Ο Ιησούς Χριστός
Κάποιος που η εμφάνισή του θυμίζει τον Ιησού Χριστό. Είναι αξύριστος, έχει μακρυά μαλλιά μέχρι τον ώμο και πολύ πιθανό είναι παρθένος.
Ο Ιησούς Χριστός
Κάποιος που η εμφάνισή του θυμίζει τον Ιησού Χριστό. Είναι αξύριστος, έχει μακρυά μαλλιά μέχρι τον ώμο και πολύ πιθανό είναι παρθένος.
Got a better definition? Add it!
Γυναικείο χτένισμα. Παρατηρείται συχνά σε περιοχές όπως το Κεφαλάρι και η Γλυφάδα, σε κοπέλες που κυκλοφορούν με πολλά βραχιόλια, φόρμα και πιστωτική κάρτα και φιλιούνται με όλους τους φίλους και τις φίλες τους αντί να πουν «γεια».
Χρόνος προετοιμασίας: άγνωστο.
Συνώνυμα: μαλλί κουνουπίδι
-Τώρα αυτή με το μαλλί αραχνοφωλιά νομίζει ότι είναι όμορφη;
Got a better definition? Add it!
Κοροϊδεύω, εκμεταλλεύομαι.
– Παραλίγο να γίνω πλούσιος σήμερα στον ιππόδρομο! Μου είπε ένας τύπος εκεί για ένα άλογο που θα κέρδιζε σίγουρα, έπαιξα εγώ όλα μου τα λεφτά και τελικά βγήκε τελευταίο το ψωράλογο! – Πάλι κότσο σε έπιασαν ρε Γρηγόρη; Πόσες φορές σου έχω πει να μην τους ακούς αυτούς;
Got a better definition? Add it!
Η πολύ κοντή γυναίκα.
- Ποια είναι η τάπα δίπλα στη Χριστίνα παίδες;
- Πού ρε;
- Δε φαίνεται από δω. Είναι ένα κι ένα milko.
Got a better definition? Add it!
Published
Το λατομείο (κυρ.)
Ο γιγαντόσωμος (μτφ.)
Ο νέος μπασκετμπωλίστας του ΠΑΟ είναι σκέτο νταμάρι.
Got a better definition? Add it!
Άσχημη, άκομψη, υπέρβαρη κοπέλα, συνήθως με ακμή.
Μας είχε πει πολλά για το γκομενάκι που χτύπησε, τελικά όμως αποδείχτηκε τυρόχλα.
Got a better definition? Add it!
Όρος της νεοελληνικής γραμματικής που υποδηλώνει το μεγάλο, ενίοτε δυσθεώρητο μέγεθος ενός αντικειμένου. Χρησιμοποιείται και στον πληθυντικό προκειμένου για ευμεγέθη γυναικεία στήθη.
- Πω ρε φίλε! Την είδες αυτή με το ντεκολτέ κάτι πίμπες που είχε;
Got a better definition? Add it!
Η εύπιστη κοπέλα.
– Καλά, η Κατερίνα το πίστεψε όταν της είπα ότι είμαι ερωτευμένος μαζί της και τώρα μου έχει γίνει τσιμπούρι!
– Εγώ σου το 'χα πει ότι είναι αγαθομούνα...
Η καημένη μωρέ, είναι τόσο αγαθομούνα που πίστεψε ότι ο Χρήστος την έχει ερωτευθεί…
Got a better definition? Add it!
Ο απαίσιος, ο κακάσχημος, αλλά και ο πολύ μαλάκας. Συχνά δε, όλα αυτά μαζί.
Άει μωρέ τον αρχιδομούρη, που θέλει και να παρκάρει την κατσαρόλα του μπροστά στο σπίτι μου!
Got a better definition? Add it!
Η γυναίκα που, λόγω σωματότυπου ή λόγω των χειρονομιών και των κινήσεών της, έχει (ή σε κάνει να φαντάζεσαι ότι έχει) πολύ άγαρμπους τρόπους στο σεξ.
- Πώς ήταν χθες με την μικρή;
- Πολύ αγαρμπομούνα ρε παιδί μου, όταν ανέβηκε πάνω μου κόντεψε να μου τον σπάσει!
Got a better definition? Add it!