Selected tags

Further tags

Το μαύρισμα από τον ήλιο που απαντάται σε φαντάρους και σχηματίζεται τριγωνικό στο σημείο του λαιμού και του πάνω μέρους του στέρνου λόγω του σχήματος του χιτωνίου που αφήνει ακάλυπτη την περιοχή αυτή. Λόγω της τριγωνικότητας αυτής αποκαλείται χαϊδευτικά μουνάκι.

Πάσα: Punkelisd.

Τι ήτανε να απολυθείς μες στο κατακαλόκαιρο. Πρέπει τώρα να κάνεις μπόλικη ηλιοθεραπεία να φύγει το μουνάκι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται όταν επί χρήμασι κορασίδες παρατάσσονται με ελλιπή ενδυμασία προκειμένου να τις δει ο πελάτης και αργά ή γρήγορα να επιλέξει.

Μπορεί να συμβεί λ.χ. σε πιάτσες, στο εξωτερικό και σε πραγματικές βιτρίνες (!), σε καναπέδες στριπτιτζάδικου νωρίς, αλλά πλέον κυρίως στο Ίντερνετ. Έχω την εντύπωση ότι η (μη βίρτουαλ) κρεαταγορά αυτή συμβαίνει πολύ λιγότερο στην Ελλάδα σε σύγκριση με το εξωτερικό.

- Χτες πήγα νωρίς στο Μπέιμπι Ωχ και πρόλαβα και την κρεαταγορά πριν βγουν στην γύρα για πουτό-χουρό.

Τα αρνητικά της κρεαταγοράς. (από joe909, 13/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο μποντιμπιλντεράδικο συμπεριέχον, ποιοτικός είναι αθλητής με χαμηλά ποσοστά σωματικού λίπους και, αντιστοίχως, υψηλά ποσοστά καθαρού κρέατος.

Η χρήση του ποιοτικός, εν αντιθέσει προς τα τετριμμένα φέτας, κομμάτιας, κλπ, ή προς τα «λαϊκότροπα» και ολίγον τι vulgar φιτίλιας, σφαγμένος, κλπ, αποκλείει ενδεχόμενη ειρωνεία ενώ προσδίδει επίφαση επιστημονικότητας και επομένως αυξημένο κύρος στο λόγο του ομιλούντος μπιλντεροϋποκειμένου.

- Πώς τον κόβεις το Μήτσο;
- Πολύ πιο ποιοτικός από πέρσι. Δε βλέπεις φλεβίδι που έχει πετάξει; Καλώδια κανονικά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο μποντιμπιλντεράδικο συμφραζόμενο, κρέας είναι η καθαρή, άπαχη μυική μάζα, απόλυτο ιδανικό των πιστών του αθλήματος.

Να σημειωθεί, καταρχήν, η θετική εν προκειμένω σημασιοδότηση του κρέατος, εν αντιθέσει προς τους τρεις εκ των συνολικά τεσσάρων λοιπών ορισμών του.

- Μ' αυτό το φαρμάκι σ' το υπογράφω ότι θα βάλεις τρία κιλά κρέας πάνω σου σε δυο μηνάκια.

Σε αντίθεση προς τον τοις πάσι γνωστό όγκο, το κρέας είναι εξ ορισμού καθαρό, η πεμπτουσία της «ποιότητας». Ο «όγκος» περιέχει, εκτός από καθαρή μυικότητα, λίπος και υγρά, απαραίτητα κατά τα άλλα σε ένα δόκιμο πρόγραμμα σωματοδόμησης. Συνώνυμο του κρέατος είναι μάλλον η (μυική) «μάζα», όρος που συχνά εκφέρεται στον πληθυντικό ως επιφώνημα («μάζες!») ως δηλωτικό οικειότητας και αναγνώρισης μεταξύ μπιλντεριών.

Στόχος του παρόντος δεν είναι να αποτελέσει πηγή πραγματολογικού υλικού περί των τρόπων κτήσεων καθαρού κρέατος / μάζας, να σημειωθεί εντούτοις συνοπτικά ότι η χημική υποβοήθηση αποτελεί, από ένα σημείο και έπειτα, απαραίτητη προϋπόθεση χτισίματος «νέων» μαζών. Σε αντίθετη περίπτωση, η απλή χρήση παραδοσιακών μεθόδων (τακτική γυμναστική και προσεγμένη διατροφή) καθίσταται αργά ή γρήγορα ατελέσφορη, εξαιτίας της ομοιοστατικής λειτουργίας του ανθρώπινου οργανισμού ο οποίος μοιάζει να «αντιστέκεται» στις προσπάθειες διαταραχής των αναλογιών μεταξύ μυικού και λιπώδους ιστού.

Να σημειωθεί, τέλος, η συγγένεια του προκείμενου ορισμού του κρέατος με εκείνον που ορίζει το κρέας ως το πέος, το ανδρικό μόριο. Και στις δύο περιπτώσεις τονίζεται το στοιχείο της καθαρότητας, του αμιγούς αλλά και το ευαίσθητο και άρα άξιο ενδελεχούς προστασίας, ως κόρην οφθαλμού, του εν λόγω κρέατος.

- Μήτσο είσαι στα καλύτερά σου ρε φίλε, με τόσο κρέας απάνω σου δε σ' έχω ξαναδεί. Ποιοτικός κάργα, μπράβο. Έπαιξες γουινάκι;*

*winstrol, εμπορική ονομασία της ουσίας στανοζολόλη

Βούβαλο τ. Belgian Blue (από Vrastaman, 05/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Τσιγγάνος, εις την ρατσιστικήν. Στον πληθυντικό: βρομά.

Ελεεινό λολοπαίγνιο του ονόματος Ρομ.

- «Βαποράκι» 10 ετών με εντολή του… μπαμπά! (Βρομ φυσικά). Ο «στοργικός» πα-τέρας είναι ένας 33χρονος τσιγγάνος που περιδιάβαινε τα στέκια τοξικομανών στον Πύργο, κρατώντας από το χέρι τον 10χρονο γιο του σαν καλός μπαμπάς!
(εδώ)

- Οι Βρωμ το ξέρουν ότι είναι ελληναράδες;
(εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χοντρός μπουχέσας που είναι όλο φαΐ και σκατό. Σε νεαρές ευαίσθητες ηλικίες, αποτελεί συνηθισμένο εύκολο στόχο της παρέας και όσο για γυναίκες, παλιότερα θα περίμενε να του χαμογελάσει μια και μοναδική φορά ο θεός Έρωτας και να βρει μια καλή κοπέλα που θα τον αγαπήσει επειδή είναι καλό παιδί. Τώρα απλώς είναι τακτικός σε στριπτιτζάδικα, κωλόμπαρα κτλ κτλ.

  1. - Κοίτα ένα γκομενάκι που κυκλοφορεί ο φούσκας!!
    - Έχει λεφτά ο πατέρας του...
    - Ααα... (παύση μη καθορισμένου χρόνου προς αναλογισμό της σύμφυτης με τη ζωή αδικίας και της θέσης μας στο σύμπαν ως ανυπεράσπιστα μικρόβια)

  2. (από γκρουπ στο facebook κάποιων που θέλουν κι αυτοί να σφαλιαρίσουν τον Πάγκαλο...)
    «Τι λες ρε φούσκα... βλέπεις εδώ σε εμάς πόσοι θέλουν να σε μπατσίσουν ;;;; Δεν σε ενδιαφέρει αυτό;;; »

Βλ. και εύχοντρος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός ή αυτή που έχει φάτσα σαν να είναι πρωταγωνιστής/τρια ταινίας πορνό.

Η έκφραση αναλύεται και τεκμηριώνεται μηδιακώς στο λήμμα τσόντα-face του slangprof, ωστόσο τα διαδιχτυακά ευρήματα δείχνουν ότι χρησιμοποιείται εξίσου και για γυναίκες και για άντρες. Οπότε θα διέκρινα τις τσοντόφατσες ως εξής:

  1. Για άντρες.
    Είναι, όπως γράφει ο slangprof, «η φάτσα που έχει κάτι το διεστραμμένο, το παρακμιακό αλλά και το διαχρονικό μαζί». Η τσοντόφατσα είναι συχνά σκατόφατσα με την καλή έννοια, δηλαδή ένας άσχημος που γοητεύει. Λογικό, αφού άμα έχεις καλό κάτω κεφάλι, σε παίρνει να είσαι άσχημος στο πάνω κεφάλι, και άμα το θεωρήσουμε δαρβινείως οι τσοντόφατσες είναι άσχημοι γιατί δεν χρειάστηκε να είναι όμορφοι για να επιβιώσουν.

Θα προσέθετα, επίσης, ως βασικό συστατικό της αντρικής τσοντόφατσας το παγερό βλέμμα με απόλυτη έλλειψη συναισθήματος, που δηλώνει ότι ο φέρων την τσοντόφατσα δεν θα ορρωδήσει μπροστά σε τίποτα. Βλέμμα τσοντόφατσας διαθέτουν κτγμ οι John Holmes και Peter North.

Ως μια παραλλαγή τσοντόφατσας θα θεωρούσα κάποιον που έχει ύφος καλούλη ή και γραφικού, αλλά εντούτοις ή μάλλον για αυτόν ακριβώς τον λόγο υποψιαζόμαστε ότι αποτελεί μέγιστο κουνελοπνίχτη, λ.χ. Ron Jeremy.

Επίσης, για να κλείσουμε με τα συγκεφαλαιωτικά παραδείγματα του slangprof, θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε ως τσοντόφατσα και τον όχι-και-τόσο-ωραίο ζεν πρεμιέ τ. Φαίδωνος Γεωργίτση, δηλαδή αυτόν που επέχει θέση ωραίου χωρίς να είναι ωραίος, οπότε φανταζόμαστε ότι αναπληρώνει το έλλειμμα χάρη σε αρετές τσοντοπρωταγωνιστή.

Ασφάλουσλυ, συνήθως κάποιος είναι τσοντόφατσα όχι τόσο αντικειμενικά, αλλά συναφειακά, δηλαδή είτε επειδή συνοδεύεται από κάποιον θρύλο για το άτομό του, είτε επειδή έχει μια ανεξήγητη επιτυχία στις γυναίκες, για τις δε μη σελέμπριτιζ τσοντόφατσες, αν δεν θέλουμε να προβούμε σε λεπτομερέστερη ανάλυση όπως παραπάνω, θα μπορούσαμε να πούμε απλώς ότι είναι μια σκατόφατσα που επιπλέον έχει επιτυχία στις γυναίκες.

  1. Για γυναίκες.
    Είναι ο υπερθετικός της κατηγορίας σκυλί, σκυλί μαύρο, σκυλί ατάιστο, σκυλί του πολέμου. Δηλαδή μια γκόμενα υπέρμετρα σέξι, αλλά χωρίς να είναι όμορφη λόγω σκληράδας στα χαρακτηριστικά της. Ή μια γκόμενα γαρίδα, δηλαδή σώμα τούμπανο και πρόσωπο για πέταμα. Στο λαϊκό φαντασιακό τσοντόφατσα είναι το άσχημο πρόσωπο μιας σέξι γυναίκας, που έχει χαλάσει από τα αλλεπάλληλα χυσομαπίδια που δεν μπορούν παρά να έχουν αφήσει τα ίχνη τους στην έκφρασή του.

Ασφαλώς, χαρακτηριστικό της τσοντόφατσας είναι και το ακραίο μοντιφάρισμα, δηλαδή κονάτα τσιμπουκόχειλα, πλαστικές στη μύτη, ίσως μπότοξ, τσιμπουκο-πίρσινγκ, εξτένσιονς στα μαλλιά, ψωλάριουμ και πιο κάτω Σίλικον Βάλεϋ και τσουλόσημο.

Κάτι ακόμα ενδιαφέρον ως προς την χρήση της έκφρασης είναι μια έντονη πραγματικοποίηση (reification) του όρου. Δηλαδή ο όρος αναφέρεται πολλές φορές ως κάτι που είτε είσαι είτε δεν είσαι, τ. τσοντόφατσα γεννιέσαι, δεν γίνεσαι. Το οποίο, βέβαια, είναι σε κατάφωρη αντίθεση με το γεγονός ότι στις μεν γυναίκες η τσοντόφατσα αποτελεί τελικό αποτέλεσμα μιας σειράς μοντιφιών, στους δε άντρες αποτελεί απότοκο μιας καλλιέργειας θρύλων για το άτομό τους, τις σεξουαλικές επιδόσεις τους, την συναφειακή συνύπαρξή τους με θεόμουνα, ώστε εντέλει μάλλον να ονομάζουμε εκ των υστέρων τσοντόφατσα κάποιον που ήδη ξέρουμε τα υπόλοιπα στοιχεία για αυτόν. Ωστόσο, ο όρος συχνά χρησιμοποιείται ωσάν η τσοντόφατσα να είναι ένα πάγιο δεδομένο χαρακτηριστικό, όπως λ.χ. το ύψος, το ανάστημα, οι αναλογίες, το μέγεθος πέους κ.ο.κ., ή έστω μια πάγια χαρακτηριολογική έξη που κάποιος ή το 'χει ή θα πρέπει να βγάλει αλλιώς το ψωμί του.

  1. απο εμφανιση αυτο που περιμενα τσοντοφατσα καβλε κ φυσικα ολα φεικ πανω της...βυζια στομα μυτη πλαστικα,μποτοξ κατα δηλωση της,πιρσινγκ στη γλωσσα,3/4 ταττου,σολαριουμ,εξτενσιονς...κωλαρα βραζιλιανικη κ φυσικα υψος χομπιτ (Εδώ).

  2. Διένεξη για το αν είναι τσοντόφατσα ο Σάι Μπάμπα εδώ

  3. Ωραιο κορμι εχει,τσοντοφατσα ειναι.Το μονο που της λειπει ενα ζευγος «αεροσακοι» μερικα νουμερα μεγαλυτεροι!!! ::) ... (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Επίσης, αερόσακοι είναι τα μεγάλα βυζιά, είτε φυσικά, είτε, κυρίως, σιλικονάτα.

Σχετικοί είναι οι μπανεύκολοι αστεϊσμοί προς γυναίκα με ευμεγέθη στήθη ότι δεν χρειάζεται να έχει αερόσακους στο αυτοκίνητο, ή ότι μπορεί να σωθεί η ζωή της σε τροχαίο, ή αντιστρόφως ότι σε αντίθεση με τους δόκιμους αερόσακους οι εγκληματικοί αερόσακοι μιας βυζαρούς δεν σώζουν από ατυχήματα, αλλά τα προκαλούν.

  1. «Είναι μεγάλα. Πολύ μεγάλα. Και το ομολογώ: Είναι ευχή, αλλά είναι και κατάρα». Μια μαρτυρία. [...] Μπορεί οι ατάκες «εσύ δεν παθαίνεις τίποτα, έχεις αερόσακους» και τα πονηρά χαζογελάκια που ακολουθούσαν να μας έκαναν τότε να κοκκινίζουμε από ντροπή, αλλά τώρα ξέρουμε ότι έχουμε αυτό που οι άντρες θαυμάζουν και οι γυναίκες φθονούν. Και αυτό που εμείς οι ίδιες άλλοτε αγαπάμε, άλλοτε μας εκνευρίζει αλλά πάντα μας εξασφαλίζει μια καρέκλα, έστω και στη γραμματεία. (Εδώ).

  2. και ενώ μπορεί (ενν. η Σάσα Μπάστα) να απέρριψε 4 φορές την πρόταση για ταινία πορνό, περιμένει την καλύτερη πρόταση για γυμνή φωτογράφιση με τους νέους εμπρόσθιους αερόσακους… (Εδώ).

  3. POSO EPIREAZH THN SXESH AN H GYNAIKA EXH MEGALA H MIKRA TA STHTHI(VIZIA) ALHTHIA TOSO SHMANTIKO GIA TIS SXESEIS AN THS GYNAIKAS EINAI MIKRA H MEGALA TA STHTHI THS (visia) [...]
    Επιπροσθέτως μπορούμε να βρούμε και άλλα παραδείγματα τα οποία συνηγορούν στην σημαντικότητα του μεγέθους. Ένα απο αυτά είναι οτι μεγαλύτερο στήθος της γυναίκας σημαίνει μεγαλύτερες πιθανότητες επιβίωσης σε τροχαίο ατύχημα. Μπορείς επίσης να εκμεταλευτείς αυτήν την ιδιότητα ενός μεγάλου γυναικίου στήθους και να μην βάλεις αερόσακους στην θέση του συνοδηγού στο αμάξι. Το κερδισμένο ποσό μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την βελτίωση της σχέσης. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Είδος σκατόφατσας.

Κυριολεκτικά είναι ο νταβάς, ή αυτός που εικάζουμε λόγω εμφάνισης, αύρας, κύρους, ότι είναι νταβάς. Για να είναι χαρακτηριστική νταβατζόφατσα πρέπει να είναι και άσχημος, να έχει αποτυπωθεί στην φάτσα του το ψήσιμό του στην ζωή και τη νύχτα, λ.χ. με ουλές κ.τ.ό.

Ακόμη μπορεί να ειπωθεί για κάποιον που έχει ύφος ή μάλλον έξη αποτυπωμένη στο πρόσωπο νταβατζή με την μεταφορική έννοια, δηλαδή διεφθαρμένου εκμεταλλευτή που απαιτεί παντοειδή νταβατζιλίκια. Νταβατζόφατσες βρίσκει κανείς συχνά μεταξύ δημόσιων λειτουργών.

Επίσης για κάποιον άσχημο και μεγάλης ηλικίας που κυκλοφορεί με θεόμουνο. Σε αυτή την περίπτωση η νταβατζόφατσα ορίζεται όχι αφ' εαυτής, αλλά συνταγματικά από την συνάφειά της, δηλαδή είναι το θεόμουνο που καθιστά τον ηλικιωμένο άσχημο νταβατζόφατσα (αν και μπορεί απλά να είναι σκατόφατσα με την καλή έννοια, όπως την ορίζει ο Χαλικούτης).

Παραθέτω από το Νέτι, όπου το βρήκα κυρίως ως φάτσα νταβατζή:

  1. εχτες το απογευμα που λετε υστερα απο μια μικρη βόλτα ακριβως στην φυλης και ακριβως εξω που δουλευει το χριστινακι βλεπω μια φατσα νταβατζη αλλο πραμα.Ηταν ενας Ελληνας απο οτι τον εκοψα μαζι με μια εκδιδομενη κοπελα που μαλλον ειχε σχεση μαζι της γτ περιμένανε να ανεβουν στην μηχανη του,ο νταβας αλβανος, θα τον δειτε πολλες φορες ενα μετρια σε υψος αρκετα σωματωδεις χοντρος και με μια μεγάλη ουλη κοκκινη στο αριστερο μερος του προσωπου και συγκεκριμενα του λαιμου του,κυκλοφορει συνήθως τα βραδια αλλα τυχαια τον πέτυχα το μεσημερι, προσωπικα ευχήθηκα το παιδι που θα εφευγε με την κοπέλα να μην ειχε μπλεξιματα με τους συγκεκριμένους γιατη δεν χαριζουν κάστανο.Εκατσα λοιπον δηθεν 2 μετρα ποιο περα και με ενα βλέμα δηθεν οτι δεν μπορω να επιλέξω σπιτη να παω, ακουγα κατι ψιλα, και ακουσα κατα τυχη τον λογο που εχει την ουλη στο πρόσωπο ,λεει << μαγκα την βλέπεις αυτην την ουλη, αυτη μου την κάνανε αντιπαλοι νταβατζήδες για μια κοπέλα και συγκεκριμενα για τα λεφτα που θα επερνε ο καθενας, μπορει να επεφτα νεκρος τώρα>> στην τελικη εμενα στα παπαρια μου τι θα παθουν αυτα τα εκτρώματα, αλλα εμενα με κανει αλλο πραμα και σκαω...εμενα αλλο μου την δινει, σε μεγαλο ποσοστο τα λεφτα μας τα κονομανε αυτοι;
    εε οχι ρε φιλε, Ε ΟΧΙ... (Εδώ).

  2. Το κείμενο αυτό το αφιερώνω στον ακατανόμαστο χοντρό ελεγκτή (με φάτσα νταβατζή) που ''συχνάζει'' στις γραμμές 3, 13 και 10 του τρόλλευ στην κηφισίας, ο οποίος εδώ και κάτι μήνες μου έκοψε πρόστιμο επειδή το εβδομαδιαίο εισιτήριο που κατείχα, είχε λήξει 10 λεπτά πριν τον έλεγχο. (Εδώ).

  3. στην πλαζ αλιμου εχω πετυχει καμια 5-6 ρωσιδοπιπινια με τα ζιαβυ χυμα και διπλα κατι 60 φευγα κλασικες νταβατζοφατσες.. γαμω τα γελια σκηνικο.. σουρεαλισμος λεμε. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αρκτικόλεξο Όφα (= Όπου Φυσάει ο Άνεμος) δεν αντιστοιχεί μόνο σε ένα οιονεί πολιτικό κόμμα των ανερμάτιστων και οπορτουνιστών. Οι χρήσεις του είναι ευρύτερες.

Όφα είναι γενικώς ένας τύπος γιούχου, σε φάση τρεις λαλούν και δυο χορεύουν, ομνύων στο σεπτό δόγμα του ο,τινανισμού. Περαιτέρω συμβολή στη φαινομενολογία του όφα: αναποφάσιστος, μονίμως με αίσθηση ανικανοποίησης, ευμετάβλητος, αναξιόπιστος, ασταθής, επιπόλαιος, ασόβαρος, χειραγωγήσιμος, κλπ.

Προτιμάται ιδιαιτέρως ως χαρακτηρισμός ατόμων θηλυκού γένους, προδιαθέτει εν προκειμένω η κατάληξη -α. Το όφα ως το θηλυκό του επιθέτου οφ: άκυρος, άμπαλος, άσχετος, αουτσάιντερ (αλλά όχι underdog, όρος με λεπτές, λεπτότατες νοηματικές αποχρώσεις), κλπ.

- H γκόμενα είναι όφα, τι πας να μπλέξεις;

Επειδή ως γνωστόν ενός κακού μύρια έπονται - και επειδή η σλανγκ ενίοτε αγαπά τις βάναυσες γενικεύσεις - μια γκόμενα όφα είναι, συνήθως αλλά όχι πάντα, και μπάζο, πλην των άλλων ελαττωμάτων της.

(σ.ς.: εν γνώσει και προς συμπλήρωση του ορισμού του Πονηρόσκυλου)

- Εγώ ρε αγόρι σε θυμάμαι μια ζωή με τίμια γκομενάκια, τι είν' αυτή η όφα που τραβιέσαι τώρα;

(από Khan, 31/08/11)

βλ. και όπου φυσάει

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified