Selected tags

Further tags

Κορίτσι στην εφηβεία.

Σοβαρέψου, είσαι κοτζάμ μαλλιαρομούνα, μεγάλωσες πια.

%

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στρινγκάκι.

Είχε έναν πισινό σαν την πλατεία Συντάγματος και φόραγε κουραδοκόφτη στην παραλία. Απίστευτο!

Βλ.και το βιβλίο του μαιτρ Ηλία Πετρόπουλου. (από Khan, 15/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μελαχρινή.

Δεν είναι γνήσια ξανθή. Είναι μαυρομούνα βαμμένη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κενό (εσοχή) ανάμεσα στα κωλομάγουλα (κωλομέρια). Η κωλοχωρίστρα.
3 <--- κωλοχαράδρα

Όταν χέζεις, πώς σκουπίζεσαι; Κατά μήκος της κωλοχαράδρας από μπρος προς τα πίσω, ή από πίσω προς τα μπρος; Εγώ το δεύτερο...

Κωλοχαράδρα; Βυζοχαράδρα; (από Galadriel, 13/12/12)

Βλ. και κωλοσχισμή, χαράδρα, χωρίστρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η άσχημη γυναίκα, η ελεεινή, αυτή που δε βλέπεται. Χρησιμοποιείται περισσότερο για να προσβάλει, παρά για να χαρακτηρίσει / περιγράψει. Φυσικά χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά από άντρες και δη από άντρες που είναι το αντρικό ανάλογο της πατσόλας.

Παραλλαγή: πατσόλι.

Ο Μάκης δε θα παραδεχόταν ποτέ στους φίλους του ότι είχε βγει με αυτή την πατσόλα την Εύη –και μάλιστα είχε κάνει και τεμενάδες για να γαμήσει! Άααα, όλα και όλα, άλλο το τι λέμε, και άλλο το τι κάνουμε! Είχε και ένα τουπέ να κρατήσει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ ανδροπρεπής (επίθετο). Συνήθως χρησιμοποιείται με αρνητική έννοια. (Σημειωτέον: η λέξη δεν είναι ελληνικής πρόελευσης, αλλά ισπανικής. Χρησιμοποιείται και σε άλλες γλώσσες λοιπόν, γραφόμενη ως macho.)

- Τι μάτσο κάγκουρας αυτός ο Γκλέτσος ρε παιδί μου... Μ' αρέσει που είναι και στο ΚΚΕ - σκέτος προοδευτισμός αυτό το κόμμα, μέχρι και στις σχέσεις των δυο φύλλων...
- Ρε μαλάκα, τι μιλάς; Είσαι τόσο άσχετος που γράφεις λάθος το «φύλο» ακόμα και όταν μόνο το προφέρεις!...

Δες ακόμη: αριδάς, χέζω στο δάσος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κακάσχημη γυναίκα, η σαύρα, η πατσαβούρα, η γυναίκα που και αν δεν έχεις γαμήσει για χρόνια δεν της τον δίνεις, και στο δίλημμα αν προτιμάς να την γαμήσεις ή να τον πετάξεις στα σκυλιά διαλέγεις το δεύτερο. Η ρίζα είναι από την αγγλική λέξη lizzard (=σαύρα).

- Πώ!!! ρε μαλάκα, ωραία τα τμήματα της πληροφορικής, αλλά τα αμφιθέατρα είναι γεμάτα λουκάνικα και λίζες!!!
- Δεν λες πάλι καλά ρε μαλάκα! τουλάχιστο δεν έχετε μύγες!!! χαχα!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σχισμή που διακρίνεται από το στήθος ή τα οπίσθια μιας γυναίκας.

Τί φοράει πάλι η Ευλαμπία σήμερα ρε Λάκη! Κοίτα έναν κουμπαρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μεγάλο γυναικείο στήθος, που συνήθως θυμίζει αγελάδας.

- Κοίτα ρε μωρό πρώτο εκεί!
- Καλή είναι, αλλά έχει κάτι μαστάρια ...σαν αγελάδα είναι να πούμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένας τύπος ο οποίος είναι κοντός και όταν κλάνει σηκώνει σκόνη. Συνήθως έχει σχήμα σόμπας και το κεφάλι του μοιάζει με μπουρί.

- Ρε Μαρίκα ξέχασες έξω από το σπίτι τη σόμπα.
- Όχι ρε Γεωργία, ποια σόμπα, ο ανηψιός μου είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified