Selected tags

Further tags

Ο γυμνασμένος τύπος που κάνει διατροφή και είναι στεγνός.

Ετυμολογικά προκύπτει από το μήλο του Αδάμ γνωστό και ως καρύδι, το οποίο παρόλο ότι είναι μεγαλύτερο στους άντρες και συνεπώς φαίνεται εντονότερα, συνήθως δεν είναι διακριτό παρά μόνο στους λεπτούς. Χρησιμοποιείται εξίσου και το υποκοριστικό καρυδάκι για να χαρακτηρίσει εκείνον που θεωρεί τον εαυτό του γυμνασμένο και συμπεριφέρεται επιδεικτικά μεν, εσφαλμένως δε, στο ασθενές φύλο.

Συνώνυμο με: στεγνός, σφίχτης.

  1. - Κοίτα το καρύδι πως κοιτιέται στον καθρέφτη!
    - Φέτες είναι ο πούστης!
    (Συζήτηση σε γυμναστήριο)

  2. - Ρε γελοίε, φοράς αμάνικο; Καρυδάκι!

Παραπλανητική πατέντα. (από Galadriel, 25/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται κυρίως από Θεσσαλονικείς για να χαρακτηρίσουν περιπαικτικά τον Αθηναίο με καταγωγή βορείων προαστίων αλλά και της Γλυφάδας, Βούλας, Βουλιαγμένης, που είτε είναι, ή παρουσιάζεται, ως γόνος πλούσιας οικογενείας και προπαντός καλό παιδί.

Ετυμολογικά προκύπτει από τη συνήθεια των παραπάνω να ψωνίζουν πουκάμισα με κεντημένα τα αρχικά του ονοματεπώνυμου από το γνωστό ράφτη της Αθήνας Γιαννέτο.

Συνώνυμο με: λεμές, φλώρος

- Τι με λες τώρα, τι να μας πει ρε και ο γιαννέτος που ασχολείται όλη μέρα με τη διαφορά του κροκ μεσιέ από το κροκ μαντάμ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κομμάτι, ο κόμματος.

- Ρε συ... Το τεμάχιο το πρόσεξες;
- Καλόοοοο...

(από Khan, 30/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο έχων γυμνασμένο κορμί και ιδιαίτερα κοιλιακούς μύες σαν φέτες καλοριφέρ. Συνώνυμo: φέτες.

- Ρε συ φιλαράκι, καλοριφέρ έγινες! Παίρνεις τίποτα;
- Διατροφή ρε συ και λίγο γυμναστήριο.
- Καλός παπάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται πάντα στο ουδέτερο γένος και ως επί το πλείστον εις διπλούν, για να χαρακτηρίσει μια πολύ ωραία, σέξι γυναίκα.

Συνώνυμο με: αρρώστια, μουνάρα, κόμματος.

- Την είδες εκείνη με τη στρινγκιέρα;
- Ωωωωω, άρρωστο άρρωστο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξελληνισμός για το γυναικείο εσώρουχο ή μαγιό τύπου στρινγκ. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και περιπαικτικά για τα ανδρικά κολυμβητικά μαγιό τύπου speedo.

  1. - Ω ρε μάνα μου μια κωλάρα!
    - Ποια ρε συ;
    - Να αυτή με τη μαύρη τη στρινγκιέρα που παίζει ρακέτες.

  2. - Ρε κοίτα έναν γελοίο που φοράει και στρινγκιέρα!

(από enojados, 27/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μειωτικός και χλευαστικός χαρακτηρισμός που αναφέρεται:

  • Στον συμπαθή αλλοδαπό της γείτονος (και όχι μόνο) ώστε να τον μειώσουμε και να του υπενθυμίσουμε την ανωτερότητα του Ελληνάρα.
  • Σε αντιπαθή ημεδαπό, ο οποίος με την αισθητική και συμπεριφορά του είναι άξιος υποψήφιος για το κλειδί της πόλης των Τιράνων.

Κοίτα ρε τον αλβανιάρη ζάντα που έβαλε στο Range...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βοσκός αποκαλείται ο τύπος εκείνος που κατεβαίνει σε μεγάλες και σύγχρονες πόλεις τής ελληνικής επαρχίας, χωρίς όμως να έχει φροντίσει την παρουσία του σε ικανοποιητικό βαθμό και κάνοντας επίδειξη, εισπράττοντας έτσι αρνητικά σχόλια.

Ο βοσκός κατεβαίνει στην πόλη κυρίως σε γιορτές, αργίες και πανηγύρια, χωρίς να είναι λίγες οι φορές που θα κατέβει και σαββατοκύριακα.

Υπάρχει έντονη διαφοροποίηση μεταξύ του βοσκού, ο οποίος φέρνει τη στάνη στην πόλη, και του κατοίκου χωριού ο οποίος δεν προκαλεί με τη συμπεριφορά του και φροντίζει την εμφάνισή του, σε βαθμό ώστε να συμβαδίζει με τους ρυθμούς της πόλης.

Ο βοσκός συνήθως οδηγεί αγροτικο, με το οποίο πολλές φορές προσπαθεί να στήσει κόντρες με άλλα οχήματα, προκαλώντας με την ταχύτητα που αναπτύσσει, αλλά και τις οδηγικές φιγούρες (π.χ. κωλιές, παράνομες αναστροφές) στις οποίες επιδίδεται. Εδώ να τονίσω ότι το λήμμα δεν καυτηριάζει το ίδιο το αγροτικό, αλλά τον επικίνδυνο και προκλητικό τρόπο οδήγησης.

Επίσης μοιάζει λίγο χαμένος στα φώτα και τους δρόμους της πόλης. Ωστόσο οι πιο έμπειροι βοσκοί που έχουν κατέβει στην πόλη πολλές φορές, δεν αντιμετωπίζουν τέτοιο πρόβλημα.

Όσον αφορά το ντύσιμο του βοσκού, παρατηρούμε ότι έτσι κάπως θα πήγαινε και στο καφενείο του χωριού του. Συνήθως φοράει μπότες, ανοιχτό πουκάμισο με φλοκάτη από μέσα και μεγάλο σταυρό στο στήθος.

- Εδώ κοίτα ρε, πώς πάει έτσι με το αγροτικό!
- Καλά, εδω είναι κλασσικό φαινόμενο... έχει γεμίσει η πόλη βοσκούς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι όχι απλώς άκωλος, αλλά αν τον δεις σε προφίλ είναι σα σανίδα.

Η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως για γυναίκες. Η σανιδοκώλα ανήκει στην κατεξοχήν περίπτωση γυναίκας που, με την πρώτη ευκαιρία, θα σπεύσει να κάνει προσθετική γλουτών, από κει που όλες τρέχουν για λιπαναρροφήσεις (αυτό δεν σημαίνει ότι και άλλες, εύκωλες, δεν πάνε για προσθετική, να ξηγούμαστε).

Αντίστοιχη έκφραση για το στήθος (για γυναίκες): πλάκα, κόντρα πλακέ, σανίδα, ή το καταπληκτικό Βρασταμένειο που θα έπρεπε να κατατεθεί από τον ίδιο ως νεολογισμός και ό,τι πάρει από ψήφους: «χωρίς-χωρίς» - ως αντίθετο του μεμέ...

  1. - Κορμάρα η Τζέιν ε;
    - Τι κορμάρα ρε μαλάκα, είναι εντελώς τελείως σανιδοκώλα! - Όχι ρε... το τζην την δείχνει έτσι...
    - Ναι, το τζην.

  2. «Βραζιλιάνικα Οπίσθια
    Τα στητά, καμπυλωτά οπίσθια είναι το απόλυτο τρεντ της εποχής.
    Η αύξησή τους γίνεται με την χρήση ενθεμάτων σιλικόνης που είναι εντελώς διαφορετικά από αυτά του στήθους.

Περιέχουν ένα πιο ελαφρύ ζελ σιλικόνης, έχουν ικανότητα προσαρμογής στις κινήσεις του σώματος και θεωρούνται ιδιαίτερα ανθεκτικά.

Γίνεται με μία μικρή τομή, περίπου 4 εκατοστά στην «ουρά», στην σχισμή μεταξύ των γλουτών, από όπου τοποθετούνται τα ειδικά ενθέματα σιλικόνης.

Η επέμβαση γίνεται σε ολική νάρκωση και διαρκεί 2 ώρες περίπου.

Μετεγχειρητικά απαιτείται για δύο μέρες να παραμείνει ο ασθενής σε μπρούμυτη θέση.

Ο πόνος αντιμετωπίζεται με απλά παυσίπονα. Για 6 εβδομάδες φοριέται ειδικός κορσές.

Η αυξητική γλουτών μπορεί να γίνει και με λίπος που μπορούμε να πάρουμε από άλλα σημεία του σώματος.»
(από το νέτι)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι λέγεται η δημόσια ή ιδιωτική υπηρεσία, όπου βρίθουν οι όμορφες και καλοβαλμένες γυναίκες. Δηλαδή ο χώρος, όπου εκδηλώνεται η μουνοθύελλα.

Για παράδειγμα, μπαράκι είναι μια Δ.Ο.Υ. με φρέσκες ασεπατζούδες ή stagiaires, η Ευελπίδων την άνοιξη (οι δικηγορέσσες τα πετάνε όλα όξω), η Φιλοσοφική στου Ζωγράφου (όταν έχει μπαζοαπαγόρευση στο δακτύλιο της Ούλωφ Πάλμε), όλα τα ιδιαίτερα γραφεία πολιτικών και στρατιωτικών ηγετών, των μεγαλοκαρχαριών (γιατρών-δικηγόρων-οικονομολόγων-μπισνεσμάνων κλπ) καθώς και όλα τα καταστήματα καλλυντικών.

Σε τέτοιες υπηρεσίες, μ’ ένα μικρό σκρίνιο με ποτά, ένα σιφόν στην εταζέρα, απαλή μουσική και ο Μούτσιος να χαμογελά πονηρά «ας πιούμε κάτι» με δυο ποτήρια στο χέρι, η απελευθέρωση του ω(ρ)αρίου δεν θα ήταν κακή ιδέα...

- Με στείλανε να παραδώσω τα απόρρητα σήματα προσωπικά στο ναυαρχούκο κι έπαθα πλάκα!
- Δηλαδή; Έφαγες καμιά καμπάνα;
- Όχι ρε! Καθόμουν και περίμενα στο διαγγελείο μέχρι να με φωνάξουνε και πρέπει να πέρασαν απο μπροστά μου και δέκα μοντέλες πιλαφίνες! Μιλάμε, το ΓΕΝ είναι σκέτο μπαράκι, φίλος!
- Άτιμη ιεραρχία! Εμας περνούν μπροστά μας και του ναυαρχούκου περνάνε απο κάτω του...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified