Χοντρός, κοιλαράς, πλαδαρός, χοντρολίπαρος.
- Σταμάτα να τρως επιτέλους, έχεις γίνει μπουχέσας!
Ο έχων έναν τον όρχι.
- Κι εκεί που έπαιζε μπάσκετ, του στρίβει το ένα αρχίδι, και τελικά του το κόψανε με εγχείρηση...
- Τι λε ρε παιδί μου... μονάρχης δηλαδή ε...
Got a better definition? Add it!
Η μεταλλάδικη / βλαχοαμερικάνικη / 80's χαίτη, το μουλέτι.
Κοίτα ένα χαιτικό ο τύπος! Κλάνει μαλλί στην κυριολεξία!
Λέξεις για τη χαίτη: (μαλλί-)λασπωτήρας, μάλετ, μουλέτι, χαιτικό, δες και χαιταίος
Σε άλλες γλώσσες: mullet (αγγλικά), nuque longue (γαλλικά), Vokuhila (γερμανικά), svenskerhår (δανέζικα), czeski piłkarz (πολωνικά), hockeyfrilla (σουηδικά), takatukka (φινλανδικά)
Got a better definition? Add it!
Εκ του αγγλικού mullet. Η μακριά πίσω και κατά προτίμηση κοντή μπροστά κόμη, η χαίτη. Χαρακτηριστικό των ανδρών στα 80s, των hillbillys και των μεταλλάδων.
Χαχα! Πού πας ρε με το μουλέτι; Σε πάγο σε είχανε;;!
Σύγκρινε με μοϊκάνα.
Λέξεις για τη χαίτη: (μαλλί-)λασπωτήρας, μάλετ, μουλέτι, χαιτικό, δες και χαιταίος
Σε άλλες γλώσσες: mullet (αγγλικά), nuque longue (γαλλικά), Vokuhila (γερμανικά), svenskerhår (δανέζικα), czeski piłkarz (πολωνικά), hockeyfrilla (σουηδικά), takatukka (φινλανδικά)
Got a better definition? Add it!
Λέγεται και σφιχτερμάνος, κατά το πολισμάνος. Ο σφίχτης, τούμπανος, μουσκουλάτος, φουσκωτός. Ο πολύ γυμνασμένος και συνήθως με λίγο μυαλό. Δουλεύει πόρτα στο μαγαζί της γειτονιάς για να πληρώνει τις κρεατίνες του.
Της την πέφτω και μετά από λίγο σκάει ο γκόμενός της, ένας σφίχτερμαν, και την κάνω με ελαφρά...
Βλ. και μπρατσορακέτας, σφίχτης, μπονταίος, πρησμένος, σβάρτσος.
Got a better definition? Add it!
Η μη εμφανίσιμη κοπέλα. Το μπάζο, η πατσαβούρα, η παντζούρω.
- Πάμε να φύγουμε από 'δω, όλο σαύρες κυκλοφορούν, ούτε μια ωραία δεν έχω δεί.
Βλ. και λίζα
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Λύση στο πρόβλημα της αγαμίας, όταν η μόνη διαθέσιμη είναι γκόμενα-γαρίδα: βάζει τσουβάλι στη μάπα ο μάγκας και κάνει τη δουλειά του.
- Εντάξει σώμα ρε φίλε, αλλά δε βλέπεται!
- Τσουβάλι...
Got a better definition? Add it!
Κοπέλα που φαίνεται χάλια παρουσιαστικά (βασισμένο στο ότι μόλις τη βλέπεις κλείνεις τα παντζούρια - για να μη τη βλέπεις ντε!).
- Καλό γκομενάκι.
- Παντζούρω ρε σαβουρογάμη...
Got a better definition? Add it!
Η ωραία αλλά κοντή γκόμενα, αλλιώς και πινεζοπούτανο.
- Κοίτα ρε βυζιά που έχει το κοντοπούτανο, αντί να το πάρει σε ύψος, το πήρε αλλού το μπόι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified