Selected tags

Further tags

Το εισήγαγε μια που πουλούσε χαλιά στην τηλιόραση, Μοιραράκη αϊ θίνκ, για να περιγράψει μια απόχρωση του κόκκινου και του μπορντώ ίσως.

Σας παρουσιάζω τώρα μια υπέροχη μπουχάρα, μπορδοροδοκόκκινη...

(από bright, 23/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως γαμπάγαλο χαρακτηρίζεται ο μυς ο οποίος εκφύεται από τα οστά της κνήμης και της περόνης και καταφύεται στην ποδοκνημική άρθρωση.

Ετυμολογικά η λέξη προέρχεται από την ένωση των ουσιαστικών γάμπα και αστράγαλος.

Χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει την περίπτωση που η γάμπα ενός ατόμου δεν ξεχωρίζει από τον αστράγαλο. Εξού και γαμπάγαλο.

Θεωρείται ιδιαίτερα αντισεξουαλικό γνώρισμα (ειδικά στις γυναίκες). Το γαμπάγαλο εμφανίζεται συχνά στα παχύσαρκα άτομα, χωρίς ωστόσο αυτό να αποτελεί κανόνα. Εμπειρικές μελέτες έχουν συνδέσει την ύπαρξη του γαμπάγαλου σε άτομα που δεν γυμνάζονται ή/και κάνουν καθιστική ζωή και ταυτόχρονα ανθυγιεινή διατροφή.

  1. Δικέ μου τώρα κατάλαβα γιατί η Διώνη δεν φοράει ποτέ σαγιονάρα αλλά πάντα παπούτσια. Έχει γαμπάγαλο.

  2. - Ωραίο το γκομενάκι, τι λες και συ;
    - Δεν έχεις άδικο μινάρα μου, αλλά με χαλάνε τα πόδια της. Έχει γαμπάγαλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολύ άσχημη γκόμενα, που νομίζει οτί είναι καμιά Αφροδίτη, ενώ στην πραγματικότητα ξεπερνάει το μπαζουλομπάζουλο lvl 9.000. Χρησιμοποιείται επίσης και ως επιφώνημα(ρε μπόγλα, αϊ μωρή μπόγλα) κυρίως μεταξύ κοπελών. Το «μπόγλος» αποτελεί την αρσενική version του slang.

- Μαλάκα δεν θα το πιστέψεις!
- Τι ρε;
- Να ρε, τις προάλλες ο Νίκος βγήκε με την Μαρία, ξέρεις μωρέ αυτήν τη μπογλάρα απ' το 4ο!!

(από σφυρίζων, 07/06/13)(από σφυρίζων, 07/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

H γυναίκα η οποία χαρακτηρίζεται από άσχημη και άγρια εξωτερική εμφάνιση και συνήθως φορτώνεται τους άλλους και τους κυνηγάει, προς εύρεση ερωτικού συντρόφου.

  1. - Πού πήγε ο Νίκος; τον είδες; - Φίλε μόλις έγινε λούης, γιατί τον κυνηγούσε το τσουπακάμπρα από δίπλα...

  2. - Σε λίγο έρχεται ο Τάκης με τη Σοφία...
    - Ωχ ρε φίλε, τι το ήθελε το τσουπακάμπρα μαζί; θα μας τα κάνει ζέπελιν πάλι...

(από salina, 17/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολύ όμορφη, νεαρή κοπέλα, η οποία προκαλεί τον θαυμασμό λόγω των σωματικών τις αναλογιών και προσόντων. Η πιο κοντινή απόδοση θα ήταν καυλάκι.

Ο όρος προέρχεται από τον παραλληλισμό με την ξύστρα, η οποία ακονίζει (ξύνει) το μολύβι, κάνοντάς το πιο μυτερό. Το αντίστοιχο «ακόνισμα» πράττει και το ξυστράκι, άθελά της ή μη, στο φαλλό κάποιου ανδρός. Το «ακόνισμα» αυτό μπορεί να μην είναι μόνο σωματικό, αλλά και ψυχοπνευματικό.

  1. Στη δικιά σου 7μιση... Τι απίστευτο ξυστράκι είναι αυτό ρε φίλε... (Θέλοντας να επιστήσουμε την προσοχή σε κάποιον φίλο μας, ώστε να επιβεβαιώσει και ο ίδιος ότι έχουμε εντοπίσει ένα ξυστράκι).

  2. Πού χάθηκες ρε ξυστράκι; (Αντίστοιχο του «πού χάθηκες ρε καυλάκι;»).

  3. Θα βγούμε απόψε με κάτι ξυστράκια από τη σχολή. Ψήνεσαι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μη έχων τρίχες επί των οπισθίων του.

Προέρχεται από τις λέξεις μαδαρός (γυμνός) και κώλος (οπίσθια).

Η θηλυκή εκδοχή του είναι η μαδαροκώλα.

Ούτε με κερί να τις είχε βγάλει παιδί μου σου λέω... Μαδαρόκωλος εντελώς... Αλλά μου άρεσε, δε μπορώ να πω...

(από GATZMAN, 19/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μούτα είναι η άσχημη, έως πολύ άσχημη, γυναίκα. Προέρχεται από την αρβανίτικη λέξη μούτι, η οποία στη νεοελληνική σημαίνει σκατά.

Η αναφορά γίνεται κυρίως για το πρόσωπο, αλλά πολλές φορές είναι το συνολικό αποτέλεσμα που θα σε κάνει να καλέσεις μία γυναίκα μούτα.

  1. - Τι έγινε τελικά με αυτή που μιλούσατε στο facebook; Καλή; - Μούτα ρε φίλε, άστα να πάνε... Δε βλέπεται η γκόμενα...

  2. - Δε σου γνώρισε η αδερφή σου ρε καμιά φίλη της; - Τι να μου γνωρίσει μωρέ; Όλο με κάτι μούτες κάνει παρέα.

  3. - Μόλις περάσουμε από δίπλα, τσέκαρε αυτές που κάθονται δίπλα στο παράθυρο... - Προχωράτε! Μούτες και οι τρεις...!

Ορνέλα Μούτι, με την καλή έννοια. (από Khan, 19/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο αυταράς. Με πεταχτά αυτιά σα λαλάγγια, τηγανίτες. Το λέγαμε πιτσιρίκια, έχω πολλά χρόνια να το ακούσω.

- Πάμε να παίξουμε μπάλα με τον Γιάννη;
- Ποιον Γιάννη ρε, το λαλάγγα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερβολικά παχύσαρκος, χρησιμοποιείται ρατσιστικά για κάποιον ο οποίος είναι υπέρβαρος, πολύ χοντρός, με άλλα λόγια ζυγίζει όσο και ένα βυτιοφόρο μεταφορικά.

  1. - Πωωωω... Ρε, κοίτα αυτή που περνάει... Τρώει δυο αρνιά στην καθισιά της!!!
    - Ναι ρε... Πού πάει το βυτιοφόρο... Θα σπάσει το πεζοδρόμιο!!

  2. - Κοίτα ρε φίλε ένα χοντρό που θέλει και τέτοια γκόμενα...
    - Ναι ρε, δίκιο έχεις... Μα καλά, στραβή είναι; Πού το πάει το βυτιοφόρο;;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δυο πλαίσια εφαρμογής της χαζοχαρούμενης αυτής σλανγκιάς:

1. - Συγχαρητήρια κύριε Καραγκιόζη.
- Συγχεστήρια μαϊμουζέλ.
- Σας ευχαριστούμε.

2. Γυναίκα κτυπά ηλικιωμένο ποδηλάτη επειδή πήγαινε αργά. Πώς στην ευχή βρέθηκε εκεί η κάμερα και τράβηξε το βιντεάκι; Μήπως η μαϊμουζέλ γύριζε ταινία και ο ποδηλάτης είναι συμπρωταγωνιστής; ή μήπως είναι διαφημιστικό

3.
ΜΑΪΜΟΥ ή ORIGINAL
- iceage2609: Τελικα ξερετε που καταληγω παιδια;Αρχιζω να στενοχωριεμαι που δεν βγαινουν και μαιμουδες 7020 :P :) :) :)
- davinci: Eρχονται, Βασίλη και για τον 7020 μαιμουζέλ... ;)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified