Selected tags

Further tags

Είναι ο φρύνος, είδος μεγάλου βραδυκίνητου καφέ βατράχου γνωστος και ως αφορδακός ή μπράσκα ή μπάκακας ή φρύνος ή ράνα ή μπουσάκα ή ασκουβάζα, ανάλογα με την περιοχή που συναντάται.

Συμπαθές αμφίβιο που ο λαός, τουλάχιστον στην ιδιαίτερη πατρίδα μου, την Αχαΐα, το λέει βούζα.

Συνήθως έτσι αποκαλούμε και τους χονδρούς ανθρώπους με φουσκωμένη κοιλιά!

Σταμάτα να τρως μωρή, έχεις γίνει σαν βούζα!

Βουζα (από dragontas, 18/12/09)βουζας (από dragontas, 18/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση της 70-80ετίας, για την πλατιά γραβάτα που φορούσανε οι τότε καθωσπρέπει (νύν κομιλφώ) κύριοι κι άνοιγε βαθμηδόν προς τα κάτω, σαν παλαμίδα κρατημένη ανάποδα σε αναμνηστική φωτογραφία λουομένου με κάποιον «φίλο ντόπιο ψαρά».

Ήταν παρδαλού χρώματος και λαχουρί σχεδίου, δεμένη με αυτοσχέδιο κόμπο, αλλά εκείνη την αλήστου μνήμης εποχή, σημασία είχε η ύπαρξή της και μόνο, ενώ το ποιόν της ήτανε ψιλά γράμματα. Αν τη φορούσες, ήσουν «κύριος με γραβάτα» (σου λέει ο άλλος). Πάει και τελείωσε.

Τη δεκαετία ‘50-‘60 ο κόσμος φορούσε μια λιγνή γραβάτα με μονό κόμπο που ανέμιζε σαν το κορδόνι με την αγκράφα των καουμπόηδων, ενώ η παλαμίδα μέχρι την δεκαετία του ’90 (για να μην πώ και μέχρι σήμερα) είχε αυξομειούμενο ύψος: Έφτανε καμιά φορά μόνον έως τον θώρακα σαν μωρουδίστικη σαλιάρα ή περίσσευε μέχρι τα γόνατα σαν παπαδίστικο αντιμήνσιο.

Η εκκρεμής γραβάτα του κοντού που ήτανε γάτα, είναι μια κλασσική παλαμίδα.
Ο Βασιλάκης πίνοντας το φραπεδάκι με τις 29 ζάχαρες, μας εξηγεί οτι φόρεσε παλαμίδα με το Τζιανμάρκο Βεντούρι κοστούμι του για να βγάλει έξω τη γκόμενα, διότι «πού να φτουρήσουν τώρα οι γαύροι»;

Άλλοτε φαινόταν το πάνω τελευταίο κουμπί απο το πουκάμισο (άλλοτε πάλι ήταν κι ανοιχτό!), κάποτε-κάποτε έχασκε και κρεμόταν το μέσα δεύτερο κομμάτι της, κάτω απ’ το μπροστινό και μερικοί τύποι το βόλευαν όπως-όπως μέσα απο το πουκάμισο ή το παντελόνι (ή και το σώβρακο) για να μην πετάει.

Ήταν εκείνο το αξέχαστο σύντομο καλοκαίρι του σοσιαλισμού, που οι άντρες φορούσαν μουστάκι και κοστούμι χωρίς γραβάτα με ανοιχτό γιακά, έβαζαν το πουκάμισο μέσα απ’ το σώβρακο για να μην το ξερνάει το παντελόνι λόγω της ανοικονόμητης πατσοκοίλας, πάντα διαφαίνονταν η ιδρωμένη μάλλινη τιραντέ φανέλα πίσω απ’ το πουκάμισο κι έκαναν καραφλάζ με τις τρίχες να εκτελούν το δρομολόγιο Ρίο-Αντίρριο πάνω στην κουρούπα τους.

Κλασσικό στυλιστικό παράδειγμα της εποχής (εκτός απ’ τη φαλάκρα), είναι ο παλαμιδοφόρος κύριος που ρουφούσε μακαρίως τον «ρωμέικο» καφέ Bravo, λέγοντας οτι «εμείς τον λέμε Ελληνικό». Άλλα αντ’ άλλων...

Η ρεξόνα κι ο Ζαμπούνης όμως, πάτησαν σαν οδοστρωτήρας αυτήν την αθώα εποχή. Τώρα η μεταξωτή γραβάτα κι ο διπλός κόμπος είναι sine qua non, άμα θες να σου πούν μια καλημέρα της προκοπής.

Πάντως η βουτηγμένη στον τούρκικο καφέ παλαμίδα του Κοτανίδη στην παλιά διαφήμιση «για καλό και για κακό» (Ασπίς Πρόνοια), απηχούσε την οικονομική σταθερότητα των μεγάλων ανωνύμων εταιριών σε κάθε στραπάτσο, ενώ οι σημερινοί διπλοί κόμποι και οι κομψές πλεκτές γραβάτες, ελάχιστα απέτρεψαν το φαλιμέντο του ομίλου...

- Γουστάρεις γραβατιά;
- Πού την κονόμησες την παλαμίδα;
- Τί, δε σ’ αρέσει; Ξέρεις πόσο έχει; 60 ευρώπουλα έσκασα!
- Δε λέω, για κανα 70’ς πάρτυ στα Μπουρμπούλια καλή είναι...
- Τί λές ρε άσχετε; Τελευταία μόδα είναι σου λέω!
- Όσο γι’ αυτό, όντως τελευταία...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το προϊόν της εταιρείας Burberry στα μάγκικα, είτε είναι τσάντα είτε άρωμα. Στη λέξη υπάρχει μια ιδέα ειρωνείας και περιφρόνησης για τα συγκεκριμένα προϊόντα, μάλλον επειδή είναι ακριβά (και κακάσχημα κττμγ. Είναι όλα ολόιδια!) και ως γνωστόν ότι δε φτάνει η αλεπού μπλα μπλα μπλα.

Χαρακτηριστικό των μπαρμπουριών είναι το σχέδιο τους. Σε όοοτι και να βγάζει θα έχει το σχέδιο και χρώμα του μηδιού 1. Και όμως ούτε αυτό αλλα ουτε και η υψηλή τους τιμή αποθαρρύνουν τα 15χρονα-την-έχω-δει-και-πολύ-ντίβα κοριτσάκια να τα αγοράζουν, όχι οτι οι μεγάλύτερες πάνε πίσω...

Δεν έχει καμία σχέση με την σταχτη και την μπούρμπερη.

  1. - Άτσα το Ελενάκι! Μας φόρεσε τα μπαρμπούρια σήμερα στο σχολείο...!
    - ...Άλλη μια ψωνισμένη μπαζοπαρτολάρα...

  2. - ΓΥΝΑΙΚΑ!!! ΓΑΜΩΤΟ! ΠΟΥ ΠΗΓΑΝΕ ΤΑ 400 ΕΥΡΩ;!;!;!
    - Πήρα ενα φορεματάκι πολύ ωραίο! Να κοίτα!
    - (βλέπει το προαναφερθέν σχέδιο) ΓΑΜΩ ΤΑ ΜΠΑΡΜΠΟΥΡΙΑ ΜΟΥ ΜΕΣΑ! ΘΑ ΣΟΥ ΚΟΝΤΥΝΩ ΤΗΝ ΑΛΥΣΙΔΑ ΤΗΣ ΚΟΥΖΙΝΑΣ ΝΑ ΜΗ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΒΓΑΙΝΕΙΣ ΕΞΩ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Ουσιαστικό, θηλ. πληθ. γκωλάθρες)

Η μεγάλη/επιβλητική και συνάμα αξιοθαύμαστη κωλάθρα αλλά με Θεσσαλονικιώτικο αξάν και στυλ.

- Πω πω, το βλέπεις το μωρό απέναντι;
- Ναι ρε φίλε, και έχει και τέλεια γκωλάθρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χνουδοσυσσωμάτωση δημιουργούμενη είτε:

α) σε βαθείς αφαλούς, εξαιτίας της πολύωρης αλληλεπίδρασης με μάλλινη ένδυση, ή

β) στα πέλματα και τις κοιλότητες των δακτύλων των ποδιών, οφειλόμενη στις καινούριες κάλτσες.

Μπορεί να γενικευτεί για οποιαδήποτε βρώμα σε μορφή χνουδιού.

Πρέπει να βάλω καμιά σκούπα αλλιώς σύντομα τα μπάμπαλα θα φτιάξουν μοκέτα.

Βλ. επίσης ομφάλιος βρώμος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιπαικτικά η κοιλιά, το σωσίβιο. Κιμπάρης είναι ο άνθρωπος ο έξω καρδιά, ο χουβαρντάς, ο άνθρωπος των απολαύσεων και του γλεντιού. Χαρακτηριστικό τού κιμπάρη είναι συνήθως η κοιλιά, αποτέλεσμα της συγκεκριμένης ιδιοσυγκρασίας. Έτσι κατέληξε η κοιλιά αυτού του είδους να ονομάζεται κιμπαριλίκι.

  1. Ρε Μήτσο, τι κιμπαριλίκι είναι τούτο;

  2. Είδα τον Αντώνη τις προάλλες και μου έδωσε χαιρετισμούς. Έκανε ένα κιμπαριλίκι…

(από panos1962, 12/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι αυτό το πελώριο, βαρύ, κάτι σαν μπαλόνι που βάζουν τα πλοία το ένα ανάμεσα στο άλλο ή το ένα ανάμεσα... στην άλλη προβλήτα, για να μην ακουμπάνε τον προφυλακτήρα τους στο δίπλα παρκαρισμένο όχημα… Η μπαλότσα, δηλαδή, είναι κάτι που εξ ορισμού βρωμίζεται ζουλιέται, πετιέται και, θεωρητικά, παρτουζώνεται με δύο παρτενέρ που, κατά βούληση, τη λύνουν και τη δένουν… Γ@μ#σέ τα δηλαδή… Είναι να μη σου τύχει…

Τι λες μωρή μπαλότσα, τη μούρη σου την έχεις δει στον καθρέφτη;;;;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

100% Σαλονικιά έκφραση. Παλαιάς κοπής και μάλλον παρωχημένη.

Ένα μπακγκράουντ, όσο να 'ναι, χρειάζεται.

Το Ασβεστοχώρι είναι ένα χωριό, προάστιο τώρα, 10 χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη σε κοιλάδα στους πρόποδες του Χορτιάτη, σε υψόμετρο 400 μέτρων.

Είχε (δεν έχει) και ασβεστοποιΐες –εξ ων και το όνομα– που γνώρισαν μεγάλη άνθηση σχεδόν έναν αιώνα πριν χάρη στην ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης μετά την πυρκαγιά του '17.

Είχε επίσης (και έχει) εξαιρετικό μικρόκλιμα –ξηρό και ευάερο. Πράγμα σπάνιο για την ευρύτερη περιοχή της Νύμφης όπου μονίμως ξυπνάς με το κεφάλι καζάνι. Και πράγμα ολίγον μυστήριο αν σκεφτεί κανείς ότι το Πανόραμα, δέκα λεπτά απόσταση και επίσης σε ύψωμα, την έχει την υγρασία του.

Τα ασβεστοκάμινα δεν μας αφορούν, το κλίμα τα μάλα. Διότι λόγω του κλίματος χτίστηκε στο Ασβεστοχώρι Σανατόριο το 1925 και συνέχισε να λειτουργεί μέχρι το 1966 οπότε και μετεξελίχθηκε στο σημερινό νοσοκομείο Παπανικολάου.

Ωσεκτουτού, στο μυαλό των μπαγιάτηδων μιας κάποιας ηλικίας το Ασβεστοχώρι είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την φυματίωση. Και στην κυριολεξία της η φράση αυτός είναι για τ' Ασβεστοχώρι αναφερόταν κάποτε σ' έναν χτικιάρη που έπρεπε να μπει στο Σανατόριο για καθαρό αέρα, ξεκούραση και καλό φαΐ.

Όχι πια. Μ' έναν σκληρό σαρκασμό –που, νομίζω, βγαίνει πιο πηγαία στους επάνω παρά στους κάτω– η σημασία έχει ανατραπεί πλήρως και το είναι για τ' Ασβεστοχώρι απευθύνεται πλέον σε άτομο που μόνο φθισικός δεν είναι: σε κάποιον σίγουρα καλοζωισμένο και μάλλον κοιλιόδουλο, οπωσδήποτε υπέρβαρο και πιθανώς υποχόνδριο. Χρησιμοποιείται ευθέως, ως προσβολή στα μούτρα, και πλαγίως, ως και καλά διακριτικό σχόλιο για κάποιον τρίτο. Συνήθως ο στόχος είναι άντρας αλλά, κατά πώς λένε, εξαρτάται από τη γυναίκα.

Τι άλλο για το Ασβεστοχώρι; Εκεί γεννήθηκε το '44 ο Διονύσης Σαββόπουλος. Και, για κάποιον λόγο, είχε πάντα πολλούς Ηρακλειδείς και, μια εποχή, έναν από τους πιο δραστήριους γαλάζιους συνδέσμους. Εννοείται ότι τα μέλη του ΣΦΗ Ασβεστοχωρίου ήταν ευρύτερα γνωστοί ως φυματικές γριές. Χίλια χρόνια.

  1. — Καλά, και τρίτο πιάτο γιουβέτσι θα φας; Και μετά θα πας να την πέσεις κάνα τρίωρο και σιγά και να μην κάνεις καμμιά δουλειά σήμερα. Ήμαρτον, δηλαδή...
    — Έλα, ρε μάνα... νιώθω κομμένος τώρα τελευταία αφού...
    — Εμ, σε βλέπω αγόρι μου, δε σε βλέπω... έχεις ρέψει... για τ' Ασβεστοχώρι είσαι κι εσύ...

  2. — Ε, μη το λες, προσπαθεί η καημένη η Βέτα... και δίαιτα κάνει και γυμναστήριο πάει... πρέπει νάχει πέσει κάτω απ' τα εκατό...
    — Ναι, αλοίμονο, χάλια έχει γίνει... για τ' Ασβεστοχώρι είναι κι αυτή... είχα κατέβει στη Μοδιάνο χτες, στο Σερραϊκόν ήτανε... μια διπλή κιμά είχε χτυπήσει και της έφερνε και μια κρέμα για από πάνω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι κορόιδευαν οι Ροδίτες τους εσωτερικούς μετανάστες από την Σύμη οι οποίοι φαίνεται ότι, λόγω της έλειψης νερού στο άνυδρο νησί τους, δεν έπλεναν τα μούτρα τους και κυκλοφορούσαν με τις τσίμπλες στα μάτια.

- Αϊ πλύσου, ρε τσιμπλιάρη Συμιακέ... μην κάνεις οικονομία στο νερό... στη Ρόδο είσαι, όχι στο ξερονήσι σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν διάφορα σημεία στο ανθρώπινο σώμα όπου η ροή του ιδρώτα κυλά με πιο γρήγορους ρυθμούς σε σύγκριση με άλλα μέρη. Αυτό ποικίλει ανάλογα με τον άνθρωπο. Σε άλλους αυτό το σημείο είναι το στήθος, σε άλλους οι μασχάλες και τα λοιπά.

Ο ιδρώτας στο στήθος πολλές φορές σκόπιμα δεν αντιμετωπίζεται, καθώς κάνει μερικές λυσσάρες να κοβουν φλέβα, ο ιδρώτας στις μασχάλες αντιμετωπίζεται με οποιοδήποτε απο τα προϊόντα κατά του ιδρώτα και της κακοσμίας κυκλοφορεί στο εμπόριο, άρα θα μπορούσαμε να πούμε ότι δύσκολα ο ιδρώτας μπορεί να βλάψει το image μας.

Έλα όμως που υπάρχει και ένα σημείο που αποτελεί βραχνά. Και αυτό είναι η Αυτού Εξοχότης ο Κώλος. Πόλλες φόρες, ειδικά αν είναι καλοκαίρι και ιδρώνουμε, ο κώλος μας γεμίζει ιδρώτα, έχει μια αίσθηση καψίματος και νιώθουμε τα κωλομάγουλα να γλυστράνε μεταξύ τους. Και αυτό είναι το λιγότερο. Αν φοράμε φόρμα και κάνουμε το λάθος να κάτσουμε κάπου αποκτάμε αμέσως μια στάμπα ιδρώτα στον κώλο κάτι που μας καταστρέφει το image σε χρόνο dt. Όσοι σε κοιτάνε έχουν την εντύπωση «ρε συ, αυτός χέστηκε;» -, ή ακόμα και να ξέρουν το πρόβλημά σου μπορούν ανά πάσα στιγμή να αναφωνήσουν «ρε μαλάκα, χέστηκες;» και να σε κάνουν ρεζίλι στην ομήγυρη. Αυτές οι θλιβερές φιγούρες ονομάζονται υδρόκωλοι και συναντώνται σε μεγάλους αριθμούς ανά την επικράτεια.

Λύση; Η πας αμέσως και αλλάζεις αν έχεις καβάτζα, ή στήνεις κώλο στον πλησιέστερο ανεμιστήρα ή πας τοίχο-τοίχο μη σε πετύχω anyway.

- Ρε μπουχέσα, πάλι ξέχασες το μπέιμπι λίνο;
- Έλα ρε μαλάκα, ξέρεις ότι είμαι υδρόκωλος, μην με κάνεις ρεζίλι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified