Selected tags

Further tags

Μποντιμπιλντεράδικη αργκό. Άγριος είναι ο γραμμωμένος, ο φέτας, ο κομμάτιας.

Αγριάδα: η γράμμωση.

Συνήθης η συναδελφική έκφραση ''έχεις αγριέψει ρε φίλε τώρα τελευταία'', που σηματοδοτεί την πρόοδο του συγκεκριμένου αθλητή στον τομέα της μυικής διαμόρφωσης και συνάμα αποτελεί την επιβράβευση των προσπαθειών του.

- Aγόρι πως με κόβεις, δεν έχω τουμπανιάσει τώρα τελευταία;
- Nαι ρε φίλε, πήρες όγκο, αλλά όγκο είχες πάντα. Πέντε πάνω πέντε κάτω... Αυτό που θες είναι να τον δουλέψεις τον όγκο σου, να αγριέψεις λίγο, για να δείξεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μποντιμπιλντεράδικη αργκό. Σημαίνει παίρνω όγκο, κερδίζω μυική μάζα ούτως ώστε να φαίνομαι πιο ''γεμάτος'', πιο ''μπαλαρισμένος''.

Ετυμολογείται προφανώς από τις μυικές ''μπάλες'' που ξεπροβάλλουν ως χαρούμενα εξογκώματα πάνω στο σώμα του ευτυχούς γυμναζόμενου. Κλασικό παράδειγμα τέτοιας μυικής ''μπάλας'' είναι βεβαίως το all time classic ''ποντίκι'', δηλ. ο δικέφαλος βραχιόνιος μυς.

Προσοχή: το μπαλάρισμα δεν ταυτίζεται με τη γράμμωση. Η γράμμωση θα έρθει (αν ποτέ δεήσει να έρθει) αργότερα, όταν θα μπει φερμουάρ στο στόμα. Το μπαλάρισμα προηγείται της γράμμωσης. Είναι συνέπεια της απόκτησης των λεγόμενων ''ποιοτικών κιλών'', δηλ. επιπρόσθετου σωματικού βάρους στο οποίο υπερτερούν (αναλογικά) οι μύες έναντι του λίπους.

- Ρε αγόρι ψήνεσαι να χτυπήσουμε καμιά πρωτεΐνη να μπαλαριστούμε και να γουστάρουμε;
- Καλές οι σκόνες φίλε, αλλά μόνο αν βαστάει η τσέπη σου. Έχουν πάει στο θεό οι τιμές, γάμα τα...

Δες και είμαι στον όγκο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φόρεμα του οίκου μόδας του Εμίλιο Πούτσι. Επίσης, σλανγκίζεται έτσι το Γκούτσι φόρεμα, που το τραγούδησε κι ο Μαζωνάκης. Είναι το φόρεμα που ενισχύει την ορθοπεϊκή ικανότητα, το προκλητικό φόρεμα.

Γκάτσμαν ο ασισταδόρος.

Μα έλα που δεν μπορώ πλέον να αντισταθώ σ' αυτό το Πούτσι φόρεμα που φοράς και στον ρυθμό που απόψε βράδυ το κορμί σου κουνάς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παλαιού τύπου πηλήκιο του ΕΣ, προφανώς λόγω της ομοιότητας με το κάλυμμα κεφαλής των 3 ανιψιών του Ντόναλντ.

Συλλεκτική αξία έχουν πλέον, ιδιαιτέρα τα παλαιότερα αυτών σε φαιοπράσινο χρώμα, φέροντα αποσπώμενο μεταλλικό εθνόσημο. Χαρακτηρίζουν τους πανάρχαιους.

Νεότερα με επίραμμα ή (θεός φυλάξει) παραλλαγή, χαρακτηρίζουν τους νέοπες.

Συνώνυμο:
αβγό, αυγό

  1. Τι κάνεις ρε νέος, βγάλε το χιούη-λούη-ντιούη και βάλε κράνος, ξες ποιος είναι απόψε επόπτης;

  2. - Τι χιούη-λούη-ντιούη είναι αυτό; Πού το βρήκες;
    - Στους τάφους της Βεργίνας, όταν παρουσιάστηκα! Κοίτα τη δουλειά σου ρε!

(από Sasa, 11/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φυλή χαζοχαρούμενων και εντελώς κενών περιεχομένου όντων, των οποίων το λουσάτο «lifestyle» οφείλεται στον υπερδανεισμό ή / και την υποκατανάλωση των επίσης χαμένων στο διάστημα γονέων τους. Επικοινωνούν με SMS, Twitter και άναρθρες κραυγές. Οι δημοσιοκάφροι τους θέλουν να βρίσκονται σε αντάρτικο πόλεων με τους κατατονικούς emo.

Η Ελληνική ποικιλία αποτελεί κοινωνιολογική καρκινογένεση του Κωστοπούλειου «ΚΛΙΚ», την άλλη δηλαδή πλευρά του ΠΑΣΟΚικού νομίσματος πού έφερε την μουτσούνα του Τσοβόλα και που τόσα κενοτόμα επέφερε στον κοινωνικό ιστό.

Εκ του αγγλικού trendy, του οποίου το έτυμο σημαίνει «σπεύδω ή σκύβω προς κάποια κατεύθυνση».

Γνωστοί και ως τρέντουλα.

Assist: Kitty Darling

- Οι διαμάχες ξεκίνησαν όταν ένας Trendy έκοψε τη φράντζα μιας Emo. Η κοπέλα –μη αντέχοντας την ατίμωση- κλείστηκε στο σπίτι της και δεν έτρωγε το φαΐ της, με αποτέλεσμα να χάσει 15 κιλά, αλλά θα πρέπει να χάσει άλλα 10 ακόμα γιατί ήταν θεόχοντρη.
(από εδώ)

Ας το ακούσουμε μέχρι να απαγορευθεί από το νόμο Καστανίδη. (από Khan, 17/03/11)(από σφυρίζων, 05/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα γυαλιά απομίμηση των Ray Ban, αλλά από περίπτερο (στα περίπτερα της Ομόνοιας βρίσκεις τα πάντα).

-Ο πούστης ο Βαγγέλας πάλι καινούρια γυαλιά πήρε;
-Μην ψαρώνεις ρε μαλάκα, περιπτερέημπαν είναι. 5 ευρώ τα πήρε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαξιωτικός ή και χιουμοριστικός ακόμα χαρακτηρισμός, για κάποιον που 'χει τα μάτια τέσσερα, με την έννοια πως τα δυο είναι τα σταθερά τα δικά του (αυτά που συνόδευαν το βασικό πακέτο..., αυτά που ήταν στο σετ α λα μαμά ντε) και τα άλλα δυο από φακό (από γυαλί δηλαδής), τα οποία μπαίνουν ως γυάλινο τείχος, μπροστά από τα original και... θυμίζουν τζαμαρία... Λέμε τώρα...

Όταν λοιπόν λέμε κάποιον «τζαμαρία», μιλάμε για κάποιον που φοράει ένα ζευγάρι ειδικούς φακούς (από γυαλί), που έχουν προσαρμοστεί σε σκελετό και που χρησιμοποιούνται είτε για τη διόρθωση της ελαττωματικής όρασης, είτε για την προστασία των ματιών (των φυσικών ντε), από τον πύρινο μπαργαλάτσο του ήλιου.

Κοντολογίς... αναφερόμαστε σε κάποιον γυαλάκια, ο οποίος ενίοτε... μπορεί να 'ναι και πρέσβης.

Την προηγούμενη εβδομάδα και συγκεκριμένα την Τετάρτη που μας πέρασε (28/11) έζησα μια life changing experience, την οποία μόνο όποιος είναι γυαλάκιας, τζαμαρίας, 4eyes και δε συμμαζεύεται μπορεί να νιώσει.
Δες

Ο τζαμαρίας ζωγράφος Henri Matisse (από GATZMAN, 11/05/09)ετσ; (από BuBis, 11/05/09)ή γιουβέτς; (από BuBis, 11/05/09)Το παιδί με τα γυαλιά (από GATZMAN, 24/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για μαύρη βαφή (FeSO4.7H2O), γνωστή και ως μελάνι μοναχών. Στην αρχαιότητα εκχειλιζόταν με εξάτμιση του νερού από σιδηρούχα εδάφη. Περισσότερα εδώ.

Η σλανγκική εφαρμογή της καραμπογιάς προέρχεται από την συνήθεια πολλών γερομπινέδων που (στην προσπάθεια τους να το παίξουν τζόβενοι) βάφουν το μαλλί με τρόπο που διακρίνεται δια γυμνού οφθαλμού από πέντε χιλιόμετρα μακριά. Η καραμπογιά θεωρείται λοιπόν αλληγορία κάθε χονδροειδούς απόπειρας συγκαλύψεως που βγάζει μάτι.

Εκ του Τουρκικού karaboya.

  1. «Αρκετοί ξέρουμε καλά από πού πηγάζει το μένος του κ. τάδε. [...] δεν θα σχολιάσω την ηθελημένη οξύτητά του [...] τις εσκεμμένες αλλεπάλληλες ψευτιές του (και τις ψυχώσεις του) [...] από τότε που άρχισε να βάφει τα μαλλιά του με καραμπογιά και εγκατέλειψε τις αίθουσες διδασκαλίας για τα υψηλότερα βήματα, τους θώκους και το τηλεοπτικό γυαλί· από τότε που πέρασε στη βιομηχανία των “παιδευτικών” μπεστ σέλλερ [...] από τότε που προόδευσε για τα καλά στο κυνήγι των δημόσιων σχέσεων και “αξιωμάτων” [...] που ξέρει εξ ιδίων πόσους κώλους διδασκόντων, διοικητικών υπαλλήλων και φοιτητικών παρατάξεων χρειάστηκε να γλείψει, και επί πόσο καιρό, για να “αναδειχθεί”, με το ισχύον σύστημα πανεπιστημιακών “εκλογών”».
    (Ξεκατίνιασμα υποψήφιου μέλος της Ακαδημίας από συνυποψήφιό του. Από εδώ)

  2. - Ο κίνδυνος όμως δεν προέρχεται μόνο από αυτά τα «παιδιά» αλλά και από μια πληθώρα ήδη γερασμένων και καλά βολεμένων σε πανεπιστήμια, εταιρείες, δικηγορικά γραφεία και ΜΜΕ παλαιών ακροαριστερών που νομίζουν ότι η πολιτική στήριξη κάθε παραβατικότητας, ακόμα και της τρομοκρατίας (το διαπιστώσαμε και με τη 17Ν) βάφει την καρδιά τους νέα, όπως η καραμπογιά βάφει μαύρα τα γκρίζα τους μαλλιά. Οι ενδείξεις είναι πολλές. Περιλαμβάνουν ακόμα και την προβολή των κατάδικων της 17Ν που καλούνται να φωτίσουν τα γεγονότα με τη σοφία τους. Πώς να μη σκεφτείς τις οικογένειες των θυμάτων;
    (από εδώ)

(από joe909, 10/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O τίγκας, ο γυμνασμένος όσο δεν πάει. Πρέπει να υπάρχει κάποιο φροϋδικό σλιπάκι-τριπάκι ανάμεσα στο χέσιμο, στα λεφτά και στο μπόντι μπίλντιγκ. Δεν είναι τυχαίο ότι εκφράσεις όπως χέζομαι, είμαι σφιχτός, σφίχτερμαν, σφιχτοκώλης, τα χρησιμοποιούμε και για τα τρία.

Πηγή: Ιησούς.

Ήταν χεσμένος στα Ευρώ, τώρα τα ξόδεψε όλα για να γίνει χεσμένος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τυπάκος που ζει τον απόηχο των '90s καβαλώντας την αδάμαστη πάπια του με το μπροστινό τσουλούφι να κυματίζει. Piercing, φωσφοριζέ gadget, αλανιάρικη συμπεριφορά και τουπέ του δρόμου συνηθίζεται. Ο μπρακατσελάκος είναι φορέας σεξισμού και μερικές φορές μισογυνισμού. Είναι κάτι σαν καγκουρορέηβερ πριν αποκτήσει την οικονομική άνεση για να αγοράσει «κούρσα» ή πριν πάει φαντάρος για να ταξιδέψει, οπότε και μετρατρέπεται σε κάγκουρα με παρελθόν.

Αθάνατη μπρακατσέλικη ατάκα: «Άκου ρε φίλε, άκου πρωτοσέλιδο. Βρέθηκε λέει το χάπι για την πρόωρη εκσπερμάτωση... Είδηση είναι αυτή. Τι με νοιάζει εμένα ρε, που δεν τελειώνει η βλαμμένη; Εγώ έχω το πρόβλημα ή αυτή που θέλει να κουνιέται μια ώρα πάνω κάτω. Να πάρει αυτή χάπι να τελειώνουμε!»

(Βλέποντας μια συμμορία που κάνει βόλτα με μηχανάκια τύπου πάπια, τσουλούφια και φουλάρια στα γκάζια)

- Όπα, κάνουν παπιοπεριπέτειες τα μπρακατσέλια.

(από mafie, 16/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified