Selected tags

Further tags

Χαρακτηρισμός γκόμενας προκαλέσασας μεγάλη ζημιά. Μπορεί να μοιάζει με το μπάζο ή με το μπουζούκι αλλά η πραγματική ρίζα της λέξης είναι το γνωστό όπλο Μπαζούκας. Αναφέρεται συνήθως σε αυτό που λέμε γυναίκα-γκόμενα.

Την λέξη την πρωτοάκουσα πρόσφατα και ρώτησα να μάθω και την ακριβή προέλευσή της για να τη μοιραστώ μαζί σας (δείτε στο παράδειγμα).

(Η πρώτη χρήση της λέξης σε πραγματικό διάλογο)

Α ρε Μαράκι... σε πήραμε για νεροπίστολο και μας βγήκες μπαζούκι!

bellzouki (από ΠΡΩΤΕΥΣ, 15/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Κορμοράνος (Phalacrocorax carbo και όχι cabrio) είναι ένα διαδεδομένο θαλασσοπούλι. Συναντάται σε πολλά μέρη στην Ευρώπη, Ασία και Αφρική και στην Ανατολική Ακτή της Βόρειας Αμερικής, όπως λέει και η Βικούλα μας.

Ειδικότερα το πτηνό ενδημεί στην περιοχή του Ελαιώνα, ακριβώς εκεί που ήθελε να καταστρέψει την περιοχή ο βάζελος για να χτίσει γήπεδο, άκουσον άκουσον, μέσα στον υπέροχο βιότοπο.

Ο Κορμοράνος ο Σλανγκικός (Phalacrocorax slangus) είναι το φετόνι που έχει συνολικά πολύ ωραίο κορμί και είναι νεαρής αναπαραγωγικής ηλικίας [(sl)Angus Young].

Πάρα πολύ μεζεδάκι σου λέω το μωρό μου, πρέπει να σου τονε γνωρίσω, μας κάνει και πιλάτες στο τζυμ. Κορμοράνος σου λέω το παιδί.

(από perkins, 01/06/10)(από perkins, 01/06/10)slangus young (από perkins, 01/06/10)

βλ. και κορμαρίων

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λαϊκός τύπος που έχει κάποιες τρέντυ πινελιές. Δεν χρησιμοποιείται υποτιμητικά, αλλά σαν χαιρετισμός μεταξύ φίλων που γνωρίζονται καλά μεταξύ τους.

Με την ίδια έννοια χρησιμοποιείται και το «τρεντάκος».

  1. - Τι κάνεις τρεντόπουλο, πώς πάει;

  2. - Έλα ρε τρεντάκο, πού χάθηκες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

('Εχω γίνει σαν) σκουμπρί: υποδηλώνει άσχημη εξωτερική εμφάνιση, κυρίως λόγω γήρατος ή ασθένειας. Χρησιμοποιείται και υποτιμητικά όταν απευθύνεται σε τρίτο πρόσωπο.

  1. Άσ' τα είμαι άρρωστος από προχτές, έχω γίνει σα σκουμπρί.

  2. Πώς είσαι έτσι μωρή; Σα σκουμπρί έχεις γίνει...

Αυτό δεν είναι άσχημο. (από poniroskylo, 31/07/10)Αυτό όμως; (από poniroskylo, 31/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα αγοράκια από είκοσι μέχρι περίπου τριάντα ετών που έχουν φέτες κοιλιακούς. Τελευταία φοριέται πολύ στους μπάτσους με τα μοτοσακά της ομάδας Ζεύς και λέγεται αβέρτα-κουβέρτα σε γυναικοπαρέες στραβογαμημένων και όχι μόνο.

(Στο γραφείο)
- Για δείξε μου παρακαλώ το πρόγραμμα.
- Σκάσε μωρή λυσσάρα, κάτι έγινε και μαζεύτηκαν τα φετόνια από κάτω... αχ εμένα να συλλάβετε... τι γκαύλα τα άτιμα.

Άσπρα φετόνια (από perkins, 01/06/10)Μαύρα φετόνια (από perkins, 01/06/10)Νεκρό - δολοφονηθέν Φετόνι Ηπείρου. (από perkins, 01/06/10)Τι προμηνάνε τα μαύρα και τα άσπρα φετόνια; (από perkins, 02/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεολογισμός που σχηματίζεται από την αγγλική λέξη straight (εξελλην. στρέιτ) -> άμεσος, ευθύς, κατευθείαν, συν την κατάληξη -άδικος, και που χρησιμοποιείται για να δηλώσει τα εξής:

  1. (Μουσ.) Ρυθμός, ή σύνθεση, ή τρόπος παιξίματος μουσικού κομματιού (ασχέτως οργάνου) που χαρακτηρίζεται από ευθύτητα και αμεσότητα κατά τη σύλληψη και την εκτέλεση, που δεν εμπεριέχει περίτεχνα ή περίεργα γυρίσματα ή σπασίματα αλλά εξελίσσεται ευθύγραμμα και χαρακτηριστικά του μουσικού ιδιώματος στο οποίο ανήκει.

Ως στρεϊτάδικος δε χαρακτηρίζεται και ο ήχος μουσικού οργάνου που δεν περιλαμβάνει επεξεργασία, αλλά που είναι άμεσος και για μία ακόμη φορά χαρακτηριστικός του εκάστοτε μουσικού ιδιώματος (βλ. και καρφί).

  1. Ως στρεϊτάδικο αποκαλείται και ο χώρος ή το μέρος στο οποίο συχνάζουν άτομα ετεροφυλοφιλικών σεξουαλικών προτιμήσεων (βλ. στρέιτ).

  2. Ως στρεϊτάδες αποκαλούνται τόσο οι ετεροφυλόφιλοι σεξουαλικά άντρες (δεν συνηθίζεται ο χαρακτηρισμός στις ετεροφυλόφιλες γυναίκες), αλλά ακόμη περισσότερο οι θιασώτες της ιδεολογίας straight-edge ή στρέιτ-ετζ, στρέιτετζ.

(Όσον αφορά το μουσικό σκέλος του ορισμού, η διαδικτυακή έρευνα δυστυχώς δεν είχε αποτελέσματα. Οποιοσδήποτε γνωρίζει και μπορεί να συνεισφέρει για την τεκμηρίωση, ας τ' αναφέρει στα σχόλια. Πάντως, ο συντάκτης του παρόντος ακούει και χρησιμοποιεί το λήμμα με τον συγκεκριμένο ορισμό εδώ και χρόνια).

  1. «Έχεις λαλήσει εντελώς», τον ρώτησε ο Mike. «Πήγες να ψωνιστείς και να παίξεις σε redneck στρεϊτάδικο; Και στο δρόμο, οδηγώντας; Θα σε σκοτώσουν ή θα σε μαντρώσουν». (Εδώ)

  2. Μπαίνω σε σεσημασμένο στρειτάδικο. Ο Μάκης επιμένει ότι πέρυσι είδε «και κάτι τρελές» και ότι «δεν χρειάζεται να κάνεις παρέλαση. Είμαι αντίθετος με τον όρο γκέι, πιστεύω σ’ αυτά που προστάζει η φύση». Μα κι αυτό, προσταγή της φύσης δεν είναι; τον ρωτάω. Επιμένει. Ο Θάνος εργάζεται σε στρατιωτική υπηρεσία: «Δεν πιστεύω γενικά στις διαδηλώσεις. Πιο αποτελεσματικό θα ήταν ένα ψήφισμα». Πώς φαίνεται το επάγγελμα! (Εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοπαίγνιο από το γαλακτομπούρικο (ή -μπούρεκο) και το μπούτι. Έτσι αποκαλείται κοπελιά με πολύ άσπρα μπούτια (και γενικά ξασπρισμένη), τόσο που να θυμίζουν την ασπρίλα του γάλα(κ)τος.

Συχνό χαρακτηριστικό σε γκομενάκια από ΗΒ / Ιρλανδία / Γαλλία, το οποίο όχι μόνο δε με χαλάει, αλλά με τέρπει όσο ένα... ταψί γαλακτομπούρικο (είμαι λίγο χοντρούλικο, το ατιμούτσικο). Συνοδεύεται συχνά από φακίδες και από πολύ λεπτά χαρακτηριστικά προσώπου. Αν φοράει δε και γυαλιά... βαστάτε με!

Έκφραση που συνοδεύει την ανεύρεση τέτοιας γκομενός: «Γαλατάς ήταν ο πατέρας σου;»

- Λοιπόν, δε μου 'πες. Σ' άρεσε η Bridget;
- Αν μ' άρεσε λέει... Κωλόφαρδε, πάλι γαμώ τα μουνάκια πηδάς!

Αγνό γαλατάκι! (από Αλάριχος Τεκέλογλου, 29/05/10)Οι Τρεις γαλακτομπούτικες Χάριτες, το αισθητικό ιδεώδες του αλμπινιστή και τοφαλολάγνου Rubens.  (από Khan, 31/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια σημαντικότατη ιδιότητα που περιλαμβάνεται στο προφίλ του τέλειου άνδρα, του άνδρα του σωστού, μαζί με το αλαβάστρινο απολλώνιο κορμί, το εξαπάκετο, όπου η γκόμενα τρίβει πάνω του το τυρί για την μακαρονάδα, και το θεληματικό πηγούνι.

Πάσα: Χότζας, ένα είναι το σλανγκρ, και ο Χότζας ο προφήτης του!

Γνωρίζεις τον γκόμενο της ζωής σου στο Facebook. Η φωτογραφία τα λέει όλα. Νέος, ωραίος, ψηλός, αρρενωπός, θεληματικό τσουτσούνι, φέτες οι κοιλιακοί. Σου ζητάει το MSN σου για να κάνετε chat. Εσύ μην ξέροντας τι είναι το MSN αναρωτιέσαι αν αυτό είναι το πολυτιμότερο πράγμα που έχεις και αν πρέπει να το δώσεις.

Ρίτα Σακελλαρίου: Νέος, ωραίος, πράσινα μάτια... (από HODJAS, 29/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παγωτατζής, δηλαδή αυτός που φορά λευκά ή υπόλευκα ρούχα με αποτυχημένο λαϊκότροπο στυλ.

Βλ. ορισμό της Ιρονίκ και σχόλιο του (καθ' ύλην αρμοδίου) Δεληολάνη.

Ο John Malkovich ήρθε στην Αθήνα να παίξει την Κολασμένη Κωμωδία, αλλά μάλλον έπεαιξε το Ο Γαλατάς θα χτυπήσει τρεις φορές.

Got a better definition? Add it!

Published

Χαρακτηριστικό ανδρικό χτένισμα σύμφωνα με το οποίο:

α) Επιβάλλεται χωρίστρα αλφαδιασμένη, κυρίως στο πλάι αλλά και στη μέση του σκαλπ ενίοτε.
β) Το σύνολο του μαλλιού είναι γυαλιστερό και κολλημένο στο κρανίο με τη βοήθεια μπρι(γ)ιόλ, μπριγιαντίνης ή λεμονίτας (με ζάχαρη η σκέτη).

Ο βοϊδογλειμμένος είναι συνήθως γόνος «καλών »οικογενειών, κουστουμάτος ή ντυμένος με πόλο, σορτσάκι και σοσόνια. Πρέπει δε να αναφερθεί ότι η βοϊδογλειψιά ήταν της μόδας κατά καιρούς αρκετές δεκαετίες πριν, αλλά τη σήμερον ημέρα είναι ντεμοντέ.

Επίσης στα σχολεία φοριέται στους σπασίκλες και πάει πακέτο με τα καβλόσπυρα, το σμήγμα και τη γυαλαμπούκα.

- Καλώς τον Λέλο. Πού ήσουνα ρε φίλε, στο μαντρί;
- Όχι, σπίτι.
- Ά, γιατί μου φαίνεσαι σαν να σε έγλειψε γελάδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified