υ.) επιστρατεύονται κάθε είδους κόλλες, ασπράδια αυγού, ζελατίνη, άμυλο καλαμποκιού, καθώς και ειδικά προϊόντα styling (σπρέι, τζελ, αφρός, κερί κλπ). Περιττό να αναφέρουμε ότι τα τελευταία θεωρούνται φλώρικα και απορρίπτονται μετά βδελυγμίας από τους ορίτζιναλ μοϊκανούς, που προτιμούν να ζέχνουν αυγουλίλα παρά να υποκύψουν στα θέλγητρα του καταναλωτισμού και να θεωρηθούν επαναστάτες γιαλαντζί και υποφρικιά. Αν πάλι γουστάρεις το λουκ περικεφαλαία, με έναν ορθωμένο συνεχή τοίχο μαλλιού να τέμνει δεσποτικά απ' άκρου εις άκρον το κεφάλι σε δύο ημισφαίρια, τότε θα πρέπει μάλλον να γίνεις μάστορας και στο πιστολάκι, προκειμένου η φούντα σου να αποκτήσει την πολυπόθητη ξηρή εμφάνιση.

Πολλές μοϊκάνες βασίζονται και στη χρήση έντονων χρωμάτων (ροζ, κίτρινα, κόκκινα, πορτοκαλιά, μοβ), τα οποία μπορεί και να τίθενται εναλλάξ, σχηματίζοντας ψυχεδελικά ουράνια τόξα. Τα εγχώρια φρικιά ποτέ δεν πολυσυνήθιζαν την εμπριμέ μοϊκάνα. Όντας πολύ πιο μπρουτάλ και θιασώτες της sancta simplicitas (άγια απλότης), δεν ένιωθαν άνετα με τέτοιου είδους βρετανικίλες, που πάντοτε ήταν πιο πολύ μόδα και λιγότερο εξεγερσιακή στράτευση. Τα ίδια πάνω κάτω ισχύουν και για δεκάδες άλλες παραλλαγές του βασικού Mohawk, όπως το bi-hawk (δύο λωρίδες), το tri-hawk (τρεις λωρίδες, αναγκαστικά μικρότερες, όσο αυξάνεται ο αριθμός τους τόσο μειώνεται το πλάτος τους), το duo-hawk (όταν η λωρίδα ξεκινά ενιαία για να χωριστεί κατόπιν σε δύο τμήματα), το dreadhawk (όταν η τούφα πλάθεται σε τζίβα), το Inverted Mohawk ή Reverse Mohawk ή No-hawk ή Anti-hawk (όταν ξυρίζεις μόνο μια λωρίδα στην κορφή, εκεί που θα ήταν κανονικά το Mohawk), το Roman Mohawk ή Sunhawk (όταν η λωρίδα διασχίζει το κεφάλι εγκαρσίως, από το ένα αυτί στο άλλο, και όχι κατά μήκος, από το κούτελο ως το σβέρκο).

Το Halfhawk ή Tophawk συνιστά μια μεσοβέζικη κατάσταση, όπου το τσουλούφι καλύπτει μόνο το επάνω τμήμα του κεφαλιού, και δεν κατεβαίνει προς τα πίσω, στο σβέρκο. Είναι οπωσδήποτε πιο φλώρικο από την αυθεντική μοϊκάνα, πλην όμως έπαιξε αρκετά εδώ στην Ελλάδα, από όσους ήθελαν να είναι μέσα στο πνεύμα της εποχής, απέφευγαν ωστόσο να ταυτιστούν με τα άκρα.

Σε γυναίκες κυρίως απευθυνόταν το λεγόμενο Garbo-hawk: στις πλάγιες πλευρές αντί για ξύρισμα πέφτει απλά ένα πολύ κοντό κούρεμα, ενώ μια μεγάλη φράντζα (το ίδιο το hawk) πέφτει μπροστά και καλύπτει το ήμισυ του προσώπου, όπως περίπου στα γιαπωνέζικα καρτούνια. Κάτι παρόμοιο, σε εντελώς fashion victim πνεύμα, είχε κάνει πριν κάτι χρόνια η Βίσση.

Υπάρχει τέλος και το ντιπ για ντιπ φλώρικο Fauxhawk, όπου απλά έχεις αφήσει ελάχιστα πιο μακριά τα μαλλιά στο κέντρο και τα σηκώνεις με τζελ, χωρίς βέβαια να έχεις ξυρίσει καθόλου τα πλάγια. Είναι ένα από τα πολλά hairstyles των σημερινών ερμαφρόδιτων πιτσιρικάδων, εκφυλισμένη μορφή και μακρινή ανάμνηση της ένδοξης μοϊκάνας των 80's (άντε και λίγο των 90's).

Και αφορμής δοθείσης εκ του Faux, λίγη κοινωνιολογία για το τέλος. Πριν καμιά δεκαπενταριά χρόνια ακόμη, τα μοϊκάνια, τα πανκιά, τα φρικιά, οι ανάρχες, ενέπνεαν το δέος και το σεβασμό. Οι άνθρωποι αυτοί είχαν θέσει ενσυνείδητα εαυτόν παρά την κοινωνία την οποία μάχονταν. Δεν κρύβονταν πίσω από κουκούλες διότι δεν είχαν τίποτα να κρύψουν. Ήταν αυτό που ήταν. Δεν το 'χαν δίπορτο. Δεν είχαν διπλή ζωή, του στιλ σήμερα τα σπάω στην πορεία με τους μπάχαλους και αύριο πάω με το γκομενάκι μου σε χλιδάτη καφετέρια και πληρώνω 4 ευρώ το νεροζούμι. Ο χώρος του «περιθωρίου» ήταν πολύ περισσότερο περιχαρακωμένος, ήθελε αρχίδια για να περάσεις στην αντίπερα όχθη. Το περιθώριο θέλει ζόρι και κουπί και δεν μπορείς πάντα να κάνεις το παπί, τραγούδαγε ο Μπουλάς στο Ελλάς.

Σήμερα όλα παίζουν, οι κίνδυνοι είναι πολύ περισσότεροι, δεν ξέρεις από πού να φυλάγεσαι. Στη σαλαμοποίηση αυτή κυρίαρχο ρόλο έχουν παίξει τα νέα μέσα επικοινωνίας με την τερατώδη ανάπτυξή τους. Σήμερα όσο εξτρίμ κι αν είσαι, όσο σουρωτήρι κι αν έχεις γίνει απ' το piercing, όσο εφημερίδα κι αν είσαι απ' τα τατού, δύσκολα θα πάρεις μια δεύτερη ματιά στο δρόμο. Όλα πλέον είναι μόνο μόδα, καμιά ουσία δεν υπάρχει (αν ποτέ υπήρξε). Όλα είναι απλά σημεία, όπως έλεγε ο λατρεμένος Jean Baudrillard. Kι αν ακούγομαι κάπως νοσταλγικός, ανασυστήνοντας ένα εξιδανικευμένο πλασματικό παρελθόν, να με συγχωρείτε, διότι το παρόν έχει το χαρακτήρα ενός tribute, ενός φόρου τιμής, μιας εκδήλωσης μνήμης.

Νομίζω πως περιττεύει.

(από BuBis, 21/08/09)

Σύγκρινε με μουλέτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνδρας ο οποίος κάνει κατάχρηση αρωμάτων και γενικά καλλυντικών.

Εγχώριος πρόδρομος του metrosexual, ο David Beckham σε ελαφρολαϊκή έκδοση.

-Τί γιασεμής είναι κι αυτός μωρέ. Κάθισα δίπλα του και με ζάλισε αρωματισμένος στο φούλ σου λέω.

Γιώργος Γιασεμής: "Μα έλα που έχω μια καρδιά που σ\' αγαπάει και στο κορίτσι της χατίρι δεν χαλάειιιι" - αυτά είναι, εμ. (από Galadriel, 20/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να αμφισβητήσουμε την ηλικία που κάποιος ή κάποια δηλώνει ότι έχει, και που προφανώς είναι πολύ μικρότερη από την πραγματική. Δεδομένου ότι το θέρος στη χώρα μας έχει μεγάλη διάρκεια, όταν στη δηλωθείσα ηλικία επιπροσθέσουμε και το άθροισμα της διάρκειας όλων των καλοκαιριών που έχει ζήσει το άτομο, και που εσκεμμένα –κατά την κρίση μας– παρέλειψε το ίδιο να συνυπολογίσει, προσαυξάνουμε την ηλικία κατά 1/4 τουλάχιστον. Η φράση μπορεί να προφέρεται και ενώπιον του ίδιου του ατόμου που αποκρύπτει την πραγματική ηλικία του, αλλά με χαμηλή τότε φωνή ή ενίοτε και από μέσα μας.

  1. – Η παρουσιάστρια Λίλιαν Χατζηκαυλούδη δήλωσε σε μεσημεριανάδικο ότι είναι 45 ετών.
    – Χωρίς τα καλοκαίρια!

  2. – Γιατί να μη φορέσω κι εγώ ένα αβυζαλέο ντεκολτέ; Άλλωστε, μόνο 36 είμαι.
    – (Χωρίς τα καλοκαίρια.)

Δες και υπό σκιάν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Πολύ γλαφυρός τρόπος να δηλώσει άρρεν άτομο ότι έχει πολύ μακρύ μαλλί, μαλλί σε πλήρη ανάπτυξη «μέχρι τον κώλο». Η φράση γεννά τη νοητική εικόνα τριχών στην άκρη μιας μεγαλοπρεπούς κόμης να χορεύουν ανεπαισθήτως στο φύσημα του πορδικού ανέμου.

Αντλεί τη δύναμη και γοητεία της από την κοινή στα πολιτισμένα (zivilisierte) υποκείμενα αίσθηση ότι δεν πρέπει να υπάρχει κάτι πιο δύσοσμο από τρίχες επί μακρόν εκτεθειμένες σε κλανιές. Σε ένα πιο βαθύ επίπεδο, λοιπόν, ο κλάνων μαλλί συγκεντρώνει πολλαπλασιαστικά αρρενωπότητα και ρώμη από τη συνέργεια της πλούσιας κόμης και της μπρουταλίνης που εκπέμπει η χυδαιότητα/ημιαγριότητα του ασύδοτου πέρδεσθαι και δη της παραδοχής του που γίνεται με τη φράση.

Να σημειωθεί ότι, ως προς τους ρηματικούς χρόνους, απαντά συχνότερα στον παρατατικό («έκλανα μαλλί»), αναφερόμενη στο ένδοξο μεταλλάδικο συνήθως, αριστεροφρικουλιάρικο ενδεχομένως παρελθόν του χρήστη τής φράσης (με αυτήν την έννοια η φράση πέρα από ρώμη φανερώνει πιο ειδικά νεανικό σφρίγος).

  1. Πιθανόν εσφαλμένα στην αρχή, αλλά πλέον απλά προχώ- σουρεαλιστικά και αλανιάρικα, η φράση χρησιμοποιείται με την έννοια του «φοβάμαι», αντί των κλάνω μέντες, μπιφτέκια, πατάτες κλπ. (βλ. παράδειγμα 2). Θα έλεγα μάλλον ότι στον γενικά εφηβογενή αδόκιμο διαδικτυακό λόγο με την έννοια του μακριού μαλλιού η φράση δεν πολυχρησιμοποιείται, ενδεχομένως γιατί αποπνέει γραφικότητα (βλ. παράδειγμα 1).

Προσοχή: το νόημα της φράσης είναι ουσιαστικά αντίστροφο του βρωμάνε τα μαλλιά του ποδαρίλα, που έχει να κάνει με μικρό σωματικό ύψος ανεξαρτήτως κόμης, ενώ το «κλάνω μαλλί» με μεγάλο μήκος του τελευταίου, ανεξαρτήτως σωματικού ύψους.

  1. ...Άσε με ρε φιλαράκι, μέχρι τον στρατό, κι εγώ που με βλέπεις, μαλλί έκλανα...

  2. ...Ισχυει ρε, ημουν εκει και οι μπατσοι ειχαν κλασει μαλλι απο το σκηνικο γενικοτερα... (από indymedia)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Σκατόφατσα» είναι ένας προσδιορισμός που, ναι μεν αναφέρεται στο πρόσωπο ως μέρος του σώματος, αλλά χαρακτηρίζει τον άνθρωπο στον οποίο αποδίδεται συνολικά. Είναι μέγας πολυσήμαντος χαρακτηρισμός, αν το καλοσκεφτεί κανείς:

Σημασίες

α) Στις περιπτώσεις που ξεστομίζεται σε ομοβροντία μαζί και με άλλες βρισιές, το νόημά της είναι απλά «άσχημε», ειδικά όταν εκφέρεται ως «μωρή σκατόφατσα» και μπορεί και να αντικατασταθεί από το «σκατομούρη». Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα, κυρίως έχει ως στόχο να εμπλουτίσει και να επιτείνει την ομοβροντία και όχι να μεταφέρει κάποιο αυτοτελές νόημα.

β) Στις περιπτώσεις που απευθύνεται προς πιτσιρικάδες και σπανίως προς πιτσιρίκες, το νόημα έχει να κάνει με το πώς η αυθάδεια, το μαλακιλίκι, το ατίθασο και η γλωσσοκοπανιά αποτυπώνονται στο ρεπερτόριο γκριμάτσων του νεαρού ατόμου (κυρίως μιλάμε για νευρικά συσπώμενα και ξερακιανά, παρ' ο,τι νεανικά, αλλά καμιά φορά και για παχουλά και κατά γενική ομολογία βλαμμένα πρόσωπα). Ήδη, όμως, μέσα από αυτή τη χρήση και το νόημα, έχουμε πλησιάσει το (γ).

γ) Το νόημα της σκατόφατσας, κυρίως προς ενήλικες και ως αυτοτελές νόημα, είναι διττό και αντιφατικό: σκατόφατσα είναι κάποιος που είναι συμπαθητικός μέσα στην αντιπαθητικότητά (λέξη κι αυτή) ή/και αντιπαθητικός μέσα στην συμπαθητικότητά του.

γ1) Εδώ μπορούμε να κάνουμε μια όχι-και-τόσο-λεπτή διάκριση. Υπάρχει η σκατόφατσα που φανερώνει τον ρηχό, αναξιόπιστο και γενικά μαλάκα άνθρωπο (ο οποίος υπό περιορισμούς και ανάλογα με τα γούστα μπορεί να είναι τέτοιος, αλλά είναι έως και συμπαθής εφόσον δεν υποκρίνεται κάτι άλλο). Είναι ο άνθρωπος, ωστόσο, που πάντα βγάζει μια ασχήμια και είναι μισητός παρά το γεγονός ότι μάλλον δεν είναι άσχημος. Ίσως να ξεφεύγει από την απόλυτη χυδαιότητα, την οποία έχουν όσοι συνδυάζουν σκατόψυχία, δειλία και σωματική ασχήμια, ίσως και όχι (βλ. παράδειγμα γ1)... Σε αυτές τις περιπτώσεις συνήθως κάποιος έχει σκατόφαστα και δεν είναι σκατόφατσα.

γ2) Υπάρχει όμως και η «πολύ σκατόφατσα». Πρόκειται για τον γοητευτικό μαλάκα και - εξίσου μάλλον - για τον μαλακισμένο γόη. Ειδικά αν ακούσετε γυναίκα να χαρακτηρίζει κάποιον έτσι, παναπεί ότι έλκεται από αυτόν ή αλλιώς γ-καυλώνει. Τέτοια σκατόφατσα δεν είναι απαραίτητα ο γοητευτικός ομορφάσχημος, αλλά ο άνθρωπος στου οποίου το πρόσωπο διακρίνεται σκληρότητα, εγωισμός, περηφάνια, αλλά και αναξιοπιστία -ουσιαστικά πρόκειται για τη συσσώρευση και χάραξη αυτών στο πρόσωπο τού έτσι χαρακτηριζομένου από τη διαγωγή ενός ανάλογου βίου.

α) - Τι θες ρε μαλάκα, γαμώ την πανακόλα μου, μιλάς κι όλας, σκατόφατσα - γαμημένε....

β) - Πολύ αλάνι το ξαδερφάκι σου... - Σκατόφατσα, δε λες...

γ1) - Μα τι σκατόφατσα που έχει αυτός ο Ρουσόπουλος... - Πού τον θυμήθηκες;

γ2) - Α, παίζει ο Βενσαν Κασέλ..; - Μμμ, πολύ σκατόφατσα....

Δες και -φατσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κλασσικός μαμάκιας (ολίγον αδερφίζων) ή/και ο γνωστός ως φλούφλης (από Β. Π. μεριά... Εννοείται ΤΒΠ, ήτοι ... «Τεκνά Βορείων Προαστείων»)

- Ρούληηηηη, πήγαινε «αγόρι» μου να πάρεις τα γράμματα από το γραμματοκιβώτιο...
- Ναι ΜΑΜΑ, αμέσως...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χειρότερο από το μαύρισμα του οικοδόμου και το ταριφόχερο. Είναι το απαίσιο μαύρισμα που αποκτά κανείς υπηρετώντας καλοκαίρι στον ελληνικό στρατό φορώντας όπως προβλέπεται μακρύ παντελόνι παραλλαγής, T-shirt παραλλαγής και χιτώνιο με γιακά και σηκωμένα μανίκια. Το αποτέλεσμα είναι να μαυρίζουν μόνο το κεφάλι, ο μισός λαιμός και τα χέρια μέχρι τον αγκώνα. Παλιότερα δε που προβλεπόταν φανέλα με τιράντες κάτω από το χιτώνιο έμενε ακάλυπτο ένα τριγωνικό μέρος κάτω από τον λαιμό το οποίο μαύριζε σχηματίζοντας το λεγόμενο μουνάκι.

  1. (Από εδώ)
    «ένα καλό (μη βισματικό) φανταρικό αρκεί για να γίνουν εφιάλτης τα ταξίδια από και προς τη μονάδα(λόγω στολής) αλλά και τα καλοκαιρινά μπάνια (το γνωστό μαύρισμα του φαντάρου: τριγωνάκι εβένινο στο στέρνο και δερμάτινο μανίκι σκιά στα χέρια).»

  2. (Από εδώ)
    «Έχω κ ένα υπέροχο μπρούτζινο μαύρισμα.
    Εχμμ, όχι ακριβώς παντού.
    Από τα γόνατα έως τους αστραγάλους κ από το σβέρκο έως τα αυτιά.
    ΤΟ σημείο της σάρκας δηλ. που άφηναν ακάλυπτο τα παπούτσια, το σόρτς κ η μακρυμάνικη μακό.
    Χειρότερο κ από το μαύρισμα του φαντάρου, δηλ. εάν με δεις χωρίς ρούχα.
    Όλη μέρα σε ένα σκάφος, έχει κάποιες παρενέργειες είναι η αλήθεια.»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ανάφυση τρίτου όρχεος, της οποίας τα καταγεγραμμένα περιστατικά και η εν γένει ύπαρξη χάνονται στην αχλύ των γενετικών μύθων, είναι παρ' όλ' αυτά η πιο γνωστή και κυρίως αμφιλεγόμενη μετάλλαξη την οποία μπορεί κάποιος άρρην να εμφανίσει. Τραγωδία ή κωμωδία; Φρίκη της δυσαρμονίας και της στυτικής δυσλειτουργίας, ή ευλογία του σπερματοπαραγωγικού back up;

Μπροστά στο ενδεχόμενο να βγάλουν και τρίτο αρχίδι, τρεμοπουλίζουν τα φυλλοκάρδια των κάθε λογής γκρηνιάρηδων, ενώ οι συμφιλιωμένοι με το γενετικό λιαξ αρακατάνγκ και τη θνητότητά τους μειδιούν στωϊκά και ολίγον ηλίθια.

- Καλά ρε μαλάκα, ερχόμαστε στη φύση για να φάμε κονσέρβες;... κι όχι τίποτα σοφτ, από το LIDL να 'ούμε;
- Το πολύ πολύ να βγάλεις τρίτο αρχίδι...

- Εγώ αυτά δεν τα τρώω... Τον κατάλογο της γκρήνπις δεν το διάβασες ρε μαλάκα... 4 φορές στον έστειλα...
- Σιγά μη βγάλεις τρίτο αρχίδι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχω παχύνει τόσο, που παθαίνω έκλειψη πούτσου. Δηλαδή, επειδή παρεμβάλλεται ο όγκος της κοιλιάς μου, δεν βλέπω τον πούτσο.

Πηγή: Vrastaman.

- Ρε, είδες τον Βαγγέλη πώς πάχυνε;
- Ναι, ζήτημα είναι αν βλέπει τον πούτσο του.
- Μπα, ούτε γκαυλωμένο δεν τον βλέπει!

(από Dirty Talking, 08/06/09)εμπυρίες... (από BuBis, 08/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Το φορτίο που κουβαλάει ο γάιδαρος. Επίσης ο ίδιος ο γάιδαρος.

Είναι όμως και ο ιδιαίτερα εύσωμος άντρας (ή και γυναίκα), ο ντουλάπας, ο μπουλντόζας, ο Κ.Δ.Ο.Α., η νταρντάνα.

Επίσης ο αναίσθητος, το παχύδερμο, ο που δεν καταλαβαίνει Τζίζα.

- Μεγάλωσε ο γιος σου!
- Τι μεγάλωσε, γομάρι έγινε...
(και πέφτει καρπαζιά στο γομάρι, ωραίος πατέρας)

(από Khan, 24/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified