Το ξεστομίζουμε επίσης στα πλαίσια μιας λεκτικής αντιπαράθεσης, με μια ευτραφή γυναίκα, σαν τη τελευταία μας λέξη πριν τη λήξη και την υποχώρησή μας από το πεδίο μάχης.
Ίσα μωρή σαλούφα που μου θες και άντρα...
Το ξεστομίζουμε επίσης στα πλαίσια μιας λεκτικής αντιπαράθεσης, με μια ευτραφή γυναίκα, σαν τη τελευταία μας λέξη πριν τη λήξη και την υποχώρησή μας από το πεδίο μάχης.
Ίσα μωρή σαλούφα που μου θες και άντρα...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η σαγιονάρα που χωρίζει τα δάχτυλα σε 4 και 1, διχαλωτά.
Μου έσκασε ο Νικολάκης στην καφετέρια με 4-1 δίχαλο! Ρεζίλι έγινα!
Βλέπε και διχάλα 1-4.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Άνθρωπος πολύ χοντρός, τεμπέλης και λιγδιάρης με στητό κορμί (λόγω του ότι δεν μπορεί να σκύψει από την παχιά κοιλιά του που μοιάζει με μπαλότσα), που, ενώ έχει μερικώς φαλάκρα, έχει αφήσει μακριά τα λίγα μαλλιά που του έχουν απομείνει κάνοντάς τα χωρίστρα.
Πώς απλώθηκες έτσι στον καναπέ, σαν μπαλότσαρδος!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτός που βλέπεται, αυτός με τον οποίο θα μπορούσες να κάνεις κάτι. Στα αγγλικά, το αντίστοιχο fuckable.
Συζήτηση μεταξύ χαζογκόμενων:
- Ο γκόμενος της Μαρίας πώς σου φαίνεται;
- Ε, νταξει. Βλεπίσιμος, άλλα δεν ψοφάω κιόλας.
Got a better definition? Add it!
Έκφραση για να χαρακτηρίσει μια μη όμορφη γυναίκα, ενίοτε χρησιμοποιείται και καθ' υπερβολή προκειμένου να δημιουργηθεί μια ιλαρότητα με τη μεταφορική και εξαιρετικά απαξιωτική επιλογή της σύγκρισης.
Σιγά, ρε φίλε, τη γκόμενα που ψώνισες, αυτή είναι πιο άσχημη κι απ το χρέος.
Got a better definition? Add it!
Πρόκειται για άτομο που κάθεται σε σκαμπό του μπαρ και έχει βγει το μισοκώλι του απ'έξω (με λίγα λόγια φαίνεται η χωρίστρα του).
(Προσφώνηση:)
- Χωρίστρααας!!!!!!!!!!
- Δηλαδή;
- Είναι το μισοκώλι του απ'έξω, ρίξε ένα ευρώ μέσα.
Δες επίσης και κωλοχωρίστρα, κωλοχωριστρίαση, κάνε χωρίστρα κι έρχομαι αλλά και χαράδρα, κωλοχαράδρα και κωλοσχισμή
Got a better definition? Add it!
Έτσι λέγεται η δημόσια ή ιδιωτική υπηρεσία, όπου βρίθουν οι όμορφες και καλοβαλμένες γυναίκες. Δηλαδή ο χώρος, όπου εκδηλώνεται η μουνοθύελλα.
Για παράδειγμα, μπαράκι είναι μια Δ.Ο.Υ. με φρέσκες ασεπατζούδες ή stagiaires, η Ευελπίδων την άνοιξη (οι δικηγορέσσες τα πετάνε όλα όξω), η Φιλοσοφική στου Ζωγράφου (όταν έχει μπαζοαπαγόρευση στο δακτύλιο της Ούλωφ Πάλμε), όλα τα ιδιαίτερα γραφεία πολιτικών και στρατιωτικών ηγετών, των μεγαλοκαρχαριών (γιατρών-δικηγόρων-οικονομολόγων-μπισνεσμάνων κλπ) καθώς και όλα τα καταστήματα καλλυντικών.
Σε τέτοιες υπηρεσίες, μ’ ένα μικρό σκρίνιο με ποτά, ένα σιφόν στην εταζέρα, απαλή μουσική και ο Μούτσιος να χαμογελά πονηρά «ας πιούμε κάτι» με δυο ποτήρια στο χέρι, η απελευθέρωση του ω(ρ)αρίου δεν θα ήταν κακή ιδέα...
- Με στείλανε να παραδώσω τα απόρρητα σήματα προσωπικά στο ναυαρχούκο κι έπαθα πλάκα!
- Δηλαδή; Έφαγες καμιά καμπάνα;
- Όχι ρε! Καθόμουν και περίμενα στο διαγγελείο μέχρι να με φωνάξουνε και πρέπει να πέρασαν απο μπροστά μου και δέκα μοντέλες πιλαφίνες! Μιλάμε, το ΓΕΝ είναι σκέτο μπαράκι, φίλος!
- Άτιμη ιεραρχία! Εμας περνούν μπροστά μας και του ναυαρχούκου περνάνε απο κάτω του...
Got a better definition? Add it!
Αυτός που είναι όχι απλώς άκωλος, αλλά αν τον δεις σε προφίλ είναι σα σανίδα.
Η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως για γυναίκες. Η σανιδοκώλα ανήκει στην κατεξοχήν περίπτωση γυναίκας που, με την πρώτη ευκαιρία, θα σπεύσει να κάνει προσθετική γλουτών, από κει που όλες τρέχουν για λιπαναρροφήσεις (αυτό δεν σημαίνει ότι και άλλες, εύκωλες, δεν πάνε για προσθετική, να ξηγούμαστε).
Αντίστοιχη έκφραση για το στήθος (για γυναίκες): πλάκα, κόντρα πλακέ, σανίδα, ή το καταπληκτικό Βρασταμένειο που θα έπρεπε να κατατεθεί από τον ίδιο ως νεολογισμός και ό,τι πάρει από ψήφους: «χωρίς-χωρίς» - ως αντίθετο του μεμέ...
- Κορμάρα η Τζέιν ε;
- Τι κορμάρα ρε μαλάκα, είναι εντελώς τελείως σανιδοκώλα!
- Όχι ρε... το τζην την δείχνει έτσι...
- Ναι, το τζην.
«Βραζιλιάνικα Οπίσθια
Τα στητά, καμπυλωτά οπίσθια είναι το απόλυτο τρεντ της εποχής.
Η αύξησή τους γίνεται με την χρήση ενθεμάτων σιλικόνης που είναι εντελώς διαφορετικά από αυτά του στήθους.
Περιέχουν ένα πιο ελαφρύ ζελ σιλικόνης, έχουν ικανότητα προσαρμογής στις κινήσεις του σώματος και θεωρούνται ιδιαίτερα ανθεκτικά.
Γίνεται με μία μικρή τομή, περίπου 4 εκατοστά στην «ουρά», στην σχισμή μεταξύ των γλουτών, από όπου τοποθετούνται τα ειδικά ενθέματα σιλικόνης.
Η επέμβαση γίνεται σε ολική νάρκωση και διαρκεί 2 ώρες περίπου.
Μετεγχειρητικά απαιτείται για δύο μέρες να παραμείνει ο ασθενής σε μπρούμυτη θέση.
Ο πόνος αντιμετωπίζεται με απλά παυσίπονα. Για 6 εβδομάδες φοριέται ειδικός κορσές.
Η αυξητική γλουτών μπορεί να γίνει και με λίπος που μπορούμε να πάρουμε από άλλα σημεία του σώματος.»
(από το νέτι)
Got a better definition? Add it!
Βοσκός αποκαλείται ο τύπος εκείνος που κατεβαίνει σε μεγάλες και σύγχρονες πόλεις τής ελληνικής επαρχίας, χωρίς όμως να έχει φροντίσει την παρουσία του σε ικανοποιητικό βαθμό και κάνοντας επίδειξη, εισπράττοντας έτσι αρνητικά σχόλια.
Ο βοσκός κατεβαίνει στην πόλη κυρίως σε γιορτές, αργίες και πανηγύρια, χωρίς να είναι λίγες οι φορές που θα κατέβει και σαββατοκύριακα.
Υπάρχει έντονη διαφοροποίηση μεταξύ του βοσκού, ο οποίος φέρνει τη στάνη στην πόλη, και του κατοίκου χωριού ο οποίος δεν προκαλεί με τη συμπεριφορά του και φροντίζει την εμφάνισή του, σε βαθμό ώστε να συμβαδίζει με τους ρυθμούς της πόλης.
Ο βοσκός συνήθως οδηγεί αγροτικο, με το οποίο πολλές φορές προσπαθεί να στήσει κόντρες με άλλα οχήματα, προκαλώντας με την ταχύτητα που αναπτύσσει, αλλά και τις οδηγικές φιγούρες (π.χ. κωλιές, παράνομες αναστροφές) στις οποίες επιδίδεται. Εδώ να τονίσω ότι το λήμμα δεν καυτηριάζει το ίδιο το αγροτικό, αλλά τον επικίνδυνο και προκλητικό τρόπο οδήγησης.
Επίσης μοιάζει λίγο χαμένος στα φώτα και τους δρόμους της πόλης. Ωστόσο οι πιο έμπειροι βοσκοί που έχουν κατέβει στην πόλη πολλές φορές, δεν αντιμετωπίζουν τέτοιο πρόβλημα.
Όσον αφορά το ντύσιμο του βοσκού, παρατηρούμε ότι έτσι κάπως θα πήγαινε και στο καφενείο του χωριού του. Συνήθως φοράει μπότες, ανοιχτό πουκάμισο με φλοκάτη από μέσα και μεγάλο σταυρό στο στήθος.
- Εδώ κοίτα ρε, πώς πάει έτσι με το αγροτικό!
- Καλά, εδω είναι κλασσικό φαινόμενο... έχει γεμίσει η πόλη βοσκούς.
Got a better definition? Add it!
Μειωτικός και χλευαστικός χαρακτηρισμός που αναφέρεται:
Κοίτα ρε τον αλβανιάρη ζάντα που έβαλε στο Range...
Got a better definition? Add it!