Selected tags

Further tags

Υποδηλώνει τον ευπρεπή άνθρωπο με συναίσθηση του γούστου και κυρίως της τάξης στο ντύσιμό του. Ξεχωρίζει από την άψογα χτενισμένη κουπ του και τα ασορτί κάλτσα-γραβάτα-μανικετόκουμπα-μαντήλι που συνηθίζει να φοράει (για άντρες) και την αρμονία των κοσμημάτων στις γυναίκες. Μπορεί να είναι μόνιμο ή ευκαιριακό φαινόμενο.

Ανώνυμη μάνα:

Είδες Νίτσα μου ο Μάκης της Γεωργίας που πήγε να ζητήσει την Μαρία από τις γονείς της; Κουρεμένος... ξυρισμένος... σιδερωμένος... με το κουστούμι του... με τα όλα του το χρυσό μου... Τρίγκα παπαρίγκα σου λέω... Όχι σαν τον δικό μου τον αχαϊρευτο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φαλακρός.

Κοίτα τον καμπριολέ που το παιζει και νέος με τη Μερσεντές!

Got a better definition? Add it!

Published

Η γυναίκα με το μεγάλο στήθος. Τιμής ένεκεν στην Πάμελα Άντερσον του Baywatch.

Κοίτα την Πάμελα στη δίπλα ξαπλώστρα! Με το ζόρι τη χωράει το μαγιό από πάνω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο στρατιώτης που έχει ξεχάσει να φορέσει το στρατιώτικό τζόκεϋ (και συνήθως τρώει καμπάνα).

- Πού πας ρε ψάρακα ασκεπής; Θα φας καμπάνα έτσι και σε δει ο διοικητής!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το οκταγωνικό τζόκεϋ που φοράνε οι αξιωματικοί στον στρατό.

Άμα σε δει ο διοικητής να φοράς οκτάγωνο σε βλέπω αύριο στη σέντρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που προέρχεται από την ιταλική bottiglia και σημαίνει μπουκάλα. Συνήθως την χρησιμοποιούμε για να χαρακτηρίσουμε χοντροκομμένα αντικείμενα ή χοντρά γυναικεία πόδια.

Καλά, η Ειρήνη ενώ είναι τόσο αδύνατη στο επάνω μέρος του σώματός της, έχει κάτι μποτινέλια...

Got a better definition? Add it!

Published

Ο γκασμάς είναι αγροτικό εργαλείο, αναφέρεται σε άτομα με προεξέχοντα τα μπροστινά πάνω δόντια.

.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έχων πολύ μικρό / λεπτό πέος.

- Άσε μαλάκα Μπάμπη, βαράγαμε μια ομαδική με τα παιδιά το Σαββάτο και ο Τάκης είχε πολύ λεπτό πούτσο, σχεδόν τσιγάρο!
- Σώπα ρε μαλάκα, δεν τον είχα για κατσαβιδοψώλη τον Τάκη...

Δες και -ψώλης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που δεν έχει απλώς μεγάλο στήθος αλλά παραπέμπει με το ντύσιμό της σε σεξουαλικές φαντασιώσεις επ' αυτού.

- Μια ζωή ο Χάρης πρέπει να κυκλοφορεί με μια βυζού!
- Εμ πώς αλλιώς να τον προσέξουν...

Δεν ξέρω να μαγειρεύω.  (από Galadriel, 16/02/09)(από electron, 23/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή που έχει πλούσιο στήθος αλλά δεν είναι απαραιτήτως προκλητική, όμορφη ή νέα γυναίκα.

- Ποτέ δεν μου άρεσαν οι βυζαρούδες, λες να έχω πρόβλημα;

λύση στο πρόβλημα (από xalikoutis, 31/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified